Όπως ήταν επόμενο, οι αλλεπάλληλες κρίσεις, άφησαν βαθιές πληγές στο σώμα της ελληνικής οικονομίας. Με αφετηρία το 2007, όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εκτοξεύθηκε στο -14,7% του ΑΕΠ, άρχισε μια πτωτική πορεία στα οικονομικά της χώρας, η οποία οδήγησε το κατά κεφαλήν εισόδημα να βρίσκεται σήμερα στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ένα ποσοστό σύγκλισης στο μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών 52% έναντι του 70% προ κρίσης.
Του Χαράλαμπου Γκότση*
Βρεθήκαμε συνεπώς από τον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης στα τελευταία σκαλοπάτια των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σήμερα, παρά τη μικρή βελτίωση, να βρίσκεται ή να απειλείται από το καθεστώς φτώχειας το 26,3% του λαού μας (τρίτη χειρότερη επίδοση μετά τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία), με ότι αυτό συνεπάγεται για το επίπεδο διαβίωσής του.
Αξιοσημείωτο είναι, ότι αυτήν την κρίσιμη περίοδο για τη χώρα, όπου κατά την επόμενη τετραετία, την οποία θα διαχειριστεί μια νέα κυβέρνηση, θα πρέπει να τεθούν τα θεμέλια για τη διασφάλιση μιας διαρκούς, με ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης για τη χώρα, στο δημόσιο διάλογο κυριαρχούν θέματα δευτερευούσης σημασίας και λιγότερο αυτά που θα καθορίσουν το μέλλον μας αλλά και των παιδιών μας. Όταν δε γίνεται λόγος για τα οικονομικά, η συζήτηση περιστρέφεται κυρίως στο παρελθόν ή σε κάποιες συγκυριακές επιδόσεις ή αστοχίες των τελευταίων τριμήνων, αγνοώντας τη μεγάλη εικόνα για την πορεία, τα προβλήματα και τις προοπτικές της οικονομίας μας.
Στο διάλογο εξάλλου, λείπει παντελώς ο «εξωτερικός κίνδυνος». Εκείνες δηλαδή οι παράμετροι που δημιουργούν εισαγόμενα προβλήματα, αφού οι οικονομίες είναι ανοιχτές και εκτεθειμένες σε κάθε έκτακτο, απρόβλεπτο και πρωτόγνωρο γεγονός, κάτι που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια με τη μετανάστευση, την πανδημία, τον πόλεμο, την ενεργειακή κρίση, την τραπεζική κρίση, τις εφοδιαστικές αλυσίδες, την κλιματική κρίση, και πάνω απ’ όλα τις γεωστρατηγικές μεταβολές με την υπό διαμόρφωση νέα τάξη πραγμάτων.
Φαίνεται να μη διδαχθήκαμε και πολλά τα τελευταία 15 χρόνια από τα λάθη, τις αστοχίες και τις συνακόλουθες περιπέτειες που
πλήγωσαν το γόητρο της χώρας, οδήγησαν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού στη φτώχεια και ένα άλλο στην αναζήτηση καλύτερης προοπτικής στο εξωτερικό, εξάγοντας τις πολύτιμες γνώσεις και δεξιότητες που απέκτησαν με χρήματα των Ελλήνων φορολογούμενων προς όφελος των χωρών υποδοχής, οι οποίες βελτιώνουν έτσι τους όρους εμπορίου για τα προϊόντα που εισάγουμε.
Γνωρίζουμε πλέον οι πάντες, ότι οι παραλήπτες των οικονομικών επιδράσεων μετά από την εμφάνιση ενός μεγάλου διεθνούς ή πλανητικού ανεπιθύμητου γεγονότος, είναι οι ευάλωτες χώρες, οι πιο αδύναμοι κρίκοι, στην αλυσίδα που ούτως ή άλλως μας συνδέει, ως μετόχους στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Η χώρα μας, παρά τις επώδυνες προσαρμογές που εφάρμοσε τα προηγούμενα 13 χρόνια συνεχίζει να παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες, οι οποίες την κατατάσσουν στις πιο αδύναμες οικονομίες, όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι κυριότερες από αυτές, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα και προκλήσεις προς αντιμετώπιση για την επόμενη, σημαντική τετραετία, είναι:
Πρώτον: Δυσμενέστερο περιβάλλον
Η άσκηση οικονομικής πολιτικής, ήδη από το τρέχον έτος δεν θα έχει στη διάθεσή της την ευχέρεια χρήσης του κρατικού προϋπολογισμού των προηγούμενων ετών, με τις αλόγιστες δαπάνες προς κάθε κατεύθυνση, με τη σιωπηλή συναίνεση μάλιστα των ευρωπαϊκών οργάνων, λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης.
