Τέτοιες μέρες πριν από 72 χρόνια, διαπράττονταν στη Θεσσαλονίκη ένα από τα στυγερότερα πολιτικά εγκλήματα που σημειώθηκαν στη χώρα, και σκηνοθετούνταν μία από τις πιο καλοστημένες πολιτικές πλεκτάνες: Ήταν η πολυσυζητημένη υπόθεση Πολκ, που οδήγησε αθώους στη φυλακή ή στα άντρα βασανιστηρίων της Ασφάλειας και συντάραξε την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, παραμένει δε μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη.
Ήταν το πρωϊ της Κυριακής 16 Μαϊου του 1948, όταν ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρήκε να επιπλέει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης το πτώμα του γνωστού Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ και γρήγορα πιστοποιήθηκε ότι επρόκειτο περί δολοφονίας. Το θύμα ήταν δεμένο χειροπόδαρα με καραβόσχοινο και παράλληλα είχε πυροβοληθεί από πίσω στο κεφάλι.
Όπως περιέγραφε η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Ελληνικός Βορράς, «Την 9ην πρωϊνήν της Κυριακής, περιπατηταί της παραλιακής λεωφόρου παρετήρησαν εις απόστασιν εκατοντάδος μέτρων από της ξηράς, παρά το καφενείον «Τριανόν» επιπλέοντα όγκον. Αμέσως λεμβούχοι ηνοίχθησαν προς αυτόν και διαπιστώσαντες ότι πρόκειται περί ανθρωπίνου πτώματος, ειδοποίησαν το Λιμεναρχείον. Αμέσως εστάλη ατμάκατος και ερυμούλκησε το πτώμα εις το Λιμεναρχείον, όπου ειδοποιηθείσαι κατέφθασαν και αι καταδιωκτικαί αρχαί. Από τα έγγραφα που ευρέθησαν επί του πτώματος, εξηκριβώθη ότι πρόκειται περί του εξαφανισθέντος από εβδομάδος αμερικανού δημοσιογράφου».
Στην έρευνα που έκαναν οι αστυνομικοί στο δωμάτιο 25 του «Αστόρια», όπου είχε καταλύσει ο Πολκ, βρήκαν τη φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιούσε, τη γραφομηχανή του, διάφορα άλλα προσωπικά του αντικείμενα και δύο επιστολές. Η μία προς τη μητέρα του και η άλλη προς τον συνάδελφό του στο CBS, διακεκριμένο δημοσιογράφο της εποχής Έντουαρντ Μάροου, που του έγραφε ότι «… ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη… για να βρω κάποιο είδος άμεσης, πραγματικά επαγγελματικής επαφής με τους ανθρώπους της κυβέρνησης του Μάρκου», προκειμένου να κάνει συνέντευξη με τον αρχηγό των ανταρτών.
Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου, προκαλώντας αίσθηση, ιδιαίτερα στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο της εποχής, ενώ δημιούργησε, εκτός των άλλων και διεθνείς περιπλοκές. Από την πρώτη κιόλας στιγμή οι πάντες σχημάτισαν την πεποίθηση ότι επρόκειτο για πολιτικό έγκλημα και άρχισαν να αναλογίζονται τις συνέπειες. Μία πολιτική δολοφονία με θύμα αμερικανό, ιδιαίτερα σ΄εκείνη τη χρονική στιγμή που είχε αρχίσει να ισχύει το Δόγμα Τρούμαν, το αμερικανικό πρόγραμμα βοήθειας, το οποίο σιγά-σιγά έκρινε την έκβαση του Εμφυλίου στην Ελλάδα, προμήνυε δυσάρεστες και απρόβλεπτες επιπλοκές. Επομένως, η ανεύρεση των ενόχων της δολοφονίας του αμερικανού ανταποκριτή, δεν θα σήμαινε απλώς την εξιχνίαση ενός δυσάρεστου εγκλήματος, αλλά θα απέτρεπε να τεθεί σε κίνδυνο το ίδιο το πρόγραμμα βοήθειας. H ταυτότητα του Πόλκ Έτσι, κυβέρνηση και αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησαν μία εκστρατεία εντοπισμού των δολοφόνων. Και όταν δεν εντόπισαν ή δεν θέλησαν να εντοπίσουν τους πραγματικούς δράστες, σκέφθηκαν να τους κατασκευάσουν.
