Εδώ και δεκαετίες, η μεσογειακή διατροφή θεωρείται πρότυπο υγιεινής διατροφής. Η έμφαση που δίνει στα φρέσκα φρούτα, τα λαχανικά, τα δημητριακά ολικής αλέσεως, τα ψάρια και το ελαιόλαδο έχει συνδεθεί με πολλά οφέλη για την υγεία. Ωστόσο, καθώς οι οικονομίες διαλύονται και οι εταιρείες και επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τη γοητεία της, η μεσογειακή διατροφή γίνεται όλο και λιγότερο βιώσιμη για τους περισσότερους μας. Η ακρίβεια σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση της πολυτελούς κουλτούρας της, έχει καταστήσει δύσκολη τη διατήρηση αυτού του κάποτε προσιτού διατροφικού προτύπου.
Ιστορικά, οι μεσογειακές χώρες διέθεταν προοπτικές για ισχυρούς πρωτογενείς τομείς που παρείχαν άφθονα φρέσκα προϊόντα, ελαιόλαδο και άλλα βασικά είδη διατροφής. Ωστόσο, παράγοντες όπως η κλιματική καταστροφή, η περιορισμένη πρόσβαση σε πόρους, τα μνημόνια και η ερήμωση της υπαίθρου έχουν συμβάλει στη μείωση της γεωργικής παραγωγής.
Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία παράγοντες όπως τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και η περιορισμένη ρευστότητα έχουν αφήσει αυτές τις χώρες ευάλωτες σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις και στάσιμη ανάπτυξη. Τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν και οι μειωμένες δημόσιες δαπάνες έχουν επηρεάσει σημαντικά τα βιοτικά επίπεδα των πολιτών τους, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολο να αντέξουν οικονομικά την οποιαδήποτε εναλλακτική διατροφή. Η έλλειψη σταθερής απασχόλησης και οι χαμηλοί μισθοί εμποδίζουν περαιτέρω την προμήθεια των απαραίτητων συστατικών της μεσογειακής διατροφής.
Ο εμπορικός περιορισμός των μεσογειακών χωρών σε αυστηρά εισαγωγικές δραστηριότητες, έχει οδηγήσει σε ανισορροπίες και εξάρτηση από τις εξωτερικές αγορές. Οι ασταθείς παγκόσμιες τιμές των εμπορευμάτων, οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών επηρεάζουν σημαντικά την οικονομική προσιτότητα των εισαγόμενων συστατικών της μεσογειακής διατροφής. Ως αποτέλεσμα για τους περισσότερους η διατήρηση μιας διατροφής που παραδοσιακά συνδέεται με την γη τους να είναι μη βιώσιμη.
Η δημοτικότητα της μεσογειακής διατροφής έχει οδηγήσει στην αισχρά εκμεταλλευτική εμπορευματοποίηση της κουζίνας της. Εστιατόρια, βιομηχανίες και έμποροι έχουν πατήσει πάνω στην αντίληψη της μεσογειακής διατροφής ως πολυτελούς και υψηλής ποιότητας γαστρονομική εμπειρία. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές των μεσογειακών φαγητών και των προϊόντων έχουν διογκωθεί σε βαθμό που είναι προσιτά μόνο για ένα πιο πλούσιο δημογραφικό.
Τα τελευταία χρόνια, η αυξημένη ζήτηση για βασικά προϊόντα μεσογειακής διατροφής, όπως το ελαιόλαδο, η φέτα και τα δημητριακά, έδωσε την ευκαιρία στις εταιρείες να τα χρεώνουν σε premium τιμές. Η γοητεία της αυθεντικότητας και της παράδοσης και η αντίληψη της ανώτερης ποιότητας είναι η δικαιολογία πίσω από αυτές τις τιμές. Τα εστιατόρια στα τουριστικά hotspot συχνά διογκώνουν τις τιμές, εκμεταλλευόμενα την επιθυμία των ταξιδιωτών να βιώσουν τη μεσογειακή διατροφή στον τόπο καταγωγής της. Αυτή η εκμεταλλευτική τιμολόγηση αποξενώνει περαιτέρω τους ντόπιους και τα άτομα με περιορισμένους οικονομικούς πόρους, καθιστώντας τη ακόμη πιο μη βιώσιμη για όσους κατοικούν στην περιοχή της Μεσογείου.
Οι μεσογειακές χώρες και κυρίως η Ελλάδα βασίζονται στον τουρισμό ως πηγή εσόδων και απασχόλησης. Ωστόσο, οι πρόσφατες διαταραχές και αλλαγές σε έναν ολοένα παρακμάζων τουριστικό τομέα, με τις άθλιες συνθήκες εργασίας, τα υψηλά κόστη, την ακρίβεια, τον παγκόσμιο πληθωρισμό και την μείωση των ταξιδιωτών, έχουν βαθύ αντίκτυπο στην οικονομική προσιτότητα και προσβασιμότητα στην οποιαδήποτε διατροφή (πόσο μάλλον την μεσογειακή) τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους επισκέπτες.
Συντάκτης: Χάρης Παναγόπουλος (IkarosAsteras)