Το ερώτημα «τι είναι ο λαϊκισμός;» απασχολεί εδώ και δεκαετίες τον ακαδημαϊκό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, η λέξη «λαϊκισμός» δεν περιορίζεται στην ακαδημαϊκή σφαίρα. Συναντάται παντού γύρω μας, στον δημοσιογραφικό λόγο και την καθημερινή αρθρογραφία, στον πολιτικό λόγο και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, στον δημόσιο καθημερινό λόγο των πολιτών. Έχει χρησιμοποιηθεί για να ερμηνεύσει αλλά και –κυρίως– να στιγματίσει μια σειρά ετερόκλητων πολιτικών φαινομένων, κινημάτων και κομμάτων.
Του Αντώνη Γαλανόπουλου
Στην Ελλάδα, ιδίως κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ο λαϊκισμός έχει προσεγγιστεί ως ένα από τα σημαντικά στοιχεία της πολιτικής κουλτούρας της χώρας. Η πρόσφατη κρίση χρέους και η παρατεταμένη μνημονιακή συνθήκη επανέφεραν τον λαϊκισμό στο επίκεντρο της πολιτικής και της δημόσιας συζήτησης, πυροδοτώντας τόσο λαϊκιστικές κινητοποιήσεις όσο και αντιλαϊκιστικές εκστρατείες. Παραμένει προς διερεύνηση εάν ο κύκλος που άνοιξε τότε έκλεισε με τις εκλογές του 2019 ή όχι. Ακόμα και αν μια τέτοια εκτίμηση αποδειχθεί αληθής, αυτό δεν θα σήμαινε πως ο λαϊκισμός εξαφανίστηκε εντελώς, καθώς λαϊκιστικές στιγμές μπορούν να εντοπιστούν τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές εκείνες (περίοδος διαπραγμάτευσης της Συμφωνίας των Πρεσπών ή πιο περιορισμένα στο πλαίσιο της πανδημίας).
Καθώς μια νέα προεκλογική περίοδος ξεκίνησε και επίσημα στις 22 Απριλίου 2023, είναι εύλογο να έχουν αναθερμανθεί το ενδιαφέρον και η συζήτηση γύρω από τον λαϊκισμό. Η λαϊκιστική διάσταση χρήζει πράγματι μελέτης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι πανταχού παρούσα. Με αυτό το σκεπτικό, ο δείκτης του λαϊκισμού ενσωματώθηκε στην ανάλυση των προεκλογικών ομιλιών των αρχηγών των έξι κοινοβουλευτικών κομμάτων.
Τι ακριβώς αντιλαμβανόμαστε με τον όρο «λαϊκισμός»
Για να προχωρήσουμε σε μια ανάλυση πάνω σε στέρεη βάση, χρειάζεται να προσδιορίσουμε τι ακριβώς αντιλαμβανόμαστε με τον όρο «λαϊκισμός». Και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, χρειαζόμαστε έναν όρο λειτουργικό, χωρίς κανονιστικό φορτίο και στερεοτυπικές συνδηλώσεις. Το πρώτο καθήκον που έχουμε μπροστά μας είναι να διακρίνουμε τον λαϊκισμό ως πολιτικό φαινόμενο από την κοινή, στερεοτυπική αντίληψη του όρου που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη δημόσια σφαίρα. Το δεύτερο είναι να προσφέρουμε έναν σαφή ορισμό που θα καθοδηγεί την ανάλυση.
Στον δημόσιο λόγο, ο λαϊκισμός είναι ένας σημαντικός κρίκος μιας αρνητικής νοηματικής αλυσίδας. Εξισώνεται με την ανευθυνότητα, τον ανορθολογισμό, τον κρατισμό, τις σπατάλες. Λαϊκισμός δεν είναι τα ψέματα, οι υποσχέσεις ή η υποκρισία των πολιτικών. Δεν είναι η δημαγωγία, η προπαγάνδα ή η χειραγώγηση. Δεν είναι οι θεωρίες συνωμοσίας, ο εθνικισμός, η αντιμεταναστευτική στάση, η τεχνοφοβία, η αντιεμβολιαστική στάση ή η ανεύθυνη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Κάποιοι λαϊκιστές πολιτικοί μπορεί να παρουσιάζουν κάποια από τις παραπάνω στάσεις ή συμπεριφορές. Καμία από τις παραπάνω στάσεις και συμπεριφορές δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τον λαϊκισμό.
Στη μελέτη του λαϊκισμού δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία ως προς τον ορισμό του φαινομένου, καθώς υπάρχουν διαφορετικές ερευνητικές κατευθύνσεις που προσεγγίζουν το φαινόμενο ως ιδεολογία, λόγο/πολιτική λογική, στυλ, στρατηγική κλπ. Υπάρχει, όμως, μια συναίνεση ότι ο λαϊκισμός είναι κάτι που έχει να κάνει με την αντίθεση λαός-ελίτ. Χρειαζόμαστε αυτά τα δύο στοιχεία και τη μεταξύ τους αντίθεση, για να μιλήσουμε για λαϊκισμό.
