Η φετινή πρωτομαγιά βρίσκει τη Γαλλία να συμπληρώνει σχεδόν τέσσερις μήνες μεγαλειώδους κοινωνικής κινητοποίησης, με αιτία -ή, μάλλον, αφορμή- την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που προωθεί ο πρόεδρος Μακρόν και έχει ως κύριο στοιχείο την αύξηση των ορίων ηλικίας.
Της Δανάης Κολτσίδα
Μάλιστα, η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι τόση που φαίνεται να έχει φέρει τη χώρα στα πρόθυρα -ή και εντός των θυρών- μιας πολιτικής κρίσης: η Γαλλία κυβερνάται κυρίως, ακόμη και για μείζονος σπουδαιότητας νομοθετήματα, μέσω του μηχανισμού του άρθρου 49 παράγραφος 3 του Συντάγματός της, δηλαδή στην ουσία με διατάγματα της εκτελεστικής εξουσίας, αφού η κυβέρνηση αδυνατεί να εξασφαλίσει τις απαραίτητες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Πολλοί και πολλές έσπευσαν, εύλογα, να ευχηθούν «και στα δικά μας» ή να αναρωτηθούν «εμείς γιατί όχι, εμείς πότε;». Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, και στην Ελλάδα δεν επικρατεί ακριβώς κλίμα παραίτησης. Είδαμε το προηγούμενο διάστημα σημαντικές κινητοποιήσεις, όχι με τη μαζικότητα, την καθολικότητα και τη διάρκεια που εντοπίζουμε στη Γαλλία, αλλά πάντως τόσο το κίνημα των καλλιτεχνών, όσο και -κυρίως- οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας μετά το δυστύχημα στα Τέμπη που συγκλόνισε όλη την ελληνική κοινωνία, υπήρξαν σημαντικοί σταθμοί, χωρίς ωστόσο συνέχεια και διάρκεια. Και κυρίως χωρίς να έχουν φέρει ακόμα -η κάλπη βέβαια είναι πια πολύ κοντά μας- άμεσα ορατά πολιτικά αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά και στη Γαλλία τα πράγματα φαίνεται ότι έχουν φτάσει σε ένα πολιτικό αδιέξοδο. Η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, παρά τη μαζικότατη αντίδραση, παρά την ένταση και τη διάρκεια των κινητοποιήσεων, προχώρησε. Ενώ την ίδια στιγμή σε πολιτικό επίπεδο, η μεν κυβέρνηση παραμένει απομονωμένη όχι μόνο από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά κυρίως από την κοινωνία, στο δε πεδίο της αντιπολίτευσης μεγάλη κερδισμένη -τουλάχιστον με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις- φαίνεται να είναι η ακροδεξιά και όχι η αριστερά.
Χωρίς συνδικάτα δεν γίνεται…
Αν και οι τρέχοντες αριθμοί δείχνουν μια σημαντική υποχώρηση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στη Γαλλία, του ποσοστού δηλαδή των εργαζομένων που είναι μέλη σωματείων, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα όπου η επισφάλεια λειτουργεί διαβρωτικά, ιστορικοί και άλλοι λόγοι (η CGT, Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, ιδρύθηκε ήδη το 1895 και πρωταγωνίστησε σε μεγάλες στιγμές όχι μόνο των εργατικών αγώνων στη Γαλλία, αλλά και στη γαλλική πολιτική ζωή) δίνουν στα γαλλικά συνδικάτα πολύ ευρύτερη αποδοχή και νομιμοποίηση σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ελληνικές οργανώσεις. Γι’ αυτό και τα συνδικάτα -και μάλιστα η «διασυνδικαλιστική» (intersyndicale), η συνεργασία δηλαδή των πέντε βασικών ιστορικών και τριών επιπλέον νεότερων συνδικαλιστικών οργανώσεων σε εθνικό επίπεδο (CFDT, CGT, FO, CFE-CGC, CFTC, UNSA, USS, FSU)- είναι οι οργανώσεις που τέθηκαν επικεφαλής, οργάνωσαν και συντόνισαν τους κοινωνικούς αγώνες που είδαμε στη Γαλλία τις εβδομάδες και τους μήνες που προηγήθηκαν. Άλλωστε, αν και οι μαζικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις ήταν αυτές που έφτασαν στα διεθνή ΜΜΕ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παράλληλα υπήρξε μια σημαντικότατη και μακρόχρονη απεργιακή δραστηριότητα, την οποία τα συνδικάτα οργάνωσαν, περιφρούρησαν και φρόντισαν να στηρίξουν και πρακτικά (με δημιουργία απεργιακών ταμείων κ.λπ.).
…μόνο τα συνδικάτα δεν φτάνουν
Από την άλλη πλευρά, αν από τα παραπάνω έγινε σαφής η αντίστιξη προς την ελληνική κατάσταση, με τα συνδικάτα να βρίσκονται σε μια παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης, παρά τις ελπιδοφόρες κινήσεις σε αρκετούς κλάδους, ιδίως επισφαλώς εργαζόμενων, να αναζωογονήσουν τα υφιστάμενα ή να δημιουργήσουν νέα σωματεία, η σύγκριση με τη Γαλλία αναδεικνύει και ακόμη μία, αντίστροφη, ασυμμετρία.
Λόγοι θεσμικοί, και ιδίως ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο το προεδρικό σύστημα στη Γαλλία, αλλά και λόγοι πολιτικοί, που αφορούν την κατάσταση της γαλλικής αριστεράς, φαίνεται ότι στερούν από την κοινωνική διαμαρτυρία μια άμεση τουλάχιστον πολιτική προοπτική. Αυτή η συσσώρευση κοινωνικής αγανάκτησης που δεν έχει μεταφραστεί, προς το παρόν, σε πολιτική αλλαγή είναι το υπόβαθρο μιας πολιτικής κρίσης που βιώνει, όπως είπαμε, η χώρα.
Ο κατακερματισμός της γαλλικής αριστεράς είναι το ένα θέμα -το οποίο το εγχείρημα της εκλογικής συμμαχίας NUPES μεταξύ του κόμματος του Ζαν Λυκ Μελανσόν (LFI), με τους κομμουνιστές (PCF), τους σοσιαλιστές (PS) και τους πράσινους (EELV) επιχείρησε έστω και ατελώς ή ad hoc να αντιμετωπίσει, επιτυγχάνοντας μια πολύ καλύτερη εκπροσώπηση των δυνάμεων της ευρύτερης αριστεράς στη γαλλική βουλή από το 2022 και μετά.
Το άλλο -πολύ σημαντικότερο- θέμα είναι ότι συνολικά, αθροιστικά η εκλογική απήχηση της γαλλικής αριστεράς έχει υποχωρήσει σημαντικά, γι’ αυτό και το άθροισμα των εκλογικών ποσοστών όλων των δυνάμεων του χώρου παραμένει παρ’ όλα αυτά μειοψηφικό, κάτι που λ.χ. δεν ισχύει στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία (2022) το σύνολο των συνδυασμών που βρίσκονται στον με την ευρεία έννοια χώρο της αριστεράς έλαβε κάτω από 35%, ενώ το ίδιο άθροισμα στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα (2019) έφτασε σχεδόν στο 50% (48% για τα κόμματα της αριστεράς που μπήκαν στη βουλή, έναντι 43,5% για τα κόμματα της δεξιάς).
Η υποχώρηση αυτή -εκτός της γενικής τάσης που καταγράφηκε σε όλη την Ευρώπη, ιδίως μετά το 1989- έχει και ειδικούς ιστορικούς λόγους, αναγόμενους σε στρατηγικές επιλογές τόσο των σοσιαλιστών, όσο και των κομμουνιστών στη Γαλλία, αλλά και λόγους που αφορούν τρέχουσες επιλογές των κομμάτων της αριστεράς. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ να τονιστεί είναι η ρήξη που επήλθε σταδιακά στην εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων από την αριστερά και η σταδιακή υποκατάστασή της από την ακροδεξιά, την οποία περιγράφει με έναν εξαιρετικό τρόπο ο ΝτιντιέΕριμπόν στο «Επιστροφή στη Ρενς» (Νήσος, 2020).
Σε αυτό το επίπεδο η Ελλάδα βρίσκεται σε σαφώς καλύτερη θέση. Ιστορικές ιδιαιτερότητες, αλλά και χαρακτηριστικά του κοινωνικού σχηματισμού και της οικονομίας στη χώρα οδηγούν στο να είναι τα κόμματα και όχι τα συνδικάτα οι βασικοί, αδιαμεσολάβητοι εκφραστές της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Η κοινωνική δυσαρέσκεια στη χώρα μας έχει βρει διέξοδο έκφρασης και εκπροσώπησης στο χώρο της αριστεράς (βλ. και την πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Eteronκαι της About People στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται ως το κόμμα των κατεξοχήν οικονομικά δυσαρεστημένων), κάτι που κρατά -προς το παρόν τουλάχιστον- σε χαμηλά επίπεδα την ακροδεξιά, αλλά και την αντιπολιτική.
Πάντως μια νέα περίοδος γεννιέται
Ανεξάρτητα από αδυναμίες και δυσκολίες, είτε κοινές και καθολικές είτε σχετικές με τις ιδιαιτερότητες κάθε επιμέρους χώρας, η εικόνα που υπάρχει τους τελευταίους μήνες, όχι μόνο από τη Γαλλία και την Ελλάδα, αλλά και από μια σειρά άλλες ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβανομένης της καρδιάς του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, της Γερμανίας, είναι μιας «άνοιξης» των εργατικών κινητοποιήσεων.
Το κύμα της ακρίβειας, στην έξοδο μιας δύσκολης δεκαετίας για όλη την Ευρώπη -με τον ευρωπαϊκό νότο φυσικά να έχει πληγεί περισσότερο- ενέτεινε τις ανισότητες και έφερε με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο τα προβλήματα της εργασιακής και οικονομικής επισφάλειας, της συμπίεσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, της έλλειψης πρόσβασης σε βασικά κοινωνικά αγαθά. Απέναντι στην κατάσταση αυτή, η κοινωνική διαμαρτυρία, αλλού εντονότερα ή με μεγαλύτερη διάρκεια και μαζικότητα και αλλού με μεγαλύτερη αποσπασματικότητα, εκδηλώθηκε. Η πολιτική της έκφραση και ο μετασχηματισμός της σε πολιτική αλλαγή μένει ακόμα εκκρεμότητα, με πρώτο σταθμό στην Ελλάδα την 21η Μαΐου.
Παρ’ όλα αυτά, μια νέα περίοδος γεννιέται. Και προκειμένου να μην βρεθεί η Ευρώπη απέναντι σε μια νέα «εποχή των τεράτων», με την ακροδεξιά να εκφράζει και να εκπροσωπεί πολιτικά την κοινωνική δυσαρέσκεια, για την αριστερά είναι μονόδρομος το να τα καταφέρει. Και στο κοινωνικό και στο εκλογικό και πολιτικό πεδίο. Να καταφέρει να κάνει αυτή την «εργατική άνοιξη» να ανθίσει.
Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς