Αν εξαιρέσουμε τους κινηματογραφικούς και τους ποδοσφαιρικούς αστέρες, από το 1940 και μετά υπήρξαν δύο μονάχα πραγματικά λαϊκά είδωλα, τα οποία επιζούν ως τις μέρες μας. Το ένα είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης, το άλλο ο Άρης Βελουχιώτης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ένα θεατρικό έργο με θέμα τον Άρη Βελουχιώτη παίζεται εδώ και χρόνια, με μεγάλη επιτυχία. Το ίδιο, πιθανότατα πολύ πιο έντονα, θα συνέβαινε σε όλες τις δεκαετίες του εικοστού αιώνα που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1940. Ο Άρης Βελουχιώτης υπήρξε και εξακολουθεί να παραμένει λαϊκό είδωλο, παρά την εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η μνήμη του από τις εξουσίες, καπιταλιστικές και κομμουνιστικές και παρά την έντονη δυσφήμιση που υπέστη από τους πραγματικούς του λαϊκούς αντιπάλους, οι οποίοι ομοθυμαδόν του απέδωσαν την ιδιότητα του σφαγέα.
Ο Βελουχιώτης παραμένει λαϊκό είδωλο και αυτό δεν προκύπτει από μια συστηματική μελέτη και κατανόηση των ιστορικών γεγονότων, αλλά από πολύ απλούστερες προσεγγίσεις: ήταν ο λαϊκός αγωνιστής ο οποίος οδηγήθηκε στο θάνατο επειδή αρνήθηκε να υποκύψει, την ώρα που τον καταδίωκαν εχθροί και φίλοι. Ειδικά οι σημερινοί «φίλοι» μπορούν να επιβεβαιώνουν τη λατρεία τους προς το ίνδαλμα Βελουχιώτη χωρίς επιφυλάξεις πλέον, αφού το Κόμμα πρόσφατα του απέδωσε και πάλι την κομματική του ιδιότητα, δηλαδή την κομματική του τιμή.
Είναι προφανές πόσο κοντά στο παράλογο λειτουργούν όλ’ αυτά. Δηλαδή όλα, με εξαίρεση το ακόμα ισχυρό λαϊκό αίσθημα, το οποίο δεν δείχνει σημεία κόπωσης και υποχώρησης.
Η παράσταση τώρα: Είναι μια συμβατική αναπαραγωγή βασικών μοτίβων της λαϊκής μυθολογίας για τον λαϊκό ήρωα. Κάποια παρουσιάζονται αναλυτικά, κάποια άλλα αποσιωπούνται. Απουσιάζουν εντελώς οι αρνητικές πλευρές του Άρη Βελουχιώτη κατά τη θυελλώδη δράση του ως πολέμαρχου (1942-44) ιδιαίτερα όσες έχουν σχέση με τις εμφύλιες κατοχικές συγκρούσεις. Το ίδιο οι αντιφατικές πολιτικές του επιλογές του 1945, όπως η ίδρυση του ΜΕΑ και του ΕΛΑΣ-Ν (αντί ΕΑΜ και ΕΛΑΣ) παράλληλα με την «κομματική» του λειτουργία. Ο θεατρικός λόγος εμπεριέχει μακροσκελή αποσπάσματα επιστολών, διαταγών, εγκυκλίων κλπ, καθώς και πολλά ονόματα, τα οποία λίγοι θεατές μπορούν να «ακούσουν» και να κατανοήσουν και ελάχιστοι μπορούν να τα τοποθετήσουν στο ιστορικό τους πλαίσιο. Μια ακόμα αδυναμία είναι η θολή και αβέβαιη προσπάθεια σύνδεσης της δεκαετίας του ’40 με το σήμερα. Η (εκλιπούσα) συγγραφέας Σοφία Αδαμίδου έχει προσπαθήσει πολύ, έχει λειτουργήσει με ευθύτητα και τιμιότητα, αλλά αυτό που έδωσε ως θεατρικό κείμενο δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στην ιστορική – πολιτική φυσιογνωμία του Βελουχιώτη. Μοιραία, αφού η πολιτική απόδοση υστερεί, υπερτονίζονται οι ανθρώπινες αντιδράσεις – με συνευθύνη στο σημείο αυτό του σκηνοθέτη – ηθοποιού Τάσου Σωτηράκη.
Στην παράσταση συμβάλλουν θετικά τα μουσικά μέρη (Villagers of Ioannina City, το μελοποιημένο από την Ερωφίλη ποίημα της μητέρας Αγλαΐας Κλάρα για τον νεκρό γιό της και τα κομμάτια του Βασίλη Καραγιάννη) αν και στη παράσταση που παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Αμαλία» η μουσική δεν αναδείχτηκε όσο έπρεπε, καθώς «μπούκωνε» το μικρό χώρο. Δεν λειτούργησαν θετικά τα (χιλιοπαιγμένα) στιγμοιότυπα «εποχής».
Αξίζει να σημειωθεί η θρησκευτική ευλάβεια με την οποία το κοινό (ανάμικτες ηλικίες) παρακολούθησε την παράσταση: στις σιωπές του Σωτηράκη, καρφίτσα να έπεφτε στο πάτωμα, θα ακουγόταν. Θερμό ήταν και το χειροκρότημα στο τέλος.
Ο Τάσος Σωτηράκης επί 90 λεπτά ξεδιπλώνει έναν ερμηνευτικό άθλο, ακολουθώντας τις σταθερές που έχει επιλέξει η συγγραφέας για τον Βελουχιώτη, αλλά και τις δικές του σκηνοθετικές επιλογές. Αμφότερες έχουν αδυναμίες, αλλά και στιγμές έμπνευσης. Η μακροβιότητα της παράστασης έδειξε (πέρα από τη δύναμη του ίδιου του λαϊκού ειδώλου) ότι το κοινό ανταποκρίνεται και εγκρίνει.
Ο Άρης Βελουχιώτης, από θεατρική άποψη, είναι ένα «ιδανικό» τραγικό πρόσωπο, με την κλασική έννοια: Διαθέτει ύψη και αβύσσους, η ανθρώπινη και κυρίως η πολιτική διαχείριση των οποίων τελικά τον συντρίβει. Έχω την εντύπωση ότι μια θεατρική του απόδοση θα είναι τόσο περισσότερο αντιδημοφιλής όσο θα βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Ο συγκεκριμένος θεατρικός «Άρης» υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής γιατί βασίστηκε σε μια mainstream «αριστερή» μυθολογία. Αυτή ήταν η μεγάλη του δύναμη και, ταυτόχρονα, η μεγάλη του αδυναμία.