Η αναγγελία της ημερομηνίας των εκλογών από τον πρωθυπουργό ήταν μία ακόμη ένδειξη για το ότι δεν τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό ούτε στο Σύνταγμα ούτε στα κρατικά όργανα που είναι κρίσιμα για την λειτουργία του πολιτεύματος.
Του Γιώργο Χ. Σωτηρέλη, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος: «O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Bουλή με πρόταση της Kυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας».
Τι έκανε ο σημερινός πρωθυπουργός αντί να ακολουθήσει αυτές τις επιταγές του Συντάγματος; Ανακοίνωσε στην Κυβέρνηση, δηλαδή στο κρατικό όργανο που έχει την αρμοδιότητα να κάνει την πρόταση, και στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που έχει την αρμοδιότητα να λάβει την σχετική απόφαση (έστω και σε ένα στενά δεσμευτικό πλαίσιο), ότι αποφάσισε –αυτός και μόνον αυτός…– ότι θα γίνουν εκλογές στις 21 Μαΐου.
Και δεν έφτανε μόνο αυτό αλλά προσδιόρισε και την ημερομηνία των επόμενων εκλογών, χωρίς να έχει πλέον καμία απολύτως αρμοδιότητα, αφού για να γίνουν δεύτερες εκλογές προϋποτίθεται ότι δεν θα είναι ο ίδιος πρωθυπουργός μετά τις πρώτες…
Ωστόσο, αυτή η πολιτική συμπεριφορά απέναντι στο Σύνταγμα δεν είναι δυστυχώς η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Όχι μόνον γενικά, όπως έδειξαν οι κυβερνητικές και παρακρατικές υποκλοπές που οργανώθηκαν από το πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά και ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση του κοινοβουλευτικού συστήματος, που είναι μια από τις κρισιμότερες πτυχές του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα:
Α. Ο πρωθυπουργός αρχικά προέκρινε ένα εκλογικό σύστημα το οποίο, όπως έχω εκθέσει αναλυτικά σε προηγούμενα σχετικά κείμενα, εμφανίζει έντονα προβλήματα συνταγματικότητας, τόσο ως προς τον τρόπο με τον οποίο απονέμει το bonus –σε κόμματα που απέχουν πολύ από την αυτοδυναμία– όσο και ως προς τον ουσιαστικό αποκλεισμό των συνασπισμών από αυτό (που οδηγεί σε μία απαράδεκτη αποτροπή προγραμματικών συγκλίσεων πριν από τις εκλογές και άρα στην παρεμπόδιση διαμόρφωσης των όρων που είναι αναγκαίοι για τον σχηματισμό βιώσιμων κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων). Αν η χώρα είχε σοβαρό σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας ένας τέτοιος νόμος δεν θα μπορούσε επουδενί να κριθεί συνταγματικός, όπως φάνηκε από ανάλογη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας…
Β. Στην συνέχεια αποφάσισε αλαζονικά ότι θα «κάψει» τις εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική, για να ισχύσει το δικό του καλπονοθευτικό σύστημα (που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις αυτοδυναμία στην Βουλή με το 1/3 σχεδόν του εκλογικού σώματος) υποβαθμίζοντας πλήρως την συγκεκριμένη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, αδιαφορώντας για τον σχηματισμό κυβέρνησης, στον οποίο υποτίθεται ότι αποβλέπουν όλες οι εκλογές, και καταργώντας έτσι στην πράξη την εγγύηση που εισήγαγε η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, με την πρόβλεψη για ισχύ του κάθε εκλογικού συστήματος από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Γ. Η κατάσταση όμως χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο, όταν ο πρωθυπουργός συνειδητοποίησε ότι ακόμη και με τον δικό του νόμο η αυτοδυναμία είναι πολύ δύσκολη (έως αδύνατη μετά το σκάνδαλο των υποκλοπών και την κυβερνητική πανωλεθρία στα Τέμπη). Επιστράτευσε λοιπόν όλο το επικοινωνιακό σύστημα που τον υποστηρίζει –και το οποίο ελέγχει καταθλιπτικά την ενημέρωση– για να μας πείσει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει δήθεν, και μάλιστα ανεξαρτήτως αποτελέσματος, η μεν κυβέρνηση να ανήκει δικαιωματικά στο πρώτο κόμμα η δε πρωθυπουργία να ανατίθεται υποχρεωτικά στον αρχηγό του. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη όχι μόνο είναι εντελώς έξω από την λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος αλλά και αντιτίθεται σε ρητές συνταγματικές διατάξεις, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του 1986. Ειδικότερα:
α. Το πρώτο που πρέπει να τονισθεί είναι ότι το πολίτευμά μας δεν είναι προεδρικό αλλά κοινοβουλευτικό. Άρα οι πολίτες δεν επιλέγουν κατ’αρχήν ένα μονοπρόσωπο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας –πολύ δε περισσότερο έναν «κυβερνήτη»– όπως προσπαθεί να μας πείσει ο πρωθυπουργός. Προεχόντως επιλέγουν κόμματα και βουλευτές, μέσω των οποίων αναδεικνύεται μία κοινοβουλευτική κυβέρνηση, δηλαδή μία κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Με άλλα λόγια, πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος δεν είναι η «λαϊκή νομιμοποίηση», γενικά και αόριστα, αλλά η εμπιστοσύνη της Βουλής, η οποία πρέπει να υφίσταται τόσο για να αναδειχθεί μια κυβέρνηση, μετά τις εκλογές, όσο και για να παραμείνει στην εξουσία.