Οι «ενοχλητικές» ανταποκρίσεις
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 7 Μαϊου 1948 ως απεσταλμένος του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης, CBS (Σι Μπι Ες), προσπαθώντας να βρει επαφή για να συναντηθεί στα βουνά με τον τότε αρχηγό του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», του στρατού δηλαδή των ανταρτών, Μάρκο Βαφειάδη, προκειμένου να έχει μία συνέντευξη μαζί του. Δυό μέρες μετά την άφιξη, χάθηκαν τα ίχνη του και μια εβδομάδα μετά, το πτώμα του, δεμένο χειροπόδαρα, βρέθηκε να επιπλέει στον Θερμαϊκό με μια σφαίρα στο κρανίο.
Ο Πολκ, δεν ήταν ένας τυχαίος δημοσιογράφος. Είχε αποκτήσει φήμη στις ΗΠΑ για την αντικειμενικότητα αλλά και τις φιλελεύθερες απόψεις που διατύπωνε από το ραδιοφωνικό δίκτυο CBS όπου εργαζόταν. Ενώ ένα σημαντικό πλεονέκτημα που είχε, ήταν το γεγονός ότι υπήρξε αξιωματικός του αμερικανικού Ναυτικού. Και από την ώρα που βρέθηκε στην Ελλάδα, αξιοποιώντας και την ταυτότητα της Αμερικανικής Επιτροπής Βοήθειας προς την Ελλάδα, της γνωστής AMAG, άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία για την τύχη της αμερικανικής βοήθειας και το πλιάτσικο που γινόταν. Επίσης, όπως προέκυψε, είχε συγκεντρώσει στοιχεία για κλοπές της αμερικανικής βοήθειας από παρακρατικούς και συνεργασία της χωροφυλακής και Αμερικανών σε κυκλώματα μαυραγοριτών.
Έτσι, ήρθε σε πλήρη αντίθεση και άγρια κόντρα με την επίσημη αμερικανική πολιτική, αλλά και με το ελληνικό πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό κατεστημένο. Αυτός ήταν και ο λόγος που κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα βρισκόταν σε κλοιό ασφυκτικής παρακολούθησης τόσο από τις ελληνικές αρχές Ασφαλείας, όσο και από τις ξένες μυστικές υπηρεσίες.
Επικριτικός απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση
Ο Πολκ, στις μέχρι τότε ανταποκρίσεις του προς το αμερικανικό δίκτυο, ήταν ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στην κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη για τα οικονομικά σκάνδαλα που αποκαλύπτονταν στη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας και κυρίως απέναντι στο Λαϊκό Κόμμα και τον αρχηγό του Κωνσταντίνο Τσαλδάρη προσωπικά. Πίστευε δε ότι για την Ελλάδα η μόνη ελπίδα σωτηρίας ήταν ο τερματισμός του Εμφυλίου ειρηνικά. Είναι χαρακτηριστικό το εκτενές τηλεγράφημα του αμερικανικού ειδησεογραφικού πρακτορείου «Αssociated Press», το οποίο στις 17 Μαϊου 1948, αμέσως μετά την ανεύρεση του πτώματος, σημείωνε ότι «ο Πολκ, ο οποίος κατά καιρούς είχε ασκήσει κριτική κατά της ελληνικής κυβερνήσεως, είναι πιθανό να είχε προκαλέσει την έχθρα οπαδού της άκρας δεξιάς».
