Οι ολοένα και αυξανόμενες υποθέσεις ανήλικης παραβατικότητας που έρχονται στο φως το τελευταίο διάστημα σοκάρουν αφενός με τη συχνότητά τους και αφετέρου με την επιθετικότητα που εκδηλώνεται.
Ειδικοί υποστηρίζουν ότι έχει μειωθεί και ο μέσος όρος της ηλικίας των παιδιών που έχουν