Κοινωνικές προτιμήσεις για τη μορφή της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Μακροχρόνιες τάσεις, 1996-2023
Ανάλυση του Γιάννη Μαυρή
Περίοδος 1996-2004
Οι στάσεις των πολιτών απέναντι στη μορφή της κυβέρνησης (αυτοδύναμες/ μονοκομματικές ή συνεργασίας/πολυκομματικές) καταγράφονται, συστηματικά, τις τελευταίες (σχεδόν) τρεις δεκαετίες (1996-2023), στις έρευνες της Public Issue (1996-2000 από την VPRC). Σε αυτό το διάστημα, οι κοινωνικές προτιμήσεις χαρακτηρίζονται από σημαντικές διακυμάνσεις, που αποτυπώνουν τις μεταβολές της πολιτικής συγκυρίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε σε κάθε εκλογικό κύκλο.
1. Η περίοδος 1996-2000 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ/Κ.Σημίτη) σημαδεύθηκε από τους πρώτους κλυδωνισμούς του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, που εκδηλώθηκαν χαρακτηριστικά στις βουλευτικές του 1996 και στις ευρωεκλογές του 1999, με την διάσπαση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (εμφάνιση ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ). Εύλογα, σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο, εξαιτίας της πολιτικής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε, η προτίμηση υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας απέκτησε πλειοψηφική κοινωνική υποστήριξη, στη διετία 1997-1998, συγκεντρώνοντας στο δίλημμα «αυτοδύναμες ή συνεργασίας» ποσοστό έως και 55% (Διάγραμμα 1).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1
2. Ωστόσο, στην επόμενη φάση, αυτοί οι κλυδωνισμοί θα απορροφηθούν τελικά, μετά τη διαδοχή ηγεσίας στα δυο μεγάλα κόμματα (Παπανδρέου/Σημίτης 1996, Έβερτ/ Καραμανλής 1997). Με την πόλωση των βουλευτικών του 2000, ο δικομματισμός θα καταφέρει να επανακάμψει (86,5%). Ταυτόχρονα, η ενίσχυση της επιρροής των δύο κομμάτων της διακυβέρνησης, ενισχύει και τις κοινωνικές προτιμήσεις για αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Η ανοδική τάση υπέρ των αυτοδύναμων, κορυφώνεται λίγο πριν τις εκλογές του 2000 και γίνεται πλειοψηφική (54%). Ωστόσο, η κοινωνική υποστήριξη προς τις αυτοδύναμες-μονοκομματικές κυβερνήσεις δεν θα έχει διάρκεια.
3. Ο επόμενος εκλογικός κύκλος 2000-2004, θα σφραγισθεί από την ανερχόμενη επιρροή της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή, η οποία από το φθινόπωρο του 2000, θα αποκτήσει το προβάδισμα στην εκλογική επιρροή· προβάδισμα, που θα καταλήξει στην ευρεία νίκη της επί του ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του Μαρτίου 2004 (45,4%, έναντι 40,6%).
Σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο (2000-2004), οι προτιμήσεις για τη μορφή της κυβέρνησης ακολουθούν αντίστροφη πορεία, με αποτέλεσμα από την άνοιξη του 2002, οι προτιμήσεις υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, εφεξής, να επικρατήσουν για σχεδόν δύο δεκαετίες. Σημείο καμπής, ενδεχομένως, να αποτέλεσε η ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ (1/1/2002) και η «έκρηξη» του φιλοευρωπαϊσμού που την συνόδευσε, δεδομένου ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας αποτελούν τον κανόνα στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Περίοδος 2004-2009
4. Στην περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ (2004-2007, 2007-2009) η προτίμηση συμμαχικών κυβερνήσεων θα εξακολουθήσει να αποτελεί την πρωτεύουσα επιλογή του εκλογικού σώματος. Μάλιστα, το καλοκαίρι του 2007 (όταν η χώρα συνταράσσεται από τις πυρκαγιές της Πάρνηθας και της Ηλείας ), η υποστήριξη στις κυβερνήσεις συνεργασίας καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό κοινωνικής αποδοχής της δεκαετίας, 61% (Ιούνιος 2007 – Διάγραμμα 1). Ωστόσο, η κοινωνική προτίμηση υπέρ των συμμαχικών κυβερνήσεων, στην διετία 2007-2009, θα παραμείνει σχετικά περιορισμένη (Ο μέσος όρος της διαφοράς συνεργασίας-αυτοδύναμες υπολογίζεται σε 12%).
