Μία επίκαιρη παρουσίαση των σχετικών απόψεων του Sergei Tchakhotine στο κλασικό «Ο Βιασμός των πληθών από την πολιτική προπαγάνδα» (1939) από τον Νικόλα Χρηστάκη, καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ, ΕΚΠΑ.
Ο όρος προπαγάνδα προέρχεται από το όργανο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ιδρύθηκε το 1559 με σκοπό την προώθηση της αντιμεταρρύθμισης και την σταθεροποίηση και διάδοση (propagare) των ορθών (παπικών και όχι λουθηρανικών) πεποιθήσεων και πρακτικών.
Έκτοτε η λέξη υπερφορτίστηκε και οι χρήστες της περιέπεσαν σε πολλές κρυφές ή φανερές αμαρτίες, στο βαθμό που σήμερα μοιάζει παρωχημένη ή δεν έχει παρά αρνητική και καταγγελτική χροιά. Θα αναμείξω σκόπιμα την πιο «τεχνική» με την πιο «σκοτεινή» εκδοχή, εν είδει ηθικο-πρακτικού κρυφτού, και θα επιμείνω, μέσω της σύντομης παρουσίασης του Βιασμού των πληθών… στην πιο απωθητική και απωθημένη δεύτερη.
Παραδοσιακά στην κοινωνική επιστήμη η προπαγάνδα ορίζεται ως προσπάθεια ελέγχου της γνώμης με νοηματοφόρα σύμβολα – ιστορίες, φήμες, αναφορές, εικόνες και άλλες μορφές κοινωνικής επικοινωνίας, συμπεριλαμβάνει δε την διαφήμιση και γενικότερα όλα τα είδη δημοσιοποίησης. Χωρίς να αλλάζει καθόλου η ουσία, οι πιο σύγχρονοι ορισμοί «ενημερώνουν» απλά την διαδικασία εντάσσοντας έννοιες όπως τα αντιληπτικά πλαίσια, τα γνωστικά στοιχεία, το περιεχόμενο και την δομή του προπαγανδιστικού λόγου, την μεθοδολογία «προσβολής» των τελικών ατομικών αποδεκτών.. με ύστατο πάντα στόχο την κατεύθυνση των συμπεριφορών έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί το σχέδιο του προπαγανδιστή/πομπού – ο Goebbels εξάλλου δεν έλεγε ότι δεν μιλάμε για να πούμε κάτι, αλλά για να πετύχουμε κάτι; Μ’ αυτή την έννοια αξίζει να παρατηρηθεί ότι, όπως έχει υπογραμμιστεί από τους πλέον ψύχραιμους ειδικούς της προπαγάνδας και της μαζικής πειθούς, όποιος ταυτίζεται έντονα με τις ιδέες και τα πολιτικά αποτελέσματα που επιδιώκει, κινδυνεύει να χάσει την διαύγειά του και να παρασυρθεί σε λάθος στρατηγικές και τακτικές επιλογές.
Ιδιαίτερη θέση στην ιστορία των κοινωνικο-ψυχολογικών προσεγγίσεων της προπαγάνδας κατέχει το μείζονος σημασίας έργο του Sergei Tchakhotine με τον εντυπωσιακό τίτλο Ο βιασμός των πληθών από την πολιτική προπαγάνδα. Το προφίλ του ίδιου του Tchakhotine (1883-1973) είναι καταρχάς πολύ διαφορετικό από αυτό του σημερινού εξειδικευμένου (υπερεξειδικευμένου συνήθως πλέον δυστυχώς) επιστήμονα. Έκανε σπουδές και (πολλαπλά βραβευμένες) έρευνες σε διάφορα ευρωπαϊκά κέντρα στην ιατρική, την φυσικο-χημεία, την ζωολογία, την βιολογία, την φυσιολογία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Διακρίθηκε στην μελέτη της δράσης των υπεριωδών ακτίνων (στην ομάδα του Röntgen, αλλά και επινοώντας την συσκευή κυτταρικής ακτινοβολίας Zeiss), προέκτεινε τις θεμελιακές για την κοινωνική ψυχολογία παρατηρήσεις και ιδέες του Gustave Le Bon και υπήρξε (1912-1918) μαθητής και συνεργάτης του Ivan Pavlov – εκεί έβαλε και τα ψυχοφυσιολογικά θεμέλια της προσέγγισής του αναφορικά με την πολιτική προπαγάνδα ως πρακτικής μαζικού «ντρεσαρίσματος», ακτινοβολώντας κύτταρα paramecium και δημιουργώντας σ’ αυτά αντανακλαστικά (δηλαδή «στοιχειώδη ψυχολογικά φαινόμενα»).
