Ποτέ δεν κάναν λάθος οι Παλιοί Τεχνίτες
Πάνω στον ανθρώπινο πόνο: πώς την καταλαβαίναν
Τη θέση του στη ζωή· πώς έρχεται να μας έβρει
Καθώς τρώει ο άλλος, ή ανοίγει ένα παράθυρο ή ακόμη περπατά
βαριεστημένος·
Πώς, όταν οι γέροντες με πάθος, με κατάνυξη προσμένουν
Το θαύμα της γέννησης, πρέπει πάντα να υπάρχουν παιδάκια
Που δεν πολυγυρεύουν να γίνει τέτοιο πράγμα, πατινάροντας
Σε μια δεξαμενή στην άκρη του δάσους.
Ποτέ δεν ξέχασαν πως ακόμη
Και το φριχτό μαρτύριο πρέπει να πάει το δρόμο του.
Οπωσδήποτε σε μια γωνιά, σε κάποιον ανοικοκύρευτο τόπο.
Όπου οι σκύλοι συνεχίζουν τη σκυλίσια ζωή τους και τ’ άλογο του
βασανιστή.
Ξύνει τ’ αθώα καπούλια του σ’ ένα δέντρο.
Στον Ίκαρο του Μπρέγκελ λόγου χάρη: πώς καθετί γυρνά τη ράχη.
Πολύ νωθρά στον όλεθρο· μπορεί ο ζευγάς.
Ν’ άκουσε’ την πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη κραυγή,
Όμως γι’ αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα· κι ο ήλιος τη δουλειά του.
Έλαμπε στα πόδια τ’ άσπρα που βούλιαζαν στο πράσινο.
Νερό· και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι που είδε ασφαλώς.
Κάτι εκπληχτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό,
Έπρεπε κάπου να φτάσει κι αμέριμνο τράβηξε ανοιχτά.
Ντενί Γκροζντάνοβιτς, Μικρή Πραγματεία περί Αμεριμνησίας.
(μτφρ. Ξένιας Σκούρα, εκδ. Πόλις).
Είχαμε επίσης την ευκαιρία να δούμε μερικούς πίνακες του Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου σε περίοπτη θέση.
Ειδικά ο ένας από αυτούς είναι εντυπωσιακός, κι απ’ ό,τι φαίνεται, έχει αποτελέσει αντικείμενο θαυμασμού για πολλούς καλλιτέχνες και συγγραφείς:
Η πτώση του Ίκαρου.
Στη λεία επιφάνεια της τιρκουάζ θάλασσας αστραποβολάει ρευστή η αντανάκλαση ενός θαμπού ήλιου, κίτρινου σαν ζαφορά, που χάνεται στα ήρεμα κύματα της νύχτας.
Στο λόφο πάνω απ’ τον πορθμό, ένας καματάρης (με γκρίζο πανωφόρι και κόκκινο πουκάμισο, σε κοντράστ με τα τιρκουάζ νερά που οι ρυτίδες τους είναι σαν τα αυλάκια του αγρού) χειρίζεται το αλέτρι πίσω από ένα εύρωστο άλογο που η πλαστικότητα και η γαλήνη του εντυπωσιάζουν.
Παντού γύρω του, η πλούσια και πυκνή βλάστηση πλαισιώνει αρμονικά τη σκηνή.
Στο κάτω μέρος του πίνακα, ένα κοπάδι πρόβατα σκορπίζει ήρεμα σ’ ένα λιβάδι, ενώ ο βοσκός, με την πλάτη στη θάλασσα και τη μύτη στραμμένη προς τον ουρανό, δείχνει να γεύεται ηδονικά την ατμόσφαιρα.
Πιο χαμηλά ακόμα, στο τελευταίο επίχωμα, ένας ψαράς βουτάει φιλοσοφικά την πετονιά του στο νερό (δείχνοντας, στην πραγματικότητα, ότι δεν περιμένει τίποτα συγκεκριμένο).
Όμως, στο επίπεδο αυτού του τελευταίου επιχώματος, στην επιφάνεια του νερού, φαίνονται δυο πόδια που εξακολουθούν να προβάλλουν απ’ τη θάλασσα, ενώ το νερό έχει καταπιεί το υπόλοιπο σώμα…
Όχι μακριά απ’ αυτό το διακριτικό ναυάγιο, μια καραβέλα που το σχήμα της θυμίζει αμυδρά περίτεχνο μαντολίνο, φουσκώνει το πρωραίο πανί της σ’ ένα υπέροχο αραβούργημα, σε αρμονία με την καμπύλη του δέντρου που, πάνω στο ύψωμα, γέρνει σε βαθιά υπόκλιση…
(Τότε, το εσωτερικό αυτί της φαντασίας μας αποκαθιστά, συγκεχυμένα, τα τραβηγμένα, αρμονικώς παράτονα ακόρντα των μοτέτων του Ρολάν ντε Λασίς…).
Άλλωστε, αυτό το χαριέντως φουσκωμένο πανί φαίνεται ότι αποτελεί το κεντρικό θέμα του πίνακα: θα ‘λεγε κανείς ότι αυτή η παραισθητική εσωτερικότητα του θέματος βγαίνει από την ίδια την εικόνα και κινεί το πανί που φουσκώνει με την ισχυρή πνοή του ονείρου…
Αυτή η έμφαση στο ονειρικό (την αισθάνεσαι μ’εναν υπόκωφα μαγικό τρόπο) απαντάει στις άναρχα σκορπισμένες νησίδες του όρμου και στους χαοτικούς διαμελισμούς των βράχων που ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί στην επιφάνεια της θάλασσας.
Στο βάθος, σε μια κοιλότητα του βουνού, σαν από χύτρα μάγισσας μέσα σε κρυφό άντρο, μια στήλη καπνού βγαίνει απ’ το γεμάτο ζωή λιμανάκι απ’ όπου ξεκίνησε, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, ο φιλόδοξος Ίκαρος.
Παρ’ όλα αυτά (και σίγουρα αυτό ήθελε να δείξει ο Μπρέγκελ), ούτε ο καματάρης, ούτε ο βοσκός, ούτε ο ψαράς, ούτε τα ζώα, ούτε οι ναυτικοί, ούτε και τίποτα σ’ ολόκληρη την πλάση, που δείχνει βυθισμένη σ’ έναν ήσυχο, μακάριο λήθαργο, δεν ανησυχούν για την αποτυχία του Ίκαρου.
Ούτε που τον βλέπουν.
Πηγή: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΣΠΑΝΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ.
Pieter Bruegel the Elder.
” Η πτώση του Ίκαρου”
Γ.Χ.Ώντεν, Musée des Beaux Arts
(μτφρ. Γιώργου Σεφέρη, από τον τόμο Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα, επιμ. Μαρίας Λαϊνά, εκδ. Ελληνικά Γράμματα)