Η επαναφορά του Συμφώνου Σταθερότητας από το 2024 και η διαφαινόμενη απαίτηση για τη χώρα μας πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως των 2,3% το χρόνο, μας οδηγούν στην εφαρμογή τουλάχιστον μιας ήπιας περιοριστικής πολιτικής, η οποία όμως λόγω του υψηλού πληθωρισμού μπορεί να εξουδετερωθεί από αυξημένες δαπάνες.(Βλ. την πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ σχετικά με την επίδραση του πληθωρισμού στη δημοσιονομική πολιτική). Άλλωστε οι προεκλογικές υποσχέσεις, στο μέτρο που αυτές υλοποιηθούν, δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Αν συμβεί αυτό, η πιθανότητα να μπούμε σε νέες περιπέτειες είναι ισχυρή.
Δεύτερον: Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών – Δημόσιο Χρέος
Καλλιεργείται η άποψη εσχάτως, ότι η ελληνική οικονομία είναι ανθεκτική, συνεπώς κατέχει ανοσία σε αρνητικές επιδράσεις από το εξωτερικό περιβάλλον. Οι θετικές όμως επιδράσεις, όπως η μεγάλη μας συμμετοχή στο Ταμείο Ανάκαμψης, λόγω της καταστροφικής επίδρασης της πανδημίας στον τουρισμό καθώς και η εφαρμογή της ρήτρας εξαίρεσης για το Σύμφωνο Σταθερότητας, ήταν καλοδεχούμενες, αφού διευκόλυναν την πολιτική παροχών. Η πολιτική αυτή οδήγησε σε διεύρυνση του ανοίγματος στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών το 2022 κατά 20,2 δις Ευρώ, -9,7% του ΑΕΠ, συνεισφέροντας αρνητικά στο σχηματισμό του κατά 2,3%.
Η εκτόξευση των εισαγωγών που καταγράφηκε σηματοδοτεί από τη μία την αδυναμία της εθνικής παραγωγής να καλύψει την εσωτερική μας ζήτηση και από την άλλη την υστέρηση σε ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, που αποδεικνύεται αδύναμη να αντέξει στις πιέσεις από το διεθνή καταμερισμό εργασίας. Για να καλυφθεί το κενό δανείστηκε η χώρα, με αποτέλεσμα το ονομαστικό μέγεθος του δημοσίου χρέους να εκτοξευθεί στα 403 δισ. ευρώ. Το μέγεθος αυτό, ανεξάρτητα αν επιλέγει κανείς, το δημόσιο ή το κρατικό χρέος ως αντικείμενο μελέτης, είναι αρκετά υψηλό ώστε να αποτελεί μια μόνιμη απειλή για την οικονομία μας.
Τρίτον: Πληθωρισμός- Μισθοί-Αύξηση των Ανισοτήτων
Οι μεγάλες ανακατατάξεις τα τελευταία χρόνια έχουν οδηγήσει σε διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ ισχυρών και αδυνάμων, εις βάρος των δεύτερων, σε παγκόσμιο επίπεδο. Το πρόβλημα οξύνθηκε, όχι μόνο επειδή διευρύνθηκε η ψαλίδα στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ αμοιβής κεφαλαίου και εκείνης της εργασίας, με αποτέλεσμα να διαψεύδονται οι ανοησίες της θεωρίας “trickle down”, αλλά και με τις επιπτώσεις της πανδημίας στο αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας, το οποίο συνέβαλε δυσανάλογα στη θανατηφόρο έκβασή της.