Όμως η πολιτική του εμπλοκή και ο προπαγανδιστικός του αγώνας δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακά: δούλεψε με τους μενσεβίκους στην προεπαναστατική Ρωσία (απ’ όπου εξορίστηκε το 1917 για να επανέλθει το 1922), με τους Λευκορώσους ενάντια στους μπολσεβίκους, με τους Γερμανούς σοσιαλοδημοκράτες ενάντια στους ανερχόμενους ναζί (από τους οποίους αιχμαλωτίστηκε δύο φορές), με την εργατική Διεθνή και την σοσιαλιστική νεολαία στην Δανία και στην συνέχεια με το Λαϊκό Μέτωπο στην Γαλλία. Να σημειώσουμε ότι για τις εκλογές του 1932, δημιούργησε στην Hesse (με απόλυτη επιτυχία, αλλά παρά την πρώτη νίκη του SPD οι μέθοδοί του εγκαταλείφθηκαν) ένα αντιναζιστικό προπαγανδιστικό μέτωπο στο πρότυπο των αντιπάλων του. Εφήρμοσε δηλαδή ένστολες παρελάσεις, έναν αγωνιστικό χαιρετισμό, το Freiheit, ως σύνθημα και ένα ιστορικό σήμα, τα Τρία Βέλη, τρία παράλληλα διαγώνια βέλη που δείχνουν προς τα κάτω αριστερά με τα οποία έσβηναν τους αγκυλωτούς σταυρούς. Τα τελευταία χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην Γαλλία -αντικαταστάθηκαν το 1971 από το τριαντάφυλλο/γροθιά- πριν υιοθετηθούν από το αγγλικό Group 43.
Ισχυριζόταν ότι η διατύπωση μίας απλής οικονομικο-πολιτικής φόρμουλας αναφορικά με το οικονομικό τους συμφέρον δεν αρκεί για να μας ακολουθήσουν και να μας στηρίξουν οι μάζες (είναι το μόνο σημείο στο οποίο κριτικάρει τον Karl Marx, τον οποίο κατά τα άλλα θαυμάζει απόλυτα). Τούτο διότι θεμελιώδες ένστικτο δεν είναι αυτό της τροφής, αλλά αυτό του αγώνα (αρνητική του εκδοχή: ο φόβος). Συνεπώς πρέπει οι αντιφασίστες να χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα με τους φασίστες (Χίτλερ και Μουσολίνι), οι οποίοι παίζουν τέλεια με την προπαγάνδα τους τις χορδές της ψυχής των μαζών, τούτο δε με τρόπο οργανωμένο, πειθαρχημένο, ορθολογικό, βασιζόμενο στα σύγχρονα επιστημονικά ευρήματα και πριμοδοτώντας όχι τους συλλογισμούς, αλλά την δημιουργία συγκινήσεων. Χαρακτήριζε έτσι αφηρημένες, άτολμες και ηττοπαθείς τις κλασικές δημοκρατικές προπαγανδιστικές μεθόδους. Όταν π.χ. «γκρινιάζουμε» με τις υπερβολικά επιθετικές και φριχτές πρακτικές των αντιπάλων δεν καταφέρνουμε τίποτα περισσότερο παρά να υπογραμμίζουμε την τόλμη τους και την δύναμή τους!
Όλα τούτα υπό το κράτος μιας άποψης -που δεν θα αντιμετωπίζαμε σήμερα χωρίς συγκατάβαση- ότι το βιβλίο του και η δουλειά του εν γένει ακολουθούν δύο στόχους: την επιστημονική αλήθεια και την ευτυχία του ανθρώπινου είδους, μέσα από την συμμαχία των εργαζομένων και των επιστημόνων, συμμαχία η οποία θα μπορούσε να απαλλάξει από κάθε εμπόδιο την πρόοδο του πολιτισμού.
