Η προεκλογική περίοδος βρίσκεται προς την ολοκλήρωσή της και θα φτάσει στις εκλογές της 21ης Μαΐου μετά από την πλήρη ανάπτυξη τεσσάρων εβδομάδων. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι όλο αυτό συμβαίνει μετά την ανακήρυξη των συνδυασμών που λαμβάνουν μέρος στις εκλογές, γεγονός που, όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν είναι καθόλου τυπικό και ανώδυνο όπως συνέβαινε μέχρι τώρα.
Είναι μία πρώτη ιδιοτυπία των προσεχών εκλογών, με ειρωνικό χαρακτηριστικό σε σχέση με το κομματικό μόρφωμα για το οποίο συζητάμε, ότι η ανακήρυξη των κομμάτων θα συμπίπτει με την επέτειο της κρίσης που ταλάνισε την Ελλάδα και το ανέδειξε στην πολιτική μας ζωή.
Του Πάνου Σταθόπουλου, Δ/τή Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής
Ήταν 6 Μαΐου 2010 (την επομένη του ολοκαυτώματος στην MARFIN, για να μην ξεχνιόμαστε επίσης) όταν η ελληνική Βουλή ψήφισε το πρώτο μνημόνιο και ήρθαν τα πάνω-κάτω. Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι του ισχυρότερου στην πολιτική μας ιστορία δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) βρέθηκαν συρρικνωμένοι να συγκυβερνούν, μέχρι να χάσουν από τις «αντιμνημονιακές δυνάμεις», οι οποίες όμως έφεραν νέο μνημόνιο διπλασιάζοντας στην ουσία τον χρόνο «επιτροπείας». Βεβαίως, έχασαν στις τελευταίες εκλογές, αλλά, πριν η χώρα συνέλθει, ήρθε η μεταναστευτική κρίση και ακραία ελληνοτουρκική ένταση, ο κορονοϊός με τις απίστευτες επιπτώσεις του και μετά ο πόλεμος στην Ουκρανία με ενεργειακή κρίση, πληθωριστικές πιέσεις και συνακόλουθη ακρίβεια. Συμπεραίνεται επομένως μία δεύτερη ιδιοτυπία που δίνει χαρακτήρα στην τελευταία κοινοβουλευτική περίοδο και επηρεάζει με τον τρόπο της τις εκλογές. Δεν έχουμε ξαναγνωρίσει σε τέτοια πυκνότητα μία συνεχή διαδοχή σημαντικών, αν όχι ακραίων, δυσμενών έκτακτων γεγονότων.
Παρόλα αυτά, η Ελλάδα στάθηκε όρθια. Ο απολογισμός διαχείρισης της τρέχουσας κυβέρνησης ήταν αναμφισβήτητα θετικός σε όλες τις περιπτώσεις, παρά τα λάθη και αστοχίες που εκ των πραγμάτων υπήρξαν. Γι’ αυτό και έχει καταφέρει μέχρι τώρα κάτι ανεπανάληπτο. Επί 7 και πλέον χρόνια (μετά την ανάδειξη στη ηγεσία της ΝΔ τον Ιανουάριο 2016 του Κυριάκου Μητσοτάκη), ποτέ άλλοτε δεν καταγράφηκε να προηγείται σταθερά και με διαφορά για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα το ίδιο κόμμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις, όχι μόνο όταν ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και στην δοκιμασία της διακυβέρνησης. Είναι μία τρίτη ιδιοτυπία, που συνδέεται άμεσα και με μία τέταρτη. Η κυβέρνηση εξάντλησε ουσιαστικά τον προβλεπόμενο χρόνο της κοινοβουλευτικής θητείας, γεγονός που δεν έχει εμφανιστεί άλλοτε στην Ελλάδα χωρίς το κυβερνών κόμμα να αναμένει την ήττα του. Στις ελάχιστες δηλαδή περιπτώσεις που υπήρξε εξάντληση 4ετίας, το κυβερνών κόμμα δεν διεκδικούσε στην πράξη την επανεκλογή του (1981, 1989 και 2004 στα χρόνια της μεταπολίτευσης).
