Σε επείγουσα ανοιχτή επιστολή του προς την UNESCO, ως στενός της συνεργάτης το WHW, που είναι από τους κορυφαίους ανεξάρτητους οργανισμούς στη διαφύλαξη των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς ανά την υφήλιο, προτρέπει τον Οργανισμό να μην αγνοήσει «τις καταστροφικές κατασκευές που γίνονται στην Ακρόπολη» και με σκληρή γλώσσα κατηγορεί την πολιτική ηγεσία του ελληνικού υπουργείου ότι «παραποιεί τα πορίσματα της πρόσφατης Μικτής Συμβουλευτικής Αποστολής της UNESCO, παρουσιάζοντάς τα ως έγκριση των έργων και των σχεδίων του».
Μια «βόμβα» σκάει στα χέρια της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, ελάχιστες ημέρες πριν από τις εκλογές, σταλμένη εκ μέρους του Παρατηρητηρίου Παγκόσμιας Κληρονομιάς (World Heritage Watch-WHW) και του πρόεδρου του, Stephan Doempke.
Σταλμένη όμως όχι σ’ εκείνην αλλά με τη μορφή επείγουσας ανοιχτής επιστολής προς την ΟΥΝΕΣΚΟ: με χθεσινή ημερομηνία, το WHW προτρέπει τον Οργανισμό να μην αγνοήσει «τις καταστροφικές κατασκευές που γίνονται στην Ακρόπολη» και να συζητήσει την κατάσταση στην επόμενη Σύνοδο της Επιτροπής Παγκόσμιας Κληρονομιάς τον Σεπτέμβριο. Ζητά ακόμα από την UNESCO να εγγράψει την Ακρόπολη στον Κατάλογο Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς σε Κίνδυνο και να ζητήσει από την Ελλάδα να σταματήσει όλες τις κατασκευαστικές δραστηριότητες στην Ακρόπολη, μέχρι να εκδοθεί τελική απόφαση για τα έργα που υλοποιήθηκαν και για όσα προγραμματίζονται.
Σκεφτείτε, όμως, ότι αυτό είναι το λιγότερο. Διότι υπάρχει και ακόμα σοβαρότερο: ότι στην επιστολή αυτή το Παρατηρητήριο κατηγορεί ανοιχτά το ελληνικό ΥΠΠΟ: «είναι σαφές ότι το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού παραποιεί τα πορίσματα της πρόσφατης Μικτής Συμβουλευτικής Αποστολής της UNESCO, παρουσιάζοντάς τα ως έγκριση των έργων και των σχεδίων του από τον Οργανισμό», αναφέρεται σε σχετικό επεξηγηματικό δελτίο Τύπου, που με τίτλο «Το World Heritage Watch πιέζει την UNESCO να σταματήσει την καταστροφή στην Ακρόπολη», μας πληροφορεί για την επιστολή.
Αλλά στην ίδια την επιστολή γίνεται λόγος και για κάτι ακόμα. Υπονοείται ότι «μη τεχνικοί παράγοντες ενδέχεται να επηρέασαν την Εκθεση» και αφήνει να εννοηθεί ξεκάθαρα η πιθανότητα άσκησης πολιτικών πιέσεων από την Ελλάδα, ώστε τα έργα να λάβουν το «πράσινο φως» από το επίλεκτο σώμα των απεσταλμένων: «Τα μέλη της αποστολής, αναιτιολόγητα, αποδέχτηκαν τις εξηγήσεις του ελληνικού κυβερνώντος κόμματος για την αναστρεψιμότητα των παρεμβάσεων, απλώς επαναλαμβάνοντάς τες στην έκθεσή τους, και αποδέχθηκαν χωρίς τη δέουσα επιμέλεια τις ψευδείς δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης, ότι όλα αυτά είχαν εγκριθεί από διεθνή διάσκεψη. Η αποστολή περιορίστηκε να προτείνει έναν σημαντικό αριθμό ουσιαστικών βελτιώσεων», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επιστολή.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: το Παρατηρητήριο Παγκόσμιας Κληρονομιάς αποτελεί έναν από τους κορυφαίους ανεξάρτητους οργανισμούς στη διαφύλαξη των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς ανά την υφήλιο, διασφαλίζοντας ότι η κληρονομιά δεν «θυσιάζεται» σε πολιτικούς συμβιβασμούς και οικονομικά συμφέροντα.
Ο οργανισμός συνεργάζεται στενά με την UNESCO στη λήψη ολοκληρωμένων και σωστών πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση των μνημείων και βοηθά τους εγχώριους φορείς να προστατεύσουν τα μνημεία τους και να λάβουν δίκαιο μερίδιο του οφέλους που πηγάζει από την ορθή αξιοποίησή τους.