Το (αφιερωμένο στους Pavlov και Wells) βιβλίο με τίτλο Ο βιασμός των πληθών από την πολιτική προπαγάνδα γράφτηκε στο Παρίσι μεταξύ 1936 και 1939 στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας ομάδας μελέτης των κοινωνικών φαινομένων (Centre d’étude des problèmes humains – CEPH) υπό την αιγίδα του βιομηχάνου και μηχανικού Jean Coutrot. Εξεδόθη από τον Gallimard λογοκριμένο (απαλείφθηκαν τα δυσάρεστα για τους Χίτλερ και Μουσολίνι εδάφια).
Ο Tchakhotine έδωσε μάχη για να ξαναβγεί στην ολότητά του, δύο μήνες όμως μετά την έναρξη του πολέμου η παρισινή αστυνομία άρχισε να το κυνηγά, ενώ το 1940 οι Γερμανοί το κατέστρεψαν ολοσχερώς. Ξαναβγήκε εμπλουτισμένο (στην συλλογή NRF του Gallimard) το 1952 και έκτοτε δεν έχει σταματήσει να επανεκδίδεται (είναι και η έκδοση που χρησιμοποιούμε εδώ). Η -παβλοφική και μπηχαβιοριστική- προσέγγισή του βασίζεται κυρίως στην θεωρία των εξηρτημένων αντανακλαστικών (θεμέλιο της «αντικειμενικής ψυχολογίας» στηριζόμενης σε γενικούς βιολογικούς νόμους, θεωρία η οποία φέρεται ότι μπορεί να εξηγήσει το σύνολο της πολυπλοκότητας των συμπεριφορών ζώων και ανθρώπων), αλλά και στην «συλλογική ρεφλεξολογία» του Vladimir Bekhterev.
Πρόκειται όπως κι αν έχει για έναν προάγγελο της κατανόησης της πειθούς και της υποβολής μέσω της μελέτης της ατομικής ιστορίας (εγκατεστημένα αλλά και ανανεούμενα αντανακλαστικά, τάση του εγκεφάλου να διατηρεί στερεοτυπικά τα «συνήθειά» του, αλλά και ανταγωνιστική τάση ανανέωσης και αλλαγής), καθώς και μέσω της μελέτης της ανθρώπινης βιολογικής και «ενστικτικής μηχανής» και των συγκεκριμένων μηχανισμών που θα μπορούσαν να παραπέμπουν στην συνειδητή ή μη «επεξεργασία της πληροφορίας» (όπως θα λέγαμε σήμερα) – προφανώς και ο κατ’ επανάληψιν υπογραμμισμένος βιολογικός αναγωγισμός της προσέγγισης αυτής δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
Όλες οι αντιδράσεις των όντων μπορούν λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο να γίνουν κατανοητές μέσω ενός μοντέλου τεσσάρων έμφυτων θεμελιωδών «ενορμήσεων», καθώς η φύση προίκισε το άτομο με μηχανισμούς ατομικής προστασίας και διατήρησης του είδους: αποφυγή του κινδύνου και λήψη τροφής (στο πλαίσιο του πρώτου μηχανισμού), αναπαραγωγή και προστασία (στο πλαίσιο του δευτέρου, με άμεσες εδώ αναφορές στον Sigmund Freud). Σημαντικότερη, διότι γενικότερη, η αγωνιστική (ή μαχητική) ενόρμηση: κάθε ζωντανό ον πρέπει να μάχεται εναντίον συγκεκριμένων επιθέσεων (κάτι αμεσότερο από τον κίνδυνο θανάτου από ασιτία). Καταστάσεις που συνδέονται με το σύστημα της μαχητικότητας: από τη μια ο φόβος, το άγχος, η κατάθλιψη, από την άλλη η επιθετικότητα, η μανία, το θάρρος, ο ενθουσιασμός, ό,τι εν ολίγοις σχετίζεται, στον κοινωνικό ή στον πολιτικό τομέα, με τον αγώνα για απόκτηση εξουσίας και κυριαρχίας.