Στη συνέχεια η εμφάνιση του φαινομένου του πληθωρισμού ήλθε να μειώσει την αγοραστική δύναμη των ονομαστικών μισθών, οι οποίοι ακόμη και εκεί που προσαρμόστηκαν γρήγορα, να υπολείπονται πάντα της διάβρωσης από τον πληθωρισμό. Στη χώρα μας μάλιστα καταγράφηκε για το 2022 από τον ΟΟΣΑ μείωση των πραγματικών μισθών κατά 7,4%. Η δε μεσαία τάξη, που για τις περισσότερες χώρες αποτελεί το σημαντικότερο δείκτη μιας ευημερούσας κοινωνίας, αφού υπέστη τις μεγάλες περικοπές κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, τώρα βλέπει και τις ονομαστικές της αποδοχές να παραμένουν στάσιμες, για παράδειγμα οι συντάξεις όλων όσων πλήττονται από την προσωπική διαφορά, που στην πραγματικότητα αποτελεί μια επιπλέον φορολόγηση των εισοδημάτων.
Τέταρτον: Ανάπτυξη- Επενδύσεις- Σύγκλιση
Η απάντηση σε όλα αυτά τα προβλήματα μπορεί να δοθεί μόνο με τη διενέργεια βαθιών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων καθώς και την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας της χώρας. Η δημόσια διοίκηση, η δικαιοσύνη, η παιδεία, το σύστημα υγείας, η έρευνα, ο περιορισμός της μονοπωλιακής συμπεριφοράς των μεγάλων επιχειρήσεων, ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός, η βελτίωση των θεσμών, χρειάζονται τολμηρές παρεμβάσεις, ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας που επιχειρεί σε ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Για την εξυπηρέτηση του χρέους απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επίτευξη ενός μέσου όρου μεγέθυνσης της οικονομίας (πραγματικό ΑΕΠ) στο 1,8% έως το 2060. Είναι πολύ πιθανό, ότι την επόμενη τετραετία, βοηθούντος και του Ταμείου Ανάκαμψης και Σταθερότητας, να υπερκαλυφθεί αυτός ο στόχος. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό, αφού την ίδια περίοδο είναι απαραίτητο να τεθούν οι βάσεις για τη διασφάλιση μιας αειφόρου ανάπτυξης που θα ικανοποιήσει ταυτόχρονα και την παραπάνω συνθήκη για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο, από το οποίο εξαρτάται η μελλοντική πορεία της οικονομίας μας, αποτελούν οι εξελίξεις στο μέτωπο των επενδύσεων. Ειδικά τώρα που τα επιτόκια χορηγήσεων αυξάνονται κάθε μήνα και η διενέργεια επενδύσεων αναβάλλεται αν δεν ακυρώνεται από πολλές επιχειρήσεις (πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ). Είναι γνωστό, ότι οι αναγκαίες επενδύσεις ανέρχονται σε πάνω από 100 δισ. ευρώ, κάτι που κληρονομήσαμε ως κενό από την περιπέτεια των τελευταίων 15 ετών. Η αύξηση κατά 13,7% στις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το 2022 κρίνεται ανεπαρκής, αν λάβει κανείς υπόψη του, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσίασε βελτίωση κατά 22,7%.
Η συμβολή ξένων κεφαλαίων με το χαρακτηρισμό «άμεσες ξένες επενδύσεις» κατά 7,2 δις Ευρώ την ίδια περίοδο, αποδυναμώνεται αν παρακολουθήσει κανείς τις χρήσεις αυτών των κεφαλαίων. Το μεγάλο μέρος κατευθύνθηκε για αγορά ακινήτων, σε εξαγορά κρατικών περιουσιακών στοιχείων και στη συμμετοχή στο κεφάλαιο υπαρχουσών επιχειρήσεων. Ούτε λόγος να γίνεται για παραγωγικές επενδύσεις που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, βελτιώνουν τις μελλοντικές προοπτικές και προσφέρουν στήριξη στην απασχόληση και στα εισοδήματα. Αυτό για να επιτευχθεί απαιτούνται επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που να ξεπερνούν για μια μεγάλη χρονική περίοδο το 20%. Μόνο έτσι θα κρατήσουμε βηματισμό στο διεθνή ανταγωνισμό, θα συγκλίνουμε με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και θα διασφαλίσουμε την αειφόρο ανάπτυξη, ώστε να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία όλες τις παραπάνω προκλήσεις που χρονίζουν, αλλά βρίσκονται ακόμη εδώ και μας απειλούν.
* Καθηγητή Οικονομικών, τ. Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Πρώτη δημοσίευση στην naftemporiki