Είναι ουσιαστικά ένα από τα βασικά όργανα λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Παγκόσμια Κληρονομιά, διεθνή συνθήκη την οποία έχει υπογράψει και η Ελλάδα. Οσο για τον πρόεδρό του, Stephan Doempke, που υπογράφει την επιστολή, είναι ορκισμένος φιλέλληνας, που έχει επισκεφθεί την Ελλάδα και την Ακρόπολη αμέτρητες φορές -και πρώτη το 1973, όταν ήταν 18 ετών.
Αυτός είναι, λοιπόν, ο διεθνούς επιστημονικού κύρους φορέας που συνέταξε την επιστολή προς την UNESCO, περιλαμβάνοντας προειδοποιήσεις όπως αυτήν: «Οι κατασκευές στον χώρο που έχουν ήδη υλοποιηθεί αλλά και όσες έχουν προγραμματιστεί για το εγγύς μέλλον είναι τόσο τεράστιες, που αλλοιώνουν την εμφάνιση και τον χαρακτήρα του μνημείου σε βαθμό που θα στερήσει εντελώς την αυθεντικότητα και την ακεραιότητά του, αντιπροσωπεύοντας άμεση απειλή για την εξαιρετική οικουμενική αξία της Ακρόπολης».
Βέβαια, δεν περιορίζεται μόνον σ’ αυτές τις προειδοποιήσεις. Ανατρέχει αναλυτικά στο πρόσφατο παρελθόν, όταν «από τα τέλη του 2020 οι διαδρομές της Ακρόπολης των Αθηνών στρώθηκαν με οπλισμένο σκυρόδεμα, καλύπτοντας εκτενώς τον φυσικό βράχο», επισημαίνοντας ότι «η εφαρμογή αυτή καταστρατηγούσε τα ελληνικά νομικά πλαίσια και τους διεθνείς όρους θέσπισης προτύπων ως προς τη συντήρηση των μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς».
Τονίζει ότι, παρ’ όλα αυτά, ανακοινώθηκαν από το ελληνικό ΥΠΠΟΑ δύο ακόμα έργα που «αν υλοποιούνταν, θα στερούσαν από τον Βράχο της Ακρόπολης τον αυθεντικό του χαρακτήρα ως αυθύπαρκτου ιστορικού μνημείου, σύμφωνα με την αξιολόγηση της UNESCO». Και επισημαίνει ότι οι πολύ εκτεταμένες κατασκευαστικές δραστηριότητες έχουν επικριθεί από εκατοντάδες διεθνείς εμπειρογνώμονες, η γνώμη των οποίων αξίζει να συζητηθεί από την Επιτροπή.
Επιρρίπτει εμμέσως ευθύνες στην UNESCO, «που αφέθηκε να παραπλανηθεί από Ελληνες αξιωματούχους, όταν εξήγησαν ότι όλα τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν απολύτως κατάλληλα και αναστρέψιμα, σε αντίθεση με την προφανή και κραυγαλέα πραγματικότητα στον χώρο».
Το ίδιο το WHW εκφράζει δηλαδή τη δυσπιστία του ως προς το ότι η Μικτή Συμβουλευτική Αποστολή δεν συνειδητοποίησε -αν και όφειλε- τον τεράστιο αντίκτυπο των έργων. Ακόμα χειρότερα, η επιστολή υπονοεί ότι «μη τεχνικοί παράγοντες» ενδέχεται να επηρέασαν την Εκθεση και αφήνει να εννοηθεί ξεκάθαρα η πιθανότητα άσκησης πολιτικών πιέσεων από την Ελλάδα, ώστε τα έργα να λάβουν το «πράσινο φως» από το επίλεκτο σώμα των απεσταλμένων.
Επισημαίνει ακόμα και το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, «ο Ελληνας πρωθυπουργός ζήτησε μάλιστα από τους επικριτές των έργων στην εθνική τηλεόραση να ζητήσουν συγγνώμη, επειδή αντιτάχθηκαν στα έργα».
Τέλος, το WHW επιμένει ότι πρέπει να υλοποιηθεί ένα Σχέδιο Διαχείρισης, καθώς και ένα Σχέδιο Τουριστικής Διαχείρισης «με πλήρη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών» και αφού όσα έργα έχουν γίνει με τη χρήση οπλισμένου σκυροδέματος αποκαθηλωθούν και η Ακρόπολη επιστρέψει στην προτέρα κατάστασή της, του 2020.
«Πότε θα δράσει η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αν όχι τώρα;», αναρωτιέται ο Stephan Doempke. Και προσθέτει: Αυτό το μνημείο, που έχει εμπνεύσει αμέτρητες γενιές με το εμψυχωτικό πνεύμα και την ομορφιά του, μετατρέπεται σε ένα ρηχό σκηνικό τοποθεσιών κατάλληλων για φωτογραφίες selfie. Η Ελλάδα θα έχει χάσει την ψυχή της και δεν θα θεωρείται πλέον μια σημαντική αξία της αρχαιολογίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και ο κόσμος θα έχει χάσει έναν τόπο τον οποίο η ανθρωπότητα ατενίζει με δέος εδώ και 2.500 χρόνια».
Πηγή: ΕΦΣΥΝ