Η θέση του σημαίνοντος «λαός» μέσα σε έναν λόγο είναι καθοριστική
Στο παρόν εγχείρημα, θα βασιστούμε σε μία από τις δύο επικρατούσες προσεγγίσεις, και ίσως την κυρίαρχη στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας. Η προσέγγιση αυτή εμπνέεται από τη θεωρία του λόγου (discourse theory) και εστιάζει στη μορφή του λόγου, και όχι στο περιεχόμενο. Η φορμαλιστική αυτή προσέγγιση πρωτοδιατυπώθηκε από τον Ερνέστο Λακλάου1, σε μια προσπάθεια να προτείνει έναν τρόπο προσέγγισης του λαϊκισμού που δεν θα έχει τις κανονιστικές μεροληψίες οι οποίες χαρακτήριζαν άλλες απόπειρες μελέτης του φαινομένου. Για να το πετύχει αυτό, η θεωρία χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο αφαίρεσης.
Ο λαϊκισμός γίνεται κατανοητός ως ένας λόγος (discourse), ως μια ιδιαίτερη πολιτική λογική που στοχεύει στην οικοδόμηση του συλλογικού υποκειμένου «λαός». Ο όρος προσεγγίζεται ως ουδέτερος και δεν του αποδίδεται ένα αποκλειστικά θετικό ή αρνητικό πρόσημο ή περιεχόμενο.
Με βάση αυτήν την προσέγγιση, έχουν αναπτυχθεί δύο ελάχιστα λειτουργικά κριτήρια για την αναγνώριση ενός λαϊκιστικού λόγου. Τα δυο αυτά κριτήρια είναι ο λαοκεντρισμός και ο αντιελιτισμός. Ένας λόγος μπορεί να χαρακτηριστεί ως λαϊκιστικός, εάν συναρθώνεται γύρω από το κομβικό σημείο «ο λαός» και εάν δημιουργεί μια κατεξοχήν διχοτομική αναπαράσταση του κοινωνικού πεδίου, χωρίζοντας την κοινωνία σε δύο βασικά στρατόπεδα που έχουν δημιουργηθεί στη βάση ισοδυναμιών: το κατεστημένο, τις «ελίτ», από τη μια, και τον «λαό», τους μη προνομιούχους, από την άλλη. Και τα δύο κριτήρια πρέπει να πληρούνται, για να χαρακτηριστεί ένας λόγος ως λαϊκιστικός.
Η θέση του σημαίνοντος «λαός» μέσα σε έναν λόγο είναι καθοριστική. Εάν το σημαίνον αυτό δεν λειτουργεί ως κομβικό σημείο, γύρω από το οποίο άλλα σημαίνοντα μπορεί να συναρθρώνονται και να αποκτούν το νόημά τους μέσα από αυτή τη συνάρθρωση, αλλά αντίθετα βρίσκεται στην περιφέρεια αυτού του λόγου, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για έναν λαϊκιστικό λόγο.
Το λαϊκό υποκείμενο αναδύεται, στο πλαίσιο αυτού του λόγου, μέσω της λογικής της ισοδυναμίας. Σε ένα κοινωνικό πεδίο όπου συγκεντρώνονται τα ανικανοποίητα αιτήματα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, ο λαϊκιστικός λόγος επιδιώκει να δημιουργήσει σχέσεις ισοδυναμίας μεταξύ αυτών των αιτημάτων και μέσα από αυτήν την αλυσίδα ισοδυναμίας να αναδειχθεί το συλλογικό υποκείμενο «ο λαός». Όπως ειπώθηκε ήδη, δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο λαϊκιστικό περιεχόμενο που πρέπει να εντοπιστεί στην πολιτική ή την ιδεολογία ενός κόμματος για να χαρακτηριστεί ως λαϊκιστικό. Ο λαϊκισμός αφορά τη συγκεκριμένη πολιτική λογική συνάρθρωσης. Το εάν θα είναι προοδευτικός ή αντιδραστικός, Δεξιός ή Αριστερός, αποκλειστικός ή συμπεριληπτικός αφορά το συγκεκριμένο περιεχόμενο που θα συναρθρωθεί.
Η αυστηρά φορμαλιστική προσέγγιση που παρουσιάστηκε παραπάνω προσφέρει έναν όρο αυστηρό –σε σχέση με ό,τι έχουμε συνηθίσει στη δημόσια σφαίρα– αλλά λειτουργικό για την εμπειρική ανάλυση πολιτικών λόγων, χωρίς περιττές προσθήκες που μπορεί να λειτουργούν κατά περίπτωση.
1 Laclau. E., 2005, On Populist Reason, Λονδίνο: Verso.
Πηγή: iMEdD