Η φετινή επέτειος της εργατικής Πρωτομαγιάς συμπίπτει στη χώρα μας με την προεκλογική περίοδο . Τα αιτήματα του κόσμου της εργασίας στο συνεχώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον τίθενται στο πυρήνα της πολιτικής σύγκρουσης.
Η δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΟΟΣΑ για το έτος 2022, καταγράφει την υστέρηση της χώρας σε μισθολογικό επίπεδο με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο . Από τα συμπεράσματα της έκθεσης , προκύπτει , ότι το 2022 μειώθηκε κατά 7,4 % ο μέσος πραγματικός μισθός λόγω του πληθωρισμού και της επιμονής της κυβέρνησης να μην μειώσει τους έμμεσους φόρους που «καταπίνουν» την αγοραστική δύναμη των μισθωτών . Ενώ ο μέσος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 1,5%, η πληθωριστική πίεση που ανήλθε στο 9,7% βάσει των επίσημων στοιχείων, μείωσε κατακόρυφε το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων . Η ελληνική κυβέρνηση διαφημίζει τις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, αποκρύπτοντας συστηματικά πως η εμμονική εκ μέρους της απόρριψη της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων , ναρκοθετεί κάθε δυνατότητα ενίσχυσης της μισθωτής εργασίας.
Από την έκθεση εξάγονται και άλλα χρήσιμα συμπεράσματα. Συγκεκριμένα , η συνολική φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση των μισθωτών , χωρίς να υπολογίζονται οι έμμεσοι φόροι, διαμορφώθηκε για το 2022 στο 37,1 % ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ καταγράφηκε στο 34,6%. Για τα ζευγάρια με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο με μέσο μισθό, η ψαλίδα μεγαλώνει κατακόρυφα, καθώς η συνολική επιβάρυνση διαμορφώθηκε στο 33,7% ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ για την ίδια περίπτωση βρίσκεται στο 25,6%, δηλαδή 8,1% υψηλότερες επιβαρύνσεις για τον Έλληνα μισθωτό σε σχέση με τον μέσο Ευρωπαίο. Η Ελλάδα είναι η τέταρτη χώρα από το τέλος στο επίπεδο μέσου μισθού , ενώ παρατηρείται πως ενώ στις μισές περίπου χώρες, οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν αυτόματη αναπροσαρμογή του συστήματος φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και σε προσαρμογή επιδομάτων , η ελληνική κυβέρνηση διατήρησε την ίδια φορολόγηση και τα ίδια κριτήρια χορήγησης επιδομάτων , παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού και την αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων. Και αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από τον ΟΟΣΑ, όχι από κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό έχασαν την τελευταία τριετία το 40% της αγοραστικής τους δύναμης
Το εντυπωσιακό είναι πως η χώρα μας αναδεικνύεται πρωταθλήτρια στην μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών , την ίδια στιγμή παρουσιάζει για το 2022 αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,9% ενώ ο μέσος όρος αύξησης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήταν αρκετά μικρότερος , διαμορφούμενος στο 3,5%. Η εικόνα για το ΑΕΠ το 2023, αναμένεται να είναι εξίσου θετική και η ελληνική κυβέρνηση παρουσιάζει ως κεντρικό εθνικό στόχο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023. Παρατηρείται λοιπόν μια έντονη ανισορροπία μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε σχέση με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα. Είναι προφανές πως το θεσμικό πλαίσιο που έχει προκύψει από την εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη με μείωση του κόστους των υπερωριών, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων που ήταν η πρώτη κίνηση της κυβέρνησης το 2019 όταν ανέλαβε την εξουσία και ο περιορισμός του δικαιώματος της απεργίας , διαμόρφωσαν ένα καθεστώς μεγιστοποίησης των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων σε βάρος των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων. Την ίδια στιγμή που ο Πρωθυπουργός περιγράφει ως εικόνα από το μέλλον ότι οι εργαζόμενοι θα είναι συνεταίροι στις επιχειρήσεις που εργάζονται, η πραγματικότητα τον διαψεύδει εκκωφαντικά. Οι μισθωτοί είναι απροστάτευτοι , έχουν απωλέσει κάθε δυνατότητα πίεσης ενώ η Επιθεώρηση Εργασίας έχει περιοριστεί στον έλεγχο των ωραρίων μέσω της εφαρμογής της ψηφιακής κάρτας, η οποίο αποτελεί σημαντικότατο εργαλείο αλλά δεν αρκεί για να καταπολεμήσει την παραβατικότητα στους χώρους εργασία. Παράλληλα η εφαρμογή της δεν έχει ακόμα φτάσει στο σύνολο των επιχειρήσεων παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις της ηγεσίας του Υπουργείου Εργασίας.