Νικόλαος Μουσχουντής
Από ένα παιχνίδι της τύχης, λίγες ώρες πριν ο Θερμαϊκός εκβράσει το πτώμα του άτυχου αμερικανού δημοσιογράφου, η δεξιά εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Το Φως, θεωρούσε από τον τίτλο ακόμη ενός δημοσιεύματός της «περί την εξαφάνισιν του κ. Πολκ», ότι είναι «βεβαία η μετάβασίς του πλησίον των ληστοσυμμοριτών». Την εκδοχή περί επιδίωξης του Πολκ να μεταβεί στο βουνό, την διοχετεύει και η ίδια η αστυνομία της Θεσσαλονίκης η οποία στην επίσημη ανακοίνωση για τη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου, ανέφερε: «Η αστυνομία έχει αποδείξεις ότι το θύμα επεζήτει να έλθη εις επαφήν μετά του Μάρκου ή μελών της ψευδοκυβερνήσεώς του».
Η προβοκάτσια Μουσχουντή
Η δολοφονία Πολκ προκάλεσε τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατακραυγή κατά της ελληνικής κυβέρνησης, ενώ οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ταγματάρχη Νικόλαο Μουσχουντή, προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να στρέψουν την ανάκριση στην εκδοχή, ότι τον αμερικανό δημοσιογράφο δολοφόνησε το ΚΚΕ. Πριν ακόμη στεγνώσει το μουσκεμένο από τα νερά του Θερμαϊκού πτώμα του αμερικανού δημοσιογράφου, οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης, χωρίς να έχουν στα χέρια τους όχι μόνο αποδείξεις αλλά την παραμικρή ένδειξη, μαζί με την είδηση της ανεύρεσης του νεκρού Πολκ, διοχέτευσαν ενορχηστρωμένα στις εφημερίδες της εποχής την «πληροφορία» ότι ο ξένος ανταποκριτής δολοφονήθηκε από τους κομμουνιστές.
Διαψεύδει το ΚΚΕ
Τους ισχυρισμούς περί “κομμουνιστικού κακουργήματος”, έσπευσε αμέσως να τους διαψεύσει το ΚΚΕ. Και σε δημοσίευμα της 18ης Μαϊου 1948, στο ημερήσιο «Δελτίο Ειδήσεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», που εκδίδονταν στο βουνό και κυκλοφορούσε μεταξύ των ανταρτών, αναφέρονταν υπό τον τίτλο «Μοναρχοφασιστική προβοκάτσια»:
Το ραδιόφωνο της Αθήνας μετέδωσε προχτές ότι στην παραλία της Θεσσαλονίκης βρέθηκε το πτώμα του αμερικανού ανταποκριτή της «Κολούμπια» Τζωρτζ Πολκ. Οι μοναρχοφασίστες, χωρίς καμιά προηγούμενη έρευνα, έσπευσαν αμέσως να αποδώσουν το έγκλημα στους κομμουνιστές, διαδίδοντας ότι ο αμερικανός δημοσιογράφος ήρθε σε επαφή με παράγοντες του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη και διαπραγματεύονταν συνάντηση με τον στρατηγό Μάρκο και ότι «ασφαλώς» οι αντάρτες τον σκότωσαν. Η συκοφαντία όμως είναι τόσο ανόητη και γελοία, ώστε δεν έπιασε σε κανένα και οι μοναρχοφασίστες τρέχουν τώρα και κάνουν πως αναζητούν τους δολοφόνους…».
Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη συνεχίζονταν και τις επόμενες ημέρες και βδομάδες, χωρίς κανένα στοιχείο, αλλά στηριζόμενα πάντα στις πληροφορίες του «δραστήριου» διευθυντή της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης Νικόλαου Μουσχουντή. Στόχος να δημιουργηθεί «κλίμα» ότι τον Πολκ τον σκότωσαν οι κομμουνιστές.
Αρχίζουν οι συλλήψεις αθώων
Με βάση όλα αυτά και με τη σπουδή να κλείσουν άρον-άρον την υπόθεση, η Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης σχηματίζει το πορτρέτο του ανθρώπου που έπρεπε να ενοχοποιήσει. Έπρεπε αυτός να είναι αγγλομαθής, να είναι δημοσιογράφος για να αιτιολογηθεί και η προσέγγιση με τον Πολκ, και να έχει κομμουνιστικές διασυνδέσεις στο παρελθόν του.