5. Τον Οκτώβριο 2009, το ΠΑΣΟΚ με τον Γ. Παπανδρέου θα επιστρέψει στην κυβέρνηση, συντρίβοντας τη ΝΔ στις εκλογές, με 43,9% και διαφορά από αυτήν 10,4%. Τον Μάιο του 2010, θα προσφύγει στο ΔΝΤ, υπογράφοντας το 1ο Μνημόνιο ενώ τον Νοέμβριο του 2011, ο διπλά εκλεγμένος πρωθυπουργός και πρόεδρος του κόμματος θα εξαναγκασθεί σε διπλή ταπεινωτική παραίτηση, από τους δανειστές της χώρας.
Η περίοδος των Μνημονίων
Η νέα πολιτική πραγματικότητα της μνημονιακής περιόδου, είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί σημαντικά η κοινωνική υποστήριξη προς τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Τον Ιούλιο του 2011 (εν μέσω κινήματος πλατειών), η προτίμηση υπέρ των πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας βρίσκεται στο 55%, ενώ η προτίμηση για τις αυτοδύναμες έχει υποχωρήσει στο 14%. (Ο μέσος όρος της διαφοράς συνεργασίας-αυτοδύναμες, στην περίοδο 2009-2012 εκτινάχθηκε τώρα σε 29%, έχει δηλαδή υπερδιπλασιαστεί). Θα πρέπει να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι στην περίοδο από το Δεκέμβριο του 2010, έως τον Νοέμβριο του 2011, η προτίμηση για «οικουμενική» κυβέρνηση εμφανίζει ποσοστό περί το 20%.
Δυστυχώς η διαθέσιμη χρονοσειρά δεδομένων δεν καλύπτει τη διετία 2013-2014 (δεν υπάρχει αντίστοιχη μέτρηση) και επομένως δεν γνωρίζουμε πως εξελίσσονται οι στάσεις της κοινής γνώμης, μέχρι την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015. Γνωρίζουμε όμως ότι η εκλογική νίκη του εκτόξευσε τις κοινωνικές προσδοκίες για τερματισμό των πολιτικών της λιτότητας και πυροδότησε μια πρωτοφανή κοινωνική συσπείρωση περί την κυβέρνηση (rally effect)· συσπείρωση, που μπορεί να συγκριθεί μόνον με την αντίστοιχη στη ΝΔ, το 1974 και στο ΠΑΣΟΚ, το 1981. Η διαφορά βεβαίως είναι, ότι σε αντίθεση με εκείνες τις κυβερνήσεις, που ήταν αυτοδύναμες διότι στηρίζονταν σε ποσοστά 54,4% και 48,1% αντίστοιχα, το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ τώρα, 36,3%, επιβάλλει την κυβέρνηση συνεργασίας με την αντιμνημονιακή δεξιά, τους ΑΝΕΛ.
Επομένως, μπορεί κανείς να υποθέσει, εύλογα, ότι η εκτίναξη των κοινωνικών προτιμήσεων υπέρ της συμμαχικής μορφής διακυβέρνησης που προσέγγισε τον Ιανουάριο του 2015, το μέγιστο σημείο της διαθέσιμης χρονοσειράς, 75%, οφείλεται σε αυτήν ακριβώς την πολιτική ευφορία, που δημιουργήθηκε στο Α’ εξάμηνο του 2015, όταν η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν ακόμη με την τρόικα.
6. Από το 2015 μέχρι το 2017, η κοινωνική υποστήριξη στις κυβερνήσεις συνεργασίας εξακολουθεί να πλειοψηφεί, ακολουθώντας όμως πλέον φθίνουσα πορεία. Το καλοκαίρι του 2018, με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η ιδεολογικά ετερόκλητη κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αρχίζει να κλυδωνίζεται. Η αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση, τον Ιανουάριο του 2019, λόγω της υπερψήφισης της συμφωνίας, οδηγεί σε κυβερνητική κρίση και προκαλεί «αναταράξεις». Ταυτόχρονα, ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να διατηρήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία (έχει μείνει με 145 βουλευτές) και να εξασφαλίσει την ολιγόμηνη επιπλέον παραμονή του στην κυβέρνηση, υιοθετεί παλαιοκομματικές πρακτικές με μεταγραφές βουλευτών από άλλους ιδεολογικούς χώρους, που θυμίζουν παλαιότερες εποχές κρίσης του κοινοβουλευτισμού, καταδικασμένες στη συνείδηση της κοινής γνώμης.