Ο πρωθυπουργός παρουσίασε ως στόχο του για την επόμενη τετραετία, την αύξηση των αποδοχών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και του δημοσίου τομέα κατά 25%. Δεν εξήγησε πως θα γίνει αυτό. Η τετραετία που πέρασε , αποτελεί τρανή απόδειξη πως οι μισθοί δεν αυξάνονται μέσα από την αυτορρύθμιση της αγοράς. Ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε και οι μεγάλες επιχειρήσεις αύξησαν την κερδοφορία τους, οι μισθοί σε ονομαστικό επίπεδο έμεινα καθηλωμένοι και σε πραγματικό επίπεδο κατακρημνίσθηκαν από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό. Στο Δημόσιο τομέα μάλιστα είχαμε την εξής πρωτοτυπία για τα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Από το 2022 ο εισαγωγικός μισθός στο Δημόσιο να υπολείπεται του κατώτατου μισθού στο ιδιωτικό τομέα . Ακούμε τις εξαγγελίες για την αναμόρφωση του Ενιαίου μισθολογίου και προκύπτει η εύλογη απορία. Τι εμπόδισε την κυβέρνηση να αυξήσει τις αποδοχές στο Δημόσιο την τετραετία που πέρασε. Είναι λογικό σε μια χώρα που έχει εξέλθει από τα Μνημόνια , προσεγγίζει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και παράλληλα έχει πολύ υψηλό πληθωρισμό και υψηλοτάτη έμμεση φορολογία, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων να διαμορφώνονται στα επίπεδα του μισθολογίου του 2015 που η οικονομία βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού; Ενδεχόμενη αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 3% έως 4%, όπως προαναγγέλλει η κυβέρνηση , αρκεί για να φρενάρει την κατακόρυφη μείωση της αγοραστικής δύναμης των δημοσίων υπαλλήλων που ανέρχεται στο 20%;
Η πολιτική που εφαρμόζεται έχει ξεκάθαρα κερδισμένους και χαμένους. Κερδισμένοι είναι οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Μειώθηκε η φορολογία στα μερίσματα, έλαβαν χρήματα μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών, υποτιμήθηκε το κόστος της εργασίας με την μείωση των προσαυξήσεων των υπερωριών , κυριάρχησαν οι ατομικές συμβάσεις εργασίας , ευνοήθηκαν στον ανταγωνισμό τους με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Χαμένος ήταν ο κόσμος της εργασίας, είτε είναι μισθωτοί είτε αυτοαπασχολούμενοι. Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων αφαίρεσε τον μόνο μηχανισμό που επέτρεπε την αύξηση των μισθών. Η εμμονή στην διατήρηση του παγώματος των στους μισθωτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό , η δεκάωρη απασχόληση χωρίς προσαύξηση αποδοχών που θεσπίστηκε με τον ν.4808/2021 και η ποινικοποίηση των απεργιακών κινητοποιήσεων , αδυνάτισε περαιτέρω τα δικαιώματα των εργαζομένων και την προοπτική τους για βελτίωση της ποιότητα ζωής. Παράλληλα η διατήρηση των υψηλών φορολογικών συντελεστών στους αυτοαπασχολούμενους, η παραμονή του τέλους επιτηδεύματος και η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών , οδήγησε σε λουκέτα μικρούς και μεσαίους επαγγελματίες.
Για την αναστροφή αυτής της πραγματικότητας, είναι απαραίτητοι οι κοινωνικοί αγώνες και ένα διεκδικητικό εργατικό κίνημα. Είναι απαραίτητα τα συνδικάτα και η επανασύνδεση τους με τον κόσμο της εργασίας . Οι κλαδικές συμβάσεις , η επαναρτίωση της εργατικής νομοθεσίας, η διεκδίκηση λιγότερων ωρών εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών , η ενεργοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι παρεμβάσεις αναγκαίες όσο ποτέ. Διαφορετικά σύντομα θα έχουμε έναν νέο ανθρωπότυπο εργαζομένου, που δεν διεκδικεί, που αρκείται στα ψίχουλα, που δεν κάνει οικογένεια , που δεν ονειρεύεται , που ζει μισή ζωή.
Η 1ΗΜαίου του 1886 αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή της πάλης των τάξεων στην νεότερη εποχή . Τα επιτεύγματα που έφερε τότε, εδώ και πολλά χρόνια, αμφισβητούνται από την νεοφιλελεύθερη απολυταρχία. Η απόσυρση του κράτους από προνοιακές πολιτικές, η απαξίωση των συνδικάτων , η εκμετάλλευση των κρίσεων ως πεδίο για την άντληση κερδών από τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, δεν είναι μονόδρομος ούτε νομοτέλεια. Το μήνυμα της εργατικής πρωτομαγιάς πρέπει να πάρει σάρκα και οστά. Να γκρεμίσει τις βεβαιότητες της TINA ( Thereisnoalternative) και να επαναφέρει τον στόχο της ισότητας και της ευημερίας για την κοινωνική πλειοψηφία.
Κώστας Τσουκαλάς, δικηγόρος