Δεν θα απορήσουμε ίσως που ο Τchakhotine παρατηρεί πως οι κύριοι αποδέκτες της προπαγάνδας (μικροαστοί και προλετάριοι της εποχής του) ζουν σε κακές οικονομικές συνθήκες, δεν εμπιστεύονται πλέον το κράτος και είναι άτομα διστακτικά, αδιάφορα, απογοητευμένα και κουρασμένα από τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής. Τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά είναι η «νεύρωση», το στρες με μια πιο μοντέρνα ορολογία, το ασταθές νευρικό σύστημα, το ότι εύκολα μπορούν να υποβληθούν στην οποιαδήποτε ιδέα και συναίσθημα, ο φόβος, και συνεπώς η αναζήτηση ενός απόλυτου προστάτη εξουσιαστή.
Διαχωρίζει λοιπόν
(α) την προπαγάνδα δια της πειθούς (ή του συλλογισμού), απευθυνόμενη στα (λίγα σχετικά) άτομα που είναι ικανά να αντιστέκονται με την λογική στον ψυχικό εξουσιασμό (στηριζόμενα κυρίως στην «τροφική» ενόρμηση και επικαλούμενα οικονομικού τύπου επιχειρήματα), από την
(β) προπαγάνδα δια της υποβολής, που δρα προκαλώντας ή τον φόβο ή τα «θετικά» αντίστοιχά του (εκστατικό παραλήρημα, μανιακό ενθουσιασμό…) – αντιδράσεις που άπτονται της «μαχητικής» ενόρμησης. Με αυτό το είδος προπαγάνδας επιδιώκεται λοιπόν από την μία να τρομοκρατείται ο εχθρός, από την άλλη να προσβάλλονται συγκινησιακά και να τρομοκρατούνται οι μάζες, ενώ παράλληλα να αφυπνίζεται η επιθετικότητα ως «απάντηση» στην ανασφάλεια και στην ενδημούσα «εξωτερική απειλή».
Καίριες είναι και οι παρατηρήσεις του αναφορικά με την σημασία του ηγέτη. Όσο κι αν αρνείται κάποιες αναλύσεις του Gustave Le Bon αναφορικά με την «συλλογική ψυχή», προτείνει κι αυτός την ιδέα της οντολογικής αλληλεξάρτησης μάζας και (σαγηνευτικού-υπνωτιστή, χαρισματικού ή/και παράφρονα) ηγέτη. Η μεταξύ τους σχέση (συμπαιγνία θα μπορούσαμε να πούμε) ερμηνεύεται μέσω «μιμητικών αντανακλαστικών» – οριζόντιων και κάθετων, περίπου όπως κάνει ο Sigmund Freud με τις ταυτίσεις του, αλλά και άλλοι κλασικοί και σύγχρονοι ψυχολόγοι των μαζών (όπως ο Gabriel Tarde ή ο Serge Moscovici). Ο ηγέτης είναι το ερέθισμα που προκαλεί τα εξαρτημένα αντανακλαστικά στις μάζες, αλλά και τις παρασύρει με τον ενθουσιασμό του, την (ενίοτε παραληρηματική) πίστη του, καθώς και τις φοβίζει, τις τρομοκρατεί και τις υποτάσσει με τις απειλές του.
Η προπαγάνδα δια της υποβολής δρα επί του ασυνειδήτου χρησιμοποιώντας τα σύμβολα που υπάρχουν ριζωμένα στη συλλογική μνήμη, δηλαδή ήχους, μελωδίες και ρυθμούς, γραφήματα, εικόνες και παραστάσεις, σημαίες και εμβλήματα, στολές, τελετές, παρελάσεις κ.ά. Οι στολές π.χ., και γενικότερα τα στοιχεία του στρατιωτικού κόσμου, έχουν μεγάλη υποβλητική και υπνωτική (οιονεί μυστικιστική) δύναμη επί των μαζών συνδυάζοντας χορογραφικά και θεατρικά στοιχεία – δύναμη του αριθμού, της εικόνας, ρυθμική και μουσική πειθαρχία στην κίνηση κοκ. Λίγη σημασία έχει συνεπώς η αλήθεια -ακόμα και η απλή αληθοφάνεια- που περιέχουν τα λόγια του ηγέτη. Προέχουν τα συναισθήματα που αυτά τα λόγια γεννούν, τα οποία συνδυάζονται με τα σύμβολα που ο καθένας συναντά παντού και συνεχώς – βλ. π.