Η υποχώρηση της κοινωνικής υποστήριξης στις συμμαχικές κυβερνήσεις
Αυτές οι πολιτικές εξελίξεις θα δυσφημίσουν και θα απαξιώσουν σταδιακά σε μεγάλο βαθμό τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Ως αποτέλεσμα, η κοινωνική υποστήριξη για αυτές θα προσγειωθεί από το 75% του Ιανουαρίου 2015, στο 47% τις παραμονές των εκλογών του Ιουλίου 2019, όταν η κοινωνική προτίμηση για μονοκομματικές κυβερνήσεις αποκτά -για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες- το προβάδισμα (48%).
Με αφετηρία το 2011 και μέχρι το 2019, και οι τέσσερις (4) κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου, υπήρξαν κυβερνήσεις τρικομματικής ή δικομματικής συνεργασίας. α) Η κυβέρνηση του δοτού Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου (2011-2012), στηρίχθηκε από τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ. β) Μετά τον εκλογικό σεισμό του Μαΐου 2012 και την κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έλαβαν μαζί μόλις 32%!), η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά (2012-2015) στηρίχθηκε από τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, μέχρι την αποχώρησή της, τον Ιούνιο του 2013, με αφορμή το κλείσιμο της ΕΡΤ. γ) Οι κυβερνήσεις Τσίπρα (2015-2019), στηρίχθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ (μέχρι 1/2019).
Η κοινωνική αποδοκιμασία της διακυβέρνησης του 2015-2019, είχε ως αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2019, η ΝΔ να επιστρέψει «αυτοδύναμη» στην κυβέρνηση. Από τον Μάρτιο του 2020 και για σχεδόν δύο χρόνια, η διακυβέρνηση της χώρας και η καθημερινότητα των πολιτών καθορίζεται από την αναγκαστική κρατική διαχείριση της πανδημίας.
Η αρνητική εμπειρία από τις τέσσερεις (4) κυβερνήσεις συνεργασίας της μνημονιακής περιόδου (2011-2019), συγκρούεται με την κοινωνική δυσαρέσκεια που προκάλεσε η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη, στον εκλογικό κύκλο της τελευταίας διακυβέρνησης, 2019-2023. Η ΝΔ έχει υποστεί σημαντική φθορά από τη διακυβέρνηση που άσκησε. Σημείο καμπής αποτέλεσε η πρωτοφανής κοινωνική κινητοποίηση που ακολούθησε την πρόσφατη τραγωδία στα Τέμπη(28/2/2023) και η οποία αποτελεί ρεκόρ 12ετίας. Υπολογίζεται ότι πάνω από 2.500.000 άτομα πήραν μέρος πανελλαδικά σε κινητοποιήσεις.
(βλέπε σχετικά: https://www.publicissue.gr/mov_mar_23/ ).
Ούτε αυτοδύναμες, ούτε συνεργασίας
Η σύγκρουση αυτών των δύο τάσεων έχει ως αποτέλεσμα να μην συγκεντρώνουν, σήμερα, την πλειοψηφία των προτιμήσεων της κοινής γνώμης, ούτε οι πολυκομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας, ούτε όμως και οι αυτοδύναμες – μονοκομματικές. Μάλιστα, οι δύο μορφές κυβέρνησης εμφανίζουν ισοδύναμα το ίδιο μειοψηφικό ποσοστό, 36% (Διάγραμμα 2).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2
Αντίστοιχη διαχρονική ισοδυναμία, στο τελευταίο τρίμηνο, προκύπτει και άλλες έρευνες κοινής γνώμης. Βλέπε πχ. την συνδρομητική έρευνα της Metron Analysis, Metron Forum 2.0 (Απρίλιος 2023), όπου το σχετικό ερώτημα τίθεται διχοτομικά, χωρίς όμως ενδιάμεση θέση (51% υπέρ των μονοκομματικών, έναντι 47% υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας).
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερασπίζεται τις «αυτοδύναμες, μονοκομματικές κυβερνήσεις», δεν έχει όμως καταφέρει να διευρύνει την κοινωνική αποδοχή τους, πέραν από τη εκλογική βάση της ΝΔ (Διάγραμμα 3).