Αρχικά φαίνεται ότι είχε επιλεγεί για το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος ο δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης. Τη γλύτωσε όμως, λόγω του στενού δεσμού που είχε με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη, αλλά και τους πολλούς και ισχυρούς φίλους που είχε στον αμερικανικό δημοσιογραφικό κόσμο. Έτσι επιλέχθηκε ένας άλλος δημοσιογράφος, ο 38χρονος τότε συντάκτης της εφημερίδας Μακεδονία και ανταποκριτής του ειδησεογραφικού πρακτορείου Ρόϊτερς στη Θεσσαλονίκη, Γρηγόρης Στακτόπουλος. Το σενάριο που κατασκεύασε ο Μουσχουντής, ήθελε τον Στακτόπουλο να παρασέρνει τον Πολκ σε μία συνάντηση με τα στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά, που δολοφόνησαν αμέσως τον αμερικανό δημοσιογράφο.
Ομολογίες κάτω από φριχτά βασανιστήρια
Γρηγόρης Στακτόπουλος
Ο Στακτόπουλος συνελήφθη δύο μέρες μετά την σύσκεψη του υπουργού δημόσιας τάξης Ρέντη με τον Μουσχουντή. Δύο μέρες αργότερα, οι χωροφύλακες εμφανίστηκαν στην οικία Στακτόπουλου και διέταξαν την εξηνταεπτάχρονη μητέρα του Άννα Στακτοπούλου να τους ακολουθήσει στη Γενική Ασφάλεια. Ενώ ύστερα από λίγες ημέρες το σπίτι του Στακτόπουλου άδειασε εντελώς από ενοίκους καθώς οι άνδρες της Ασφάλειας συνέλαβαν τις δύο αδελφές του Εύχαρις και Αδριανή και την υπηρέτρια Ελισάβετ Καλαντίδου.
Η Κόλαση του Δάντη ωχριά μπροστά στα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε ο Στακτόπουλος προκειμένου να «ομολογήσει» σύμφωνα με το σενάριο που είχε ετοιμάσει ο Μουσχουντής.
Βιομηχανία κατασκευής μαρτύρων
Ο υπαινιγμός του Ρέντη, ότι η ανάμειξη των Μουζενίδη και Βασβανά στη δολοφονία του Πολκ «θα πιστοποιηθεί και εξ άλλων καταθέσεων», παίρνει πολύ γρήγορα σάρκα και οστά, για να καλυφθούν τα τεράστια κενά που υπάρχουν στη δικογραφία. Κι έτσι, δημιουργείται μία βιομηχανία κατασκευής μαρτύρων με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο. Δεκάδες πολίτες που είχαν την ατυχία στο παρελθόν να έχουν κάποια γνωριμία με τον Στακτόπουλο, τον Μουζενίδη και τον Βασβανά, σέρνονται στα αστυνομικά τμήματα και στην Ασφάλεια όπου δέχονται φορτικότατες πιέσεις και υποβάλλονται σε βασανιστήρια, προκειμένου να καταθέσουν ότι τα δύο στελέχη του ΚΚΕ, τις μέρες της δολοφονίας του Πολκ, θεάθηκαν στη Θεσσαλονίκη όπου είχαν μάλιστα και… συναντήσεις μαζί τους. Κι ας ήταν νεκρός από τρεις μήνες πριν ο Μουζενίδης και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά ο Βασβανάς. Εκεί ακριβώς αρχίζει και το μεγάλο δράμα της οικογένειας Μουζενίδη.