Εφόσον βέβαια υπάρχει μονοκομματική πλειοψηφία, τα πράγματα είναι απλά: πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός αυτού του κόμματος (αν βέβαια αυτή είναι η επιλογή του κόμματος, διότι –όπως ισχύει σε κάποιες δημοκρατικά προηγμένες χώρες– άλλος να είναι ο αρχηγός του κόμματος και άλλος ο υποψήφιος πρωθυπουργός…). Από εκεί και πέρα, όμως, όταν δεν υπάρχει αυτοδυναμία, δρομολογούνται διαδικασίες διαπραγμάτευσης μεταξύ των κομμάτων. Σε αυτές δε όλα είναι ανοιχτά, καθώς προβλέπονται διερευνητικές εντολές όχι μόνο για το πρώτο αλλά και για τα δύο επόμενα κόμματα (ενδεχομένως δε και για το τέταρτο, σε περίπτωση ισοδυναμίας με το τρίτο). Αν το Σύνταγμά μας ήθελε να αποκλείσει την περίπτωση κυβέρνησης χωρίς το πρώτο κόμμα, είναι αυτονόητο ότι θα προέβλεπε διερευνητική εντολή μόνο για το πρώτο κόμμα. Με βάση όμως τα ισχύοντα (άρθρο 37 Σ), τόσο κατά την διάρκεια των διερευνητικών εντολών όσο και στην τελική φάση της διαβούλευσης του/της Προέδρου της Δημοκρατίας με τα ως άνω κόμματα η μόνη προϋπόθεση για να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είναι να πεισθεί ο/η Πρόεδρος ότι αυτή θα μπορέσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Αυτό έγινε, για παράδειγμα (για να μην επεκταθούμε στο απώτερο μεταπολεμικό παρελθόν) στην Πορτογαλία το 2015, με την κυβέρνηση που σχημάτισε ο σημερινός σοσιαλιστής πρωθυπουργός Κόστα, στην οποία δεν συμμετείχε το συντηρητικό κόμμα, παρότι είχε εκλεγεί πρώτο με 38%… Η κυβέρνηση δε αυτή, η οποία μάλιστα παραμένει στον βασικό κορμό της στην εξουσία οκτώ χρόνια μετά, είναι η καλύτερη απάντηση στον μπαμπούλα της «τερατογένεσης», τον οποίο με τόση ευκολία επιστρατεύει ο πρωθυπουργός (χωρίς να συνειδητοποιεί ότι οι συνειρμοί μοιραία παραπέμπουν σε μία άλλη, πραγματική αυτήν την φορά, τερατογένεση, για την οποία είναι αποκλειστικά υπεύθυνος: αυτήν των υποκλοπών…). Αυτό ισχύει όμως και για την –παράδοξη– απόρριψη μιας «κυβέρνησης των ηττημένων» από τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ (λες και οι εκλογές είναι καλλιστεία για την ανάδειξη ενός «νικητή»…), πολλώ μάλλον όταν αναφερόμαστε σε σύστημα απλής αναλογικής που θέσπισε η κυβέρνησή του…
β. Ανοιχτό όμως είναι και το ενδεχόμενο οι αρχηγοί των διαπραγματευόμενων κομμάτων να κάνουν ένα βήμα πίσω, αποδεχόμενοι και τον αρχηγό ενός μικρότερου κόμματος ή ένα τρίτο πρόσωπο, κοινοβουλευτικό ή μη, για την θέση του πρωθυπουργού, αν αυτό βοηθά στον σχηματισμό μιας κοινοβουλευτικά βιώσιμης κυβέρνησης. Έτσι έγινε για παράδειγμα πρόσφατα στην Σουηδία (όπου πρωθυπουργός αναδείχθηκε ο αρχηγός του τρίτου κόμματος) και στο Βέλγιο (όπου έγινε πρωθυπουργός ένας βουλευτής του πέμπτου κόμματος) ενώ αυτό ήταν ο κανόνας, παλαιότερα, και στην χώρα που είχε τις περισσότερες κυβερνήσεις συνεργασίας, δηλαδή στην Ιταλία, όπου με το σύστημα της απλής αναλογικής ο πρωθυπουργός συχνά προερχόταν από μικρό κόμμα και όχι από το πρώτο και κατά πολύ μεγαλύτερο χριστιανοδημοκρατικό κόμμα…
Όλα αυτά αποδεικνύουν πόσο έωλα ή/και υποβολιμαία είναι τα επιχειρήματα για υποχρεωτική ταύτιση του προσώπου του αρχηγού του πρώτου κόμματος με το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Πολύ δε περισσότερο όταν τα επιχειρήματα αυτά ενδύονται έναν δημοκρατικοφανή μανδύα και συνοδεύονται άκριτα από βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς όπως «δοτός» ή «ανομιμοποίητος» πρωθυπουργός.
