Οι εκλογές της 21ηςΜαΐου αποτέλεσαν έναν «σεισμό».
Παναγιώτης Σκευοφύλαξ*
Επιμέρους διαστάσεις του αποτελέσματος μπορεί να ήταν ήδη ανιχνεύσιμες και να είχαν εντοπιστεί. Η συνολική εικόνα, όμως, είχε χαρακτήρα μεγάλης έκπληξης. Άλλωστε, αν δεν συνιστούσε έκπληξη η ετυμηγορία της κάλπης, αφενός αυτή δεν θα είχε κινητοποιήσει τόσες αναλύσεις στη συνέχεια, αφετέρου δεν θα είχε οδηγήσει τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα πολιτικά κόμματα να αναπροσαρμόσουν τη θέση και τη ρητορική τους στη βάση αυτή.
Η 21η Μαΐου ως έκπληξη και οι αναπροσαρμογές στον κομματικό ανταγωνισμό
Εξάλλου, λίγους μήνες πριν και ειδικά μετά το δυστύχημα των Τεμπών, η ΝΔ ναι μεν επίσημα δεν απέσυρε το αίτημά της για αυτοδυναμία, αλλά κρίνοντας αυτή ως μη «ρεαλιστική» ή έστω εύκολα επιτεύξιμη, θεωρούσε πολιτικά εφικτή τη συγκυβέρνησή της με το ΠΑΣΟΚ, εάν εκείνο δεν επέμενε να αρνείται το ενδεχόμενο ο Κ. Μητσοτάκης να ήταν πρωθυπουργός. Στο ίδιο πλαίσιο το ΠΑΣΟΚ έθετε ως στόχο ένα «ισχυρό διψήφιο» ποσοστό για να εμπλακεί σε συζητήσεις κυβερνητικής συνεργασίας είτε με τη ΝΔ είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, με μόνη αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση το «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας». Ο δε ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του έθετε την προοπτικής της προοδευτικής διακυβέρνησης.
Προφανώς, τα παραπάνω απέχουν πολύ από τα δεδομένα που διαμόρφωσε η 21η Μαΐου και επί των οποίων ενόψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου η ΝΔ πλέον επιζητεί ισχυρότερη πλειοψηφία από εκείνη της προηγούμενης Βουλής, το ΠΑΣΟΚ θέτει ευθέως ζήτημα ανακατάταξής του σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο τελευταίος είναι ακόμη σε αναζήτηση στόχου.
Ομοιότητες και διαφορές με το 2012
Παρότι, λοιπόν, η συνολική εικόνα που διαμορφώθηκε μετά τις τελευταίες εκλογές ήταν μη αναμενόμενη σε βαθμό που είναι νόμιμος ο χαρακτηρισμός περί «σεισμού», εν τούτοις η πρόσφατη εκλογική ιστορία έχει να επιδείξει μια στιγμή που επέφερε σημαντικές ανακατατάξεις, εκείνη των εκλογών του Μαΐου 2012. Οι ευρύτερες συνθήκες τότε και τώρα είναι έντονα διαφορετικές, όμως τότε ήταν που τέθηκαν οι βάσεις για την ανατροπή των κομματικών συσχετισμών που επικρατούσαν για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Πρωταγωνιστής και τότε και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Τότε για την απροσδόκητη άνοδο των ποσοστών του κατά 12,18%, τώρα για την απροσδόκητη πτώση αυτών κατά 11,47%. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι στις εθνικές εκλογές του Μαΐου 2012 έλαβε 1.061.928 ψήφους, ενώ στις 21 Μαΐου 2023 1.184.500, δηλαδή 122.572 ψήφους περισσότερες. Αυτά είναι και τα δύο χαμηλότερα ποσοστά που έχει λάβει σε εθνικές εκλογές από τον Μάιο 2012 έως και τον Μάιο 2023.
Αυτή η συνθήκη έχει προκαλέσει αναλύσεις που διαβλέπουν την ολοκλήρωση ενός «ιστορικού κύκλου» σε ό,τι αφορά τρεις παραμέτρους. Η μία αφορά στην εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και η δεύτερη στην αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ. Από εκείνα τα πρωτόγνωρα, τότε, χαμηλά ποσοστά για το ΠΑΣΟΚ, η σημερινή του επίδοση υπολείπεται κατά 157.286 ψήφους, καθώς τον Μάιο 2012 είχε λάβει 833.452, ενώ στις 21 Μαΐου 2023 έλαβε 676.166. Η τρίτη αφορά στην εκλογική επιρροή της ΝΔ που από τον Μάιο 2012 έχει λάβει υπερδιπλάσιες ψήφους (2.407.860 έναντι 1.192.103).
Το 2023 ανοίγει νέος κύκλος, προς ποια όμως κατεύθυνση;
Έτσι, λοιπόν, υποστηρίζεται ότι ενδεχομένως επιστρέφουμε σε έναν «μετακρισιακό» πολιτικό κύκλο στον οποίο η ΝΔ δημιουργεί προϋποθέσεις πολιτικής ηγεμονίας -με την εκλογική επιρροή της μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 να τείνει σταθερά διευρυνόμενη, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει τη δεσπόζουσα θέση του ως ο ένας εκ των δύο πόλων του κομματικού συστήματος, το δε ΠΑΣΟΚ ανακτά, σε πρώτη φάση, τη δυνατότητά του να είναι εκείνο αξιωματική αντιπολίτευση.