χ. τον κορεσμό του δημόσιου χώρου από αγκυλωτούς σταυρούς και άλλα εμβλήματα καθιστάμενα ερεθίσματα που γεννούν στις μάζες μια «νευρική αντίδραση» και θυμίζουν τα λόγια και τις απειλές του Hitler. Ύστατος ρυθμιστής της ψυχικής κατάστασης των μαζών είναι εδώ ο φόβος για τη δύναμη του ηγέτη. Τα σημεία της δύναμης αυτής πρέπει να είναι πανταχού παρόντα στην ατομική και κοινωνική καθημερινότητα (η «διεισδυτικότητα» των μοντέρνων επικοινωνιακών μέσων είχε ήδη αρχίσει να τραβά την προσοχή των στοχαστών), όπως άλλωστε και τα «επίσημα» (αλλά και τα ανεπίσημα) όργανα καταστολής. «Κάθε σύμβολο, κάθε αγκυλωτός σταυρός καθίσταται με τον τρόπο αυτό ένα memento της απειλής και προκαλεί τον ακόλουθο συλλογισμό: ο Hitler είναι η δύναμη, είναι η μόνη πραγματική δύναμη και εφόσον όλος ο κόσμος είναι μαζί με τον Hitler, πρέπει κι εγώ, ο άνθρωπος του δρόμου, να κάνω το ίδιο, αν δεν θέλω να συνθλιβώ», γράφει. Φόβος και μίσος για συνωμότες και εχθρούς, μεγαλείο του έθνους και ευτυχία του εκλεκτού λαού, όλα δηλαδή τα ισχυρότατα αρχέτυπα, συνδυάζονται με το ένα και μοναδικό δόγμα/κόμμα, με τον ένα και μεγάλο ηγέτη, αποκλείοντας κάθε οδό πρακτικής και νοητικής διαφυγής. Επιμένει, το ξαναλέμε, στον ρόλο του ραδιοφώνου και της σχετιζόμενης διαφημιστικής τεχνικής στην δημιουργία αυτού του «νευρικού» κλίματος (αντανακλαστικών και συμπεριφορών), μέσω των δυνατοτήτων που παρέχει να διαδίδονται παντού και ταχύτατα περιεχόμενα – μεταξύ των οποίων οι ψευδείς ειδήσεις, αλλά και η διάψευση των αληθών!
Ο προπαγανδιστής (πρέπει να) δημιουργεί και να αξιοποιεί μιαν ατμόσφαιρα όπου η ανασφάλεια, το άγχος και το δέος να διαδέχονται ασταμάτητα τον ενθουσιασμό, την έξαψη και την έξαρση, την επιθετικότητα και την μανία. Αυτός ο ψυχολογικός βιασμός, στοχεύει στην απώλεια των νοητικών ικανοτήτων, στην «υπνηλία», σε μια κατάσταση συνεπώς που διευκολύνει την υποβολή και καθιστά τα άτομα σαγηνευμένα ανδρείκελα στην πλήρη διάθεση ενός φαινομενικά «παντοδύναμου» ηγέτη.
Κλείνοντας αυτή την περιγραφή νομίζουμε απαραίτητο να αναφερθούμε στην πολιτική απαισιοδοξία του Tchakhotine, ο οποίος δεν θεωρεί καθόλου πιθανή την νίκη των δημοκρατικών αρχών συνεχεία της συμμαχικής νίκης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Πιστεύει ότι εξαιτίας του γιγαντισμού των κρατών, η μεγάλη πλειονότης των πολιτών σ’ αυτές τις δημοκρατίες είναι πολίτες δευτέρας τάξεως, καθώς βιάζονται ψυχικά από την προπαγάνδα που εκπορεύεται από την άρχουσα κάστα, η οποία και ιδιοποιείται το δικαίωμα να μιλά εν ονόματι των μαζών, ενώ, επικαλούμενος μάλιστα εδώ τον Freud, επιμένει στο ότι οι θεσμοί στις δυτικές χώρες δεν παραπέμπουν στα ιδανικά της κοινότητας και της αυτονομίας, αλλά σ’ αυτά του παντοδύναμου πατέρα/ηγέτη απέναντι στο παιδί/πλήθος. Δεν απαλλάσσει βέβαια τα μαρξιστικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από αντίστοιχες «παθολογίες» (η λέξη είναι δική μου) και γραφειοκρατικές σκληρύνσεις: η γραφειοκρατική κάστα (δια)χωρίζει ηγέτες/στελέχη από εργαζόμενους επιφυλάσσοντας διαχείριση των πόρων, πρωτοβουλίες και ικανότητες στους πρώτους, υπακοή και πειθαρχία στους δεύτερους. Προτείνει τέλος ως θεραπεία την «μικρο-κοινωνικοποίηση» σε μικρής εμβέλειας αποκεντρωμένες και συνεταιριστικές κοινωνικές ενότητες, όπου η παιδεία-προαγωγός της ατομικότητας και ο δημιουργικός ενθουσιασμός θα παραγκωνίσουν τον (βασιζόμενο στην δημαγωγία και τον ψυχολογικό βιασμό) τρόμο που σχετίζεται με στοιχεία που ενυπάρχουν αφενός στην ανθρώπινη φύση, αφετέρου στην κυρίαρχη μαζική κοινωνική συνθήκη.