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3
Επιπλέον, το επιχείρημα που προβάλλεται, ότι δήθεν μόνον αυτές εξασφαλίζουν την «πολιτική σταθερότητα» δεν αληθεύει. Είναι γνωστά τα ιστορικά παραδείγματα πολλών αυτοδύναμων-μονοκομματικών κυβερνήσεων, που αν και ξεκίνησαν ισχυρότατες, κατέρρευσαν με κρότο. Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κυβέρνηση του Γ.Παπανδρέου (2009-2011).
Με την καθιέρωση της απλής αναλογικής τον Ιούλιο του 2016 (Ν.4406/2016), ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε να κατοχυρώσει τη θέση του κόμματός του στο κομματικό σύστημα της μνημονιακής διακυβέρνησης, βλέποντας τη φθίνουσα πορεία της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε μετά το Δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα στόχευε στην ανασύνταξη της υπονομευμένης από τα Μνημόνια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γιατί αυτό απαιτεί πολύ περισσότερα πράγματα από την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να προτείνει σήμερα κυβέρνηση «προοδευτικής» συνεργασίας, αλλά βρίσκεται σε στρατηγική αμηχανία. Όχι μόνο γιατί δεν έχει βρει κυβερνητικούς συνομιλητές, αλλά και επειδή διέπραξε σοβαρά πολιτικά λάθη, αλλάζοντας διαρκώς γραμμή και υπονομεύοντας την λογική της απλής αναλογικής. Αρχικά, αρνούμενος οποιαδήποτε προεκλογική συζήτηση για προγραμματική συμφωνία. Ύστερα, θέτοντας ως προτεραιότητα τον «εκλογικίστικο» και μη-ρεαλιστικό στόχο για εκλογική νίκη («πρώτο κόμμα», απορρίπτοντας ταυτόχρονα την «κυβέρνηση των ηττημένων»). Έδειξε επομένως να αγνοεί την ουσία του ζητήματος, που είναι η διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Στη συνέχεια, επέδειξε ανεπίτρεπτη αλαζονεία, λέγοντας ότι τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τα κόμματα της Αριστεράς, «ανεξάρτητα από το τι λένε προεκλογικά», θα «εξαναγκασθούν» και θα «συρθούν» τελικά στην υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Αργότερα, όταν και αυτή η γραμμή δεν «περπάτησε», μίλησε για ψήφο «ανοχής», και πάλι χωρίς καμιά προγραμματική συμφωνία.
Η αδυναμία των κομμάτων διακυβέρνησης
Η διαφαινόμενη εκλογική κάμψη των κομμάτων, τα οποία διαχειρίστηκαν τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία 15 χρόνια (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ), δεν οφείλεται προφανώς στο εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που θα ισχύσει στην αναμέτρηση του προσεχούς Μαΐου. Οφείλεται στις πολιτικές που ακολουθούν. Η σημερινή αδυναμία τους σημαίνει πολύ απλά, ότι δεν πείθουν το εκλογικό σώμα για τις πολιτικές τους. Επιπλέον, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και το ζήτημα της «σύγκλισης» των κομμάτων διακυβέρνησης. Προφανώς όχι σε όλες, αλλά στις περισσότερες και σημαντικότερες πολιτικές που εφαρμόζονται, οι διαφορές τους είναι δυσδιάκριτες ή και ανύπαρκτες. Έγκυρη απόδειξη για αυτό αποτελεί το ίδιο το νομοθετικό έργο της απερχόμενης Βουλής. Εύκολα διαπιστώσει κανείς, ότι η λεγόμενη «νομοθετική συναίνεση» μεταξύ τους είναι πολύ υψηλή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Vouliwatch, για την περίοδο 2019-2021, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ψήφισαν μαζί το 69,8% των νομοσχεδίων που κατατέθηκαν, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ ψήφισαν μαζί το 48,4%, ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ μαζί το 69,2%.
Για αυτό καταγράφεται και ο διχασμός του εκλογικού σώματος (36%-36%), που δεν φαίνεται να πείθεται από τις προσφερόμενες λύσεις, είτε μιας «αυτοδύναμης» είτε μιας «συμμαχικής κυβέρνησης». Εν κατακλείδι, η αδυναμία των κομμάτων διακυβέρνησης δεν ξεπερνιέται «βουλησιαρχικά», με προσφυγή αποκλειστικά στην κινδυνολογία (ΝΔ) ή την αόριστη επίκληση της «προοδευτικότητας» (ΣΥΡΙΖΑ). Το εκλογικό σώμα παραμένει επιφυλακτικό και σε τελική ανάλυση θα επιβάλλει στα κόμματα την βούλησή του.
Πηγή: mavris.gr