Πληρέστερες ερμηνείες για το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου 2023, όσο και για τις διαγραφόμενες εξελίξεις στον εγχώριο πολιτικό και κομματικό ανταγωνισμό, μπορούν να διατυπωθούν μόνο μετά το αποτέλεσμα που θα προκύψει στις ερχόμενες εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023.
Γιάννης Καραγιάννης*
Κάποιες πρώτες εκτιμήσεις μπορούν ωστόσο να πραγματοποιηθούν εάν, εκτός από τις εύλογες αναφορές στην προεκλογική εκστρατεία, στις επικοινωνιακές στρατηγικές των κομμάτων και στο (αναλογικό) εκλογικό σύστημα, συνυπολογιστούν ορισμένοι ευρύτεροι παράγοντες που προσδιορίζουν τη δράση των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων.
Πρώτον, οι πολλαπλές κρίσεις που εκδηλώνονται στο τελευταίο διάστημα διεθνώς (πανδημία, πόλεμοι, ενέργεια, προσφυγικό, κλπ.) θέτουν ολοένα και περισσότερο στο προσκήνιο με τρόπο επιτακτικό το ζήτημα της ανθεκτικότητας ως κρίσιμη παράμετρο στη λειτουργία ενός κοινωνικού συστήματος. Στις συνθήκες αυτές, έχει εμπεδωθεί η αντίληψη πως η ανθεκτικότητα ενάντια σε κάθε είδους πραγματική ή δυνητική απειλή απαιτεί διαρκή εγρήγορση και μεταρρύθμιση, καθώς και προηγμένους οργανωτικούς και τεχνολογικούς πόρους.
Τα στοιχεία αυτά διασφαλίζονται με συγκεκριμένες συμμαχίες στο διεθνές περιβάλλον, οι οποίες προϋποθέτουν έμπρακτη υποστήριξη και άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και έναν ανάλογο τρόπο λειτουργίας του κράτους και των μηχανισμών του: τεκμηριωμένη χαρτογράφηση αναγκών και στόχων με αξιόπιστες μετρήσεις, άριστη κατανομή πόρων, αποδοτική αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών, επαγγελματισμό και συνεχή εκπαίδευση του στελεχιακού δυναμικού και εμπέδωση πνεύματος προσαρμοστικότητας. Η μεγέθυνση, γενικά, των δημόσιων φορέων δεν είναι ούτε απεριόριστη ούτε πανάκεια.
Δεύτερον, στο υφιστάμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ζητούμενο για την εγχώρια οικονομία είναι η ενίσχυση της «διαπερατότητας» που καλείται να επιδεικνύει σε σχέση με το συνεχώς μετακινούμενο πλανητικό κεφάλαιο.
Η προσέλκυση του τελευταίου αφορά κατά κύριο λόγο τον τουρισμό και τις κατασκευές, με όλες τις επιμέρους επαγγελματικές εξειδικεύσεις και διασταυρώσεις τους, ενώ σε ανάλογο προσανατολισμό επιδιώκεται να υπαχθούν και πλείστες άλλες περιοχές οικονομικής δραστηριότητας (εκπαίδευση, πολιτισμός, υγεία, κ. άλ.).
Το συγκεκριμένο μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης έχει ασφαλώς πλεονεκτήματα, αλλά και σημαντικότατες αδυναμίες. Η αλλαγή του, όμως, στον βαθμό που μπορεί να μεθοδευτεί, δεν μπορεί παρά να είναι βαθμιαία και σε βάθος χρόνου. Οι δε πολιτικοί φορείς που την επαγγέλλονται σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποφύγουν να διατυπώνουν συγκεκριμένες πολιτικές προς όφελος των πολυσθενών κοινωνικών ομάδων οι οποίες, στον ενεστώτα χρόνο, δραστηριοποιούνται στις -ή επωφελούνται από τις- εν λόγω οικονομικές δραστηριότητες.