Παρά τον βιολογισμό που απετέλεσε και τον κύριο στόχο των (απόλυτα κατανοητών) κριτικών του Tchakhotine, παρά τον ψυχολογισμό που αγνοεί την κοινωνικο-πολιτική αναγκαιότητα συνάρθρωσης των εξουσιαστικών και των ατομικών «αναγκών» στο σύγχρονο υπερ-πολύπλοκο και επικοινωνιακά κορεσμένο κόσμο εν γένει, η εμβέλεια του έργου του και της δράσης του, στο επιστημονικό και στο πολιτικό επίπεδο, παραμένει τεράστια. Πέρα από αυτό όμως να παρατηρήσουμε ότι ούτως ή άλλως σήμερα θεωρείται ότι όλες οι ψυχολογίες των μαζών «κάπου σκοντάφτουν» (αν μου επιτρέπεται η έκφραση), χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν το πρόβλημα έγκειται στην μεθοδολογική/θεωρητική τους ανεπάρκεια ή στην (ανυπόφορη) επιμονή τους να μας μιλάνε χωρίς περιστροφές και πολιτικές ορθότητες για ό,τι ζούμε και παρατηρούμε στις κοινωνίες μας τον τελευταίο αιώνα (τουλάχιστον), «διαψεύδοντας», «εξουδετερώνοντας», δίκην αρνητικής ψευδαίσθησης, αυτό που (καλύτερα να μην το) ξέρουμε προκειμένου το προφανές του να μην μας κατακλύσει.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Ellul, J. (1990). Propagandes. Paris: Économica.
Freud, S. (1994). Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ. Αθήνα: Επίκουρος. (γερμ. έκδ. 1921)
Lasswell, H. (1937). Propaganda. In E. R. A. Seligman, & A. Johnson (Eds.), Encyclopedia of the social sciences (Vol. 12, pp. 521-528). New York: Macmillan.
Le Bon, G. (2010). Ψυχολογία των μαζών. Αθήνα: Το Βήμα. (γαλ. έκδ. 1895)
Mercier, A. (2022). Sur Le viol des foules par la propagande politique de S. Tchakhotine. Questions de Communication, 42, 469-491.
Moscovici S. (1981). L’âge des foules. Paris: Fayard.
Ohayon A. (2014). Sommes-nous toujours à l’âge des foules ? Le Journal des psychologues, 318, 22-26.
Tarde, G. (1901). L’ opinion et la foule. Paris: Presses Universitaires de France.
Tchakhotine, S. (1952). Le viol des foules par la propagande politique. Paris: Gallimard.
Χρηστάκης, Ν. (2016). Ψυχοκοινωνιολογία των μαζικών επικοινωνιών. Αθήνα, Gutenberg.
- “Nothing Precious”- Το πρώτο βιβλίο του «ζωγράφου προσώπων» Μαρσέλο Γκουτιέρες
- Παναθηναϊκός-Μακάμπι: Δρακόντεια μέτρα ασφαλείας για το φόβο του… Άμστερνταμ
- Έκθεση ΟΟΣΑ: Στις τελευταίες θέσεις η Ελλάδα στους δείκτες ευημερίας – Πως σχολιάζει η κυβέρνηση
- Νίκος Ανδρουλάκης: Συναίνεση αλά καρτ δεν θα βρείτε στο ΠΑΣΟΚ
- Μητσοτάκης: Από 28 Νοεμβρίου ξεκινούν τα 37.000 δωρεάν απογευματινά χειρουργεία