Πριν από τρία χρόνια, ένα πράγμα που λεγόταν «κορονοϊός» άρχισε να πλημμυρίζει τα μέιλ μας και μια μάλλον σκοτεινή ομάδα με το όνομα «επιδημιολόγοι» εμφανιζόταν στα κανάλια για να προειδοποιήσει ότι ερχόταν η καταστροφή. Ηταν μια περίεργη εποχή, μια εποχή ανασφάλειας, που μας έκανε όλους να αναρωτιόμαστε τι θα ακολουθούσε.
Την περασμένη εβδομάδα, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας κήρυξε το τέλος του συναγερμού για την Covid. Αυτό μπορεί να φαίνεται περίεργο για πολλούς στη Δύση, αφού το εμβολιαστικό πρόγραμμα έχει προσφέρει εδώ και καιρό μια εκτεταμένη ανοσία. Για χώρες όμως που δεν είχαν πρόσβαση σε φάρμακα που η Δύση αγόρασε μαζικά, η ιστορία είναι κάπως διαφορετική.
Τελικά, πώς τα βγάλαμε πέρα; Τι μάθαμε εμείς οι Βρετανοί για τον εαυτό μας; Ισως το συναρπαστικότερο πράγμα είναι το πώς δύο διαφορετικές απόψεις οδήγησαν από νωρίς σε δύο ανταγωνιστικές ιδεολογίες. Στο ένα στρατόπεδο ήταν οι σκεπτικιστές, που υποστήριξαν ότι η αντίδραση ήταν υπερβολική, χλεύασαν τους περιορισμούς και επέκριναν την κυβέρνηση επειδή σταμάτησε την οικονομία. Υπουργοί συγκρίθηκαν με τους φασίστες λόγω της στροφής τους προς τον αυταρχισμό και το κράτος χαρακτηρίστηκε «αστυνομικό».
Στο άλλο στρατόπεδο ήταν η ταξιαρχία της μηδέν Covid, που υποστήριξε ότι έπρεπε να έχει επιβληθεί λοκντάουν νωρίτερα, και με αυστηρότερους όρους, και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι με το άνοιγμα της οικονομίας έθεσε σε κίνδυνο τους ευάλωτους και τους ηλικιωμένους.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι αναλυτές επισήμαναν ότι η πανδημία αποκάλυψε πάνω απ’ όλα το περιεχόμενο της σύγχρονης πόλωσης, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο τα στρώματα του πληθυσμού συνασπίζονται σε ανταγωνιστικές ομάδες διαδικτυακών «πολεμιστών». Αυτό είναι αποτέλεσμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είπαν, των κινήτρων δηλαδή που προσφέρουν οι αλγόριθμοι στην έκφραση ακραίων απόψεων.
Αν κοιτάξουμε όμως λίγο βαθύτερα, συνειδητοποιούμε ότι το μεγάλο μέρος των Βρετανών δεν πείστηκε από καμιά εκ των δύο ακραίων θεωριών. Η σιωπηρή πλειοψηφία αντιλαμβανόταν τα διλήμματα που αντιμετώπιζαν οι υπουργοί και τις δυσκολίες που υπήρχαν στη λήψη αποφάσεων σε μια εποχή αβεβαιότητας. Αυτό φάνηκε επίσης και από τον αριθμό των ανθρώπων που έσπευσαν να βοηθήσουν τους ευάλωτους γείτονές τους και ζητούσαν να κατεβούν οι τόνοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αναφέρομαι σε μια ιδέα που έχει σημειώσει υποχώρηση τα τελευταία χρόνια: τη σοφία του λαού ή του δήμου. Η σιωπηλή αυτή πλειοψηφία είναι εκείνη που εξασφάλισε ότι η δύσκολη περίοδος που περάσαμε δεν σημαδεύτηκε από μια οργισμένη εξέγερση ή μια γενικότερη αναταραχή. Όλοι αυτοί -εμείς- ακολούθησαν τις οδηγίες, όχι επειδή ήταν πρόβατα ή πίστευαν ότι οι οδηγίες αυτές ήταν οι καλύτερες δυνατές (συχνά δεν ήταν), αλλά επειδή αναγνώριζαν πως όταν αρχίζουμε να επιλέγουμε ποιους κανόνες θα ακολουθήσουμε, ξεκινούν τα προβλήματα.
Όταν έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν θεωρίες συνωμοσίας και πολλοί αναλυτές προέβλεψαν ότι οι πολίτες θα παρασύρονταν από τα fake news, η κοινή γνώμη αντέδρασε ψύχραιμα, σήκωσε τα μανίκια και εμβολιάστηκε με χαμόγελο. Αυτός είναι ο λόγος που δεν φεύγει από το μυαλό μου η ιδέα ενός στρατού μυρμηγκιών: ενός είδους που είναι αδύναμο και ευάλωτο σε ατομικό επίπεδο, αλλά δείχνει μια βαθιά ευφυΐα όταν λειτουργεί ως ομάδα. Έτσι λειτουργούν και οι άνθρωποι. Μόνο που αντί να ακολουθούμε τη μυρωδιά της φερομόνης, λειτουργούμε με βάση κοινωνικούς και ηθικούς θεσμούς που μας επιτρέπουν να λαμβάνουμε αποκεντρωμένες αποφάσεις.
Δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι τα κάναμε όλα τέλεια. Ούτε υποτιμώ τον πόνο που νιώσαμε, τις ζωές που χάθηκαν, τα παιδιά που τους έλειψαν οι φίλοι τους, τους εργαζόμενους που ανέλαβαν ρίσκα για να σώσουν τους υπόλοιπους. Ίσως τα μεγαλύτερά μας λάθη έχουν να κάνουν με τους οίκους ευγηρίας, τα σχολεία και την περίθαλψη ασθενών που δεν έπασχαν από Covid. Το μεγάλο μας κέρδος, όμως, ήταν ότι διαψεύστηκε μια θεωρία που κυκλοφόρησε στην αρχή της πανδημίας, σύμφωνα με την οποία οι δημοκρατίες διέρχονταν κρίση και η χώρα που έδινε το παράδειγμα ήταν η ολοκληρωτική Κίνα. Σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι τα πιο εντυπωσιακά εμβόλια τα ανέπτυξε η Δύση και ότι το μοίρασμα των πληροφοριών έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αντιθέτως, εφάρμοσε για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα μια δρακόντεια πολιτική Μηδέν Covid, ανέπτυξε λιγότερο αποτελεσματικά εμβόλια και έλεγε συνεχώς ψέματα.
Να γιατί αισθανόμαστε σήμερα πιο αισιόδοξοι γι’ αυτό που ο Τσόρτσιλ αποκάλεσε «τη χειρότερη μορφή διακυβέρνησης με εξαίρεση όλες τις άλλες που έχουν δοκιμαστεί κατά καιρούς», δηλαδή τη δημοκρατία. Αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι υπάρχουν δύο πραγματικότητες σε αυτή την περίεργη εποχή: αυτό που συμβαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αυτό που συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο. Συχνά οι ελίτ κάνουν το λάθος να δίνουν υπερβολική σημασία στο πρώτο.
(*) Ο Μάθιου Σιέντ είναι αρθρογράφος των Times
(Πηγή: The Times)