Ο βαθμός στον οποίο οι πολιτικές δυνάμεις καταφέρνουν να πείθουν πως είναι σε θέση να διαχειριστούν με επιτυχία τις προκλήσεις της ανθεκτικότητας και της οικονομικής μεγέθυνσης προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό τις τρέχουσες, αλλά και τις απώτερες, πολιτικές εξελίξεις και τις εκλογικές αποτυπώσεις τους. Η όποια επιτυχία τους όμως στο να εξισορροπούν τους συγκεκριμένους στόχους είναι πρόσκαιρη και, σε κάθε περίπτωση, επισφαλής. Αφενός, το συγκεκριμένο μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης συνδέεται με σημαντικές κοινωνικές ανισότητες και περιβαλλοντική επιβάρυνση, ενώ είναι ευάλωτο στις διεθνείς διακυμάνσεις. Όλα αυτά μάλιστα όταν, παρά τις όποιες οικονομικές επιδόσεις της, η χώρα εμφανίζει σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες στον παραγωγικό ιστό της και παράλληλα καλείται να αντιμετωπίσει σειρά άλλα κρίσιμα οικονομικά προβλήματα (χρέος, ακρίβεια, κ. άλ.). Αφετέρου,η υιοθέτηση συγκεντρωτικών μοντέλων λήψης αποφάσεων ώστε να αντιμετωπίζονται τάχιστα συνθήκες κρίσης οδηγεί σε αμφισβητούμενες ως προς την αποτελεσματικότητά τους πολιτικές.
Από τη στιγμή που διαπιστώνεται πως η διαφάνεια και η δημοκρατική λειτουργία υποχωρεί στη διαχείριση μιας κρίσης, οι προτεινόμενες πολιτικές στερούνται επαρκούς πολιτικής νομιμοποίησης και κοινωνικής υποστήριξης.
Συμπτώματα από την ανεπιτυχή εναρμόνιση των εν λόγω στόχων μπορούν, μεταξύ άλλων, να εντοπιστούν στην αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική και τις διαδικασίες της (αποχή από τις εκλογές σε ποσοστό πάνω από 40% σύμφωνα με τους εκλογικούς καταλόγους), στην αύξηση της «κυμαινόμενης ψήφου» και στη διαμόρφωση εκλογικής προτίμησης την τελευταία στιγμή (απόφαση στο «παραβάν»), καθώς και στη δυσπιστία έναντι των πολιτικών θεσμών, η οποία στην τρέχουσα συγκυρία εκδηλώνεται με πολλαπλές μορφές.
Η πληθώρα των πολιτικών κομμάτων με εθνικιστικό προσανατολισμό και μισαλλόδοξη ρητορική τα οποία κατήλθαν στις πρόσφατες εκλογές και τα ποσοστά που απέσπασαν πιστοποιούν ότι τα υφιστάμενα ή δυνητικά τμήματα του εκλογικού σώματος που αποζητούν σχετική πολιτική εκπροσώπηση δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέα.
Εκ του αποτελέσματος των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου 2023 συνάγεται πως η ΝΔ εμφανίζεται τη στιγμή αυτή να κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πεποίθηση πως, σε σύγκριση με τα άλλα κόμματα, μπορεί να εξισορροπεί αποτελεσματικότερα στην αιτούμενη οικονομική «διαπερατότητα» και στη διαμόρφωση συνθηκών ανθεκτικότητας και εθνικής ασφάλειας, παρά τα σημαντικά ασφαλώς προβλήματα που καταγράφονται.
Τα κόμματα της μείζονος αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ & ΠΑΣΟΚ) καλούνται να προωθήσουν εναλλακτικά προγράμματα, τα οποία να πείθουν πως είναι σε θέση να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στις αντιθέσεις και στα προβλήματα που ανακύπτουν από την εναρμόνιση αυτών των στόχων. Προγράμματα, εν προκειμένω, τα οποία να συνδυάζουν την οικονομική μεγέθυνση με την εθνική ασφάλεια, χωρίς να θυσιάζονται οι διαφανείς δημοκρατικές λειτουργίες,και να δρομολογούν ταυτόχρονα συνθήκες εμπλουτισμού και αλλαγής του κυρίαρχου προτύπου οικονομικής μεγέθυνσης προς το οικονομικά και κοινωνικά επωφελέστερο.
Οι απαντήσεις που θα δοθούν στην εξαιρετικά σύνθετη αυτή πρόκληση θα διαμορφώσουν τους αντίστοιχους εκλογικούς συσχετισμούς, αλλά και τη μορφή γενικότερα του εγχώριου κομματικού συστήματος.
*Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Κρήτης