Τις εκλογές Μαΐου 2012 είχαν ακολουθήσει εκείνες του Ιουνίου 2012. Τότε, η ΝΔ είχε λάβει 1.825.497 ψήφους, ο ΣΥΡΙΖΑ 1.655.022 και το ΠΑΣΟΚ 756.024. Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στον έναν περίπου μήνα που είχε μεσολαβήσει είχαν αυξήσει το ποσοστό τους κατά 10 και πλέον μονάδες, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης σημείωσαν μικρότερη ή μεγαλύτερη υποχώρηση. Εκείνες, δηλαδή, ήταν οι εκλογές που «επισφράγισαν» την αλλαγή συσχετισμών και τη διαμόρφωση ενός νέου διπολισμού.
Σήμερα, έντεκα χρόνια μετά βρισκόμαστε σε αναμονή μιας νέας εκλογικής διαδικασίας, της δεύτερης σε διάστημα ενός μήνα, όπως και το 2012. Με το ερώτημα για τον νικητή των επικείμενων εκλογών να είναι μάλλον απαντημένο, έστω και αν η κάλπη στις 25 Ιουνίου θα είναι και πάλι «άδεια», το μείζον διακύβευμα μοιάζει εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεπεράσει έναν ακόμη σκόπελο και θα επιβεβαιώσει τη θέση και τον ρόλο του στο κομματικό σύστημα ή εάν το ΠΑΣΟΚ θα διαγράψει μια πορεία αντίστροφη εκείνης που ακολούθησε το 2012, δηλαδή εάν από τη διολίσθηση τότε, θα περάσει στην ανάκαμψη τώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει διαρκώς μάχες «επιβίωσης», αυτή όμως ίσως είναι η πιο κρίσιμη
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα μόνο «ανέφελη» δεν ήταν, πολλές, δε, φορές η εξέλιξη των πραγμάτων έμοιαζε με «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», δηλαδή μέρος όσων προδίκαζαν τα όσα θεωρούσαν ότι θα συνέβαιναν, συντελούσαν ώστε αυτά να συμβούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα έχει καταφέρει επιτυχώς να ξεπεράσει την παγίδα της «αριστερής παρένθεσης» το πρώτο εξάμηνο του 2015 όσο και να βρει διέξοδο από τη στρατηγική -των αντιπάλων του- της «συμμόρφωσης» μετά το δημοψήφισμα του ίδιου έτους, τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και την τετραετία άσκησης κυβερνητικής πολιτικής. Στις εκλογές του Ιουλίου 2019 πέτυχε να αποσπάσει 1.781.057 ψήφους, όταν δύο μόλις μήνες πριν, στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 είχε λάβει 1.343.595 ψήφους (159.095 περισσότερες σε σχέση με την 21η Μαΐου 2023) και είχε τεθεί και τότε ζήτημα επιβεβαίωσης της θέσης και του ρόλου του.
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να διαχειριστεί πιο δύσκολες, σε ό,τι αφορά τον κομματικό ανταγωνισμό, καταστάσεις. Η μεν ΝΔ εκλογικά εμφανίζεται στην πιο ισχυρή φάση της από τις εθνικές εκλογές του 2007, η δε πίεση που δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αμφίπλευρη. Το ΠΑΣΟΚ πλησιάζει τα υψηλότερα ποσοστά του της τελευταίας εντεκαετίας, ενώ στα «αριστερά» υπάρχει πλουραλισμός υποδοχέων της ψήφου που διαρρέει από τον ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης η ήττα στις τελευταίες εκλογές, κατέδειξε αδυναμίες στρατηγικές, οργανωτικές και τακτικές, που από τη μία χρειάζεται άμεσα να θεραπευτούν, όσο είναι δυνατό, ενόψει 25ης Ιουνίου, ενώ από την άλλη είναι αναγκαίο να ιδωθούν σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική, καθώς ούτως ή άλλως οι ερχόμενες εκλογές, όποιο & αν είναι το αποτέλεσμα τους, θα «υποχρεώσει» τον ΣΥΡΙΖΑ να ανασυγκροτηθεί. Αν, πώς και σε ποια κατεύθυνση πρώτα απ’ όλα πρέπει ν’ απαντηθεί από την ίδια τη συλλογικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να καταστεί εφικτό η κοινωνική συμμαχία που εκείνος θέλει να εκπροσωπεί να ακολουθήσει και να συμμετέχει στη διεργασία. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέδειξε τακτική ευελιξία για πάνω από μια δεκαετία, σήμερα χρειάζεται μια στρατηγική ανατοποθέτηση ανάλογη του 2012, όταν τότε απάντησε στα όσα έθετε η συγκυρία ως αριστερό κόμμα κυβερνητικής δυναμικής.
*Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