Οι άμεσες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα πήραν μια ιδιαίτερη τροπή μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μαΐου.
Γρηγόρης Ζαρωτιάδης*
Παρά το γεγονός ότι η συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου, απόρροια των έντονων εξελίξεων διεθνώς και στο εσωτερικό, δεν αφήνει χώρο για βεβαιότητες, παραμένει αδιαμφισβήτητη η επιθυμία του ελληνικού λαού για σταθερή διακυβέρνηση. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αυτήν την αξιοποίησε απόλυτα η κυβερνώσα παράταξη, καθώς η αντιπολιτευόμενη εναλλακτική παρέμεινε άτολμη προγραμματικά και ασύνδετη – τα κόμματα που διεκδικούν την έκφρασή της επικεντρώθηκαν ως επί το πλείστον σε διακομματικούς ανταγωνισμούς που δεν αφορούν τους πολίτες, παρά μόνο την ίδια την επιβίωσης τους.
Εν τέλει το αισθητήριο του λαού είναι όμως απολύτως σωστό, διότι σε μια περίοδο που οι προκλήσεις εντείνονται και οι πτυχές μιας εμμένουσας, συστημικής κρίσεως επανέρχονται με έξαρση, το ποιος θα επικρατήσει στο φάσμα της αντιπολίτευσης είναι μάλλον ήσσονος σημασίας… Το ζήτημα που πραγματικά ενδιαφέρει την κοινωνία είναι αν υπάρχει εναλλακτική και αν αυτή μπορεί να εκφραστεί πειστικά.
Ως εκ τούτου στα ερωτήματα τύπου «μα γιατί δεν επηρέασε το αποτέλεσμα των εκλογών η ακρίβεια, ή το σκάνδαλο των υποκλοπών, ή οι περιπτώσεις προκλητικής σύνδεσης πολιτικών αρχόντων με τα κερδοσκοπικά funds, ή τέλος πάντων η εγκληματική αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού» η απάντηση είναι απλή: βεβαίως κι επηρέασαν, μόνο που η συνέχιση της προηγούμενης διακυβέρνησης παρέμεινε η μόνο ρεαλιστική εκδοχή, ακόμη κι αν της καταλογίζεται ευθύνη για την μη επίλυσή τους (τουλάχιστον) το προηγούμενο διάστημα. Πρόκειται για την κλασική εκδοχή του «μη χείρον βέλτιστου» ή αλλιώς του «second best solution» σύμφωνα με την αντεστραμμένη νεοφιλελεύθερη ορολογία.
Όμως τα ζητήματα στη σφαίρα της μακροοικονομικής εξέλιξης παραμένουν:
- Η βιωσιμότητα του ξανά διευρυνόμενου δημοσίου χρέους της χώρας, αν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει οφειλόμενο σε διακρατικούς, δανειοδοτικούς οργανισμούς όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ), είναι αμφισβητήσιμη, καθώς η κρίση χρέους σφίγγει ξανά τι μεγάλες οικονομίες και οδηγεί την Ευρωζώνη στη επαναφορά πολιτικών δημοσιονομικού περιορισμού.
- Σε αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί η παραμένουσα ελλιπής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εκφρασμένη από τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (ακόμη κι αν αυτά παρουσίασαν μείωση στο πρώτο τρίμηνο του 2023) και η αδυναμία αξιοποίησης των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων – νέα προγραμματική περίοδος του ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – προς ενίσχυση των υποδομών και της παραγωγικής ανάπτυξης
- Τουλάχιστον εξίσου ανησυχητική είναι η διάσταση του ιδιωτικού χρέους, προς τράπεζες και δημόσια ταμεία, όπου το ζήτημα δεν είναι τόσο το μέγεθός του αναλογικά με το ελληνικό ΑΕΠ, αλλά κυρίως η δυνατότητα εξυπηρέτησής του, δεδομένης της επιδεινούμενης αδυναμίας των δανειοληπτών, η οποία ενισχύεται από την πληθωριστική κρίση και την αύξηση των επιτοκίων. Ο κίνδυνος που απορρέει από μια κρίση των δανείων νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχει μόνο σημαντικότατες κοινωνικές διαστάσεις, αλλά θα συμπαρέσυρε το εγχώριο τραπεζικό σύστημα και τη βιωσιμότητα του κρατικού προϋπολογισμού.
Σε αυτά πρέπει να προσθέσει κανείς τις υπόλοιπες πολιτικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα:
(1) Πως θα αντιμετωπίσουμε το εμφανέστατο κενό στην παροχή επαρκών και ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών εκπαίδευσης, υγείας και ασφάλισης; Αποτελεί λύση η συνέχιση της προσπάθειας ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησής τους, ή μπορεί να υπάρξει μια ρεαλιστική πρόταση αναδόμησης της δημόσιας παροχής τους;
(2) Εν μέσω της ενισχυόμενης σύγκρουσης της νέας διεθνούς διπολικότητας, η οποία μάλιστα επικεντρώνεται στην ευρύτερη περιοχή μας – την ευρασιατική ζώνη, με επίκεντρο τον Εύξεινο Πόντο και την Ανατολική Μεσόγειο – πως μπορεί να ανακτήσει η χώρα έναν ανεξάρτητο ρόλο που της αναλογεί και της πρέπει, με τολμηρές πρωτοβουλίες που θα την αναδείξουν σε παράγοντα ειρήνης και συνεργασίας και με προφανή τα διπλωματικά και διεθνοοικονομικά οφέλη;
Το πολιτικό συμπέρασμα νομίζω ότι είναι αυτονόητο: ή θα αντιληφθούν οι δυνάμεις που θέλουν να εκφράσουν την εναλλακτική διακυβέρνηση ότι το ερώτημα που «καίει» τον ελληνικό λαό είναι η δική του επιβίωση και όχι η δική τους, ή οι πολίτες θα επιβεβαιώσουν την ισχυροποίηση μιας πολιτικής που έχει μεν δείξει τα δείγματα γραφής της, αλλά πείθει για την πολιτική σταθερότητα. Είναι αυτό ευοίωνο; Προσωπικά λέω όχι, αλλά είναι πολύ πιθανό…
*Κοσμήτορας Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