Επειδή η σύζυγος του Μουζενίδη και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του διέμεναν στην Αθήνα, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται εκεί σιδηροδέσμιοι στις 12 Ιανουαρίου 1949 ο αδελφός του, Στέλιος Μουζενίδης, γνωστός οδοντίατρος της Θεσσαλονίκης, η γυναίκα του Ζουμπουλία και η γυναικαδελφή του Αδάμ, Άννα Μολυβδά. Τους ακολουθούσε κατά πόδας ο Μουσχουντής για να πάρει μέρος στην ανάκριση. Με επιδρομές στην Αθήνα και συλλήψεις στη Θεσσαλονίκη, συγκεντρώνονται κάπου εικοσιπέντε συγγενείς, φίλοι ή απλώς γνωστοί του Αδάμ και υποβάλλονται σε απάνθρωπα βασανιστήρια.
Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος απολογούμενος στη δίκη
Ένας αθώος για δώδεκα χρόνια φυλακή
Στη δίκη για την υπόθεση Πολκ, που θα γίνει τον Απρίλιο του 1949, παρά το γεγονός ότι δεν προκύπτει κανένα σοβαρό επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος του, ούτε κάποια αποδεικτικά στοιχεία για τους δράστες και τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας, ο Στακτόπουλος θα καταδικαστεί σε ισόβια δεσμά, θα αθωωθεί η μητέρα του και οι Μουζενίδης και Βασβανάς ερήμην σε θάνατο. Στη διάρκεια της διαδικασίας, γίνεται εμφανής η προσπάθεια των αρχών, πολιτικών, αστυνομικών αλλά και δικαστικών, να κλείσουν άρον-άρον την υπόθεση.
Παρά την καταδίκη του σε ισόβια, ο Στακτόπουλος δεν θα μεταφερθεί στις φυλακές, αλλά θα παραμείνει και τα επόμενα τέσσερα χρόνια φρουρούμενος στα κρατητήρια της Ασφάλειας, με εντολή του Μουσχουντή, προκειμένου να μην ανακαλέσει την καθ΄ υπόδειξη «ομολογία» από την ώρα που θα απομακρύνονταν από την… στοργική «προστασία» των αστυνομικών αρχών και προσωπικά του Μουσχουντή. Δεν τον άφησαν να πάει ούτε στην κηδεία της μητέρας του. Όλη η κατάσταση αυτή είχε σαν συνέπεια να σμπαραλιαστεί το ηθικό του. Καθόταν συνεχώς με το κεφάλι σκυφτό, δεν έτρωγε αρκετά, κοιμόταν άσχημα και κάπνιζε μία κούτα των 88 τσιγάρων «στούκας» την ημέρα.
Πλατεία και δρόμοι στο όνομα του Ν.Μουσχουντή!
Τελικά, αν και αθώος, ο δημοσιογράφος της «Μακεδονίας» θα μείνει δώδεκα χρόνια στις φυλακές μέχρι το 1960 που αποφυλακίστηκε με αναστολή του υπολοίπου της ποινής του, ανθρώπινο ράκος πλέον. Και μέχρι το θάνατό του, το 1998, δεν έπαυε σε όλους τους τόνους να διακηρύσσει την αθωότητά του. Όσον αφορά τον αρχισκευωρό της υπόθεσης Πολκ Νικόλαο Μουσχουντή, που είχε κατασκευάσει την “ενοχή” Στακτόπουλου, Μουζενίδη και Βασβανά, αλλά και πολλές άλλες αστυνομικές πλεκτάνες εκείνης της εποχής, πέθανε δέκα χρόνια αργότερα, στις 16 Μαρτίου 1958. Και η Θεσσαλονίκη που βρέθηκε στο επίκεντρο των σκοτεινών δραστηριοτήτων του, τον τιμά έκτοτε, καθώς έχει δώσει το όνομά του σε μία πλατεία (πλατεία Μουσχουντή, στην περιοχή της Κασσάνδρου του δήμου Θεσσαλονίκης) και δύο δρόμους (οδοί Νικολάου Μουσχουντή στον Φοίνικα του δήμου Καλαμαριάς και στην Πολίχνη του δήμου Παύλου Μελά).
* Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου ΟΙ μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις IANOS