Το συμπέρασμα της σημαντικής υπεροχής του κυβερνώντος κόμματος ( που, προς τιμήν του, επέμεινε θεσμικά στην εξάντληση της 4ετίας), δεν φαίνεται να αναιρείται ούτε μετά από τα δύο μεγάλα συμβάντα που διατάραξαν τον τελευταίο χρόνο της κοινοβουλευτικής περιόδου. Οι υποκλοπές και τα Τέμπη θα μπορούσε να κλονίσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση, αν δεν διέθετε στέρεη βάση αποδοχής-υποστήριξης, με δεδομένο επίσης ότι ο πρωθυπουργός αντέδρασε άμεσα στις δύο περιπτώσεις και οι διορθωτικές παρεμβάσεις του, αναλαμβάνοντας την ευθύνη που του αναλογεί, δοκιμάζονται ήδη στην κρίση της κοινής γνώμης. Άλλωστε, ενώ τα Τέμπη είναι λογικό να χρεώνονται κατά βάση στην κυβέρνηση, την ίδια ώρα, οι πολίτες της πιστώνουν (και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη), ότι είναι το καταλληλότερο κόμμα να αντιμετωπίσει τις χρόνιες παθογένειες που ταλαιπωρούν αυτή τη χώρα. Είναι, ας πούμε, μία ακόμα ιδιοτυπία, που θα παίξει ασφαλώς ρόλο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εκλογική συμπεριφορά.
Ενώ όμως είναι σαφές ότι η κυβέρνηση διεκδικεί με αξιώσεις την επανεκλογή της, βρίσκεται απέναντι σε μία ακόμα, την κυριότερη, ιδιοτυπία των προσεχών εκλογών: την μεταβολή των «όρων του παιχνιδιού». Το αναλογικό εκλογικό σύστημα, έχει εμφανιστεί στην Ελλάδα μόνο άλλη μία φορά στα τελευταία 73 χρόνια (μετά το 1950), όταν το 1989 υπήρξε αιφνίδιο εμπόδιο στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία του προπορευόμενου κόμματος. Χρειάστηκαν τρεις εκλογές μέχρι να σχηματιστεί τότε αυτοδύναμη κυβέρνηση, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται ότι ήταν στο χέρι των ψηφοφόρων να αποτρέψουν την εξέλιξη ψηφίζοντας διαφορετικά, αλλά δεν το έκαναν.
Το ίδιο είναι πιθανό να αντικρίσουμε και στην τρέχουσα συγκυρία, με τη διαφορά, ότι στις δεύτερες εκλογές θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος διευκολύνοντας την εκδοχή της αυτοδυναμίας. Είναι ασφαλώς στο χέρι των πολιτών να δείξουν πάλι τον δρόμο, πρώτα απ’ όλα στον καθοριστικό σταθμό της 21ης Μάϊου. Όσο κι αν, ειρωνικά θα έλεγε κανείς για τα εξαγόμενα της αναλογικής, τα τρέχοντα στοιχεία υποδεικνύουν ότι μπορεί και να μην προκύπτει, έστω θεωρητικά-αριθμητικά, κάποιο σχήμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτή κυβέρνηση συνεργασίας, ας μην προδικάζουμε. Αλλά και να μην αγνοούμε την γενική ασάφεια που περιγράφεται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης η οποία έφτασε πρόσφατα μέχρι την εκδοχή σχήματος που δεν θα έχει μεν πλειοψηφία, αλλά «ανοχή» της Βουλής.
Όλα αυτά θα μπορούσε και να δικαιολογηθούν μόνο με την έννοια ότι στην Ελλάδα δεν είμαστε καθόλου συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις. Σε όλες τις χώρες όμως που υπάρχει παράδοση αναλογικής με κυβερνήσεις συνεργασίας, θεωρείται ως απαράβατος όρος να έχουν διευκρινιστεί προεκλογικά, με ευθύνη, οι μετεκλογικές προθέσεις των κομμάτων. Οι ψηφοφόροι απαιτούν να γνωρίζουν, για να το λάβουν υπόψη τους πριν ψηφίσουν. Προφανώς, αυτό δεν είναι ιδιοτυπία, αλλά στοιχειώδης αρχή δημοκρατικής λειτουργείας.