Δ. Είναι προφανές βέβαια ότι τέτοια επιχειρήματα μόνο θυμηδία προκαλούν όταν προβάλλονται από καθεστωτικά μέσα και από δοκησίσοφους μεγαλοδημοσιογράφους και εξουσιολάγνους πρώην πολιτικούς, που υποτίθεται ότι κόπτονται για την δημοκρατία ενώ είναι γνωστό τοις πάσι ότι το μόνο τους μέλημα είναι να εξαργυρώσουν, με κάθε τρόπο, την υποταγή τους στους πιο επικίνδυνους ίσως εχθρούς της δημοκρατίας, δηλαδή στους –πολιτικούς και οικονομικούς– εκπροσώπους της διαπλοκής. Ως εκ τούτου, στις κραυγές και τις επιθέσεις αυτής της κατηγορίας δεν αξίζει καμία απάντηση, δεδομένης βέβαια και της πολιτικής ελαφρότητας που τους χαρακτηρίζει, ως προς την αντιμετώπιση των θεσμών, αλλά και της παχυλής άγνοιάς τους ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Για κάποιους άλλους όμως, που είναι ανιδιοτελείς αλλά παρασύρονται ενίοτε από μία «δημοκρατικιστική» λογική, ως προς το πρόσωπο και τον ρόλο του πρωθυπουργού, θα ήθελα να κλείσω με κάποιες τελευταίες επισημάνσεις:
Πρώτον, ότι μία κυβέρνηση που διαθέτει ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία –η οποία με την σειρά της αντιστοιχεί σε μία πραγματική λαϊκή πλειοψηφία– είναι πολύ πιο δημοκρατικά νομιμοποιημένη από μία ισχνή και κατασκευασμένη –ελέω εκλογικού συστήματος– αυτοδυναμία, που αντιστοιχεί σε κάτι παραπάνω από το 1/3 του εκλογικού σώματος…
Δεύτερον, ότι ο «πρωθυπουργοκεντρισμός», με τον οποίο σχετίζεται υποτίθεται ο προβληματισμός για «δημοκρατική νομιμοποίηση», δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτισμού αλλά παθογένεια των μονοκομματικών κυβερνήσεων και στρέβλωση της πεμπτουσίας του κοινοβουλευτικού συστήματος, που είναι –σε αντίθεση με το προεδρικό– η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων και συγκλίσεων. Όταν δε αυτές επιτυγχάνονται, όπως συμβαίνει πλέον σχεδόν παντού στην Ευρώπη, μέσω κυβερνήσεων συνεργασίας, ο πρωθυπουργός προσγειώνεται στον πραγματικό συνταγματικό του ρόλο: να συντονίζει την λειτουργία (και όχι να νοσφίζεται την εξουσία) του κεντρικού συλλογικού οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας, που είναι η κυβέρνηση…
Τρίτον, ότι οι αρχηγοί των κομμάτων δεν χάνουν την σημασία τους αν δεν γίνουν πρωθυπουργοί. Αυτοί είναι που θα αποφασίσουν το πρόσωπο που είναι πολιτικά κατάλληλο για να ηγηθεί σε μία κυβέρνηση συνεργασίας, αυτοί θα προτείνουν υπουργούς, αυτοί θα διαπραγματευθούν –μετά από αντίστοιχες εσωκομματικές διεργασίες– τα βασικά σημεία και τις «κόκκινες γραμμές» στις προγραμματικές θέσεις και αυτοί θα επιβλέπουν την εφαρμογή των προγραμματικών συμφωνιών. Εξάλλου, είναι άκρως υποτιμητικό για έναν αρχηγό κόμματος να θεωρείται ο μόνος κατάλληλος για πρωθυπουργός και ταυτόχρονα να καταγγέλλεται σαν έτοιμος να υποκύψει στις όποιες έξωθεν πιέσεις για την ανάδειξη ενός άλλου –«δοτού»– πρωθυπουργού… διότι τότε, απλούστατα, δεν είναι κατάλληλος για πρωθυπουργός…
Τέταρτον, ότι τα όρια της «δημοκρατικιστικής» λογικής δοκιμάζονται ιδιαίτερα στην εποχή μας, λόγω της ανόδου ακροδεξιών κομμάτων με φασίζοντα χαρακτηριστικά. Αν δεχόμασταν, για παράδειγμα, ότι η ανάδειξη του πρώτου κόμματος στην κυβέρνηση και του αρχηγού του στην πρωθυπουργία είναι δημοκρατική επιταγή, τι θα έπρεπε να κάνουν τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου αν στις εκλογές επικρατούσε, με σχετική πλειοψηφία, ένα τέτοιο κόμμα; Θα επέμεναν οι σημερινοί απολογητές της κυβέρνησης ότι θα έπρεπε να υπάρξει σύμπραξη με ένα τέτοιο κόμμα –επειδή θα είναι πρώτο– και συμμετοχή σε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον αρχηγό του; Ή θα αποδέχονταν το αυτονόητο –ότι δηλαδή θα έπρεπε να σχηματισθεί μία κυβέρνηση από τα υπόλοιπα, με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής– προκειμένου να απομονωθεί ένα τέτοιο κόμμα και να προστατευθεί η Δημοκρατία;
Συμπερασματικά, με βάση τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως –τα οποία συνοψίζουν και πολλές παλαιότερες παρεμβάσεις μου– ούτε τα πρώτα κόμματα ούτε τα πρόσωπα των αρχηγών είναι οι κρίσιμες παράμετροι για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας. Αυτό ισχύει μόνο υπό το πρίσμα μιας παρεκτροπής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, το οποίο προσωποποιεί ο σημερινός πρωθυπουργός, με τον πλήρη παραγκωνισμό της κυβέρνησης και με την υποκατάσταση των βασικών λειτουργιών της μέσω ενός υπερπρωθυπουργείου, που ονομάσθηκε ψευδεπίγραφα «επιτελικό κράτος» και που οδήγησε σχεδόν νομοτελειακά στο επιτελικό παρακράτος…
Το πραγματικό ζητούμενο για τις κυβερνήσεις συνεργασίας είναι να μην αποτελέσουν συγκυριακά και αλλοπρόσαλλα κατασκευάσματα –όπως στο πρόσφατο παρελθόν…– αλλά να προκύψουν μετά από έναν ευρύ προγραμματικό διάλογο και από συμφωνίες για τα πρόσωπα που θα τις συγκροτήσουν (συμπεριλαμβανομένου βεβαίως –αν υπάρχουν αντιρρήσεις για τους αρχηγούς– και του προσώπου του πρωθυπουργού).
Ευχής έργο θα ήταν, βέβαια, οι προγραμματικές συγκλίσεις να γίνουν μεταξύ όμορων πολιτικά χώρων, ώστε οι όποιες προγραμματικές συγκλίσεις να είναι απόρροια ουσιαστικών ιδεολογικοπολιτικών συγκλίσεων. Ωστόσο, τίποτε δεν αποκλείει –αν οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν αφήνουν άλλα περιθώρια– και ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις, προκειμένου να σχηματισθεί μία κυβέρνηση ευρύτατης πλειοψηφίας, με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής. Γνωρίζω βέβαια και εν πολλοίς κατανοώ τους έντονους προβληματισμούς και τις ποικίλες ενστάσεις, για μία τέτοια προοπτική. Ωστόσο, ίσως αυτή αποδειχθεί εκ των πραγμάτων η μόνη εφικτή, για ένα μεταβατικό διάστημα, προκειμένου να δρομολογηθούν ως τάχιστα –και χωρίς τον παραλυτικό φόβο του πολιτικού κόστους– οι πρόσφορες απαντήσεις στις πλέον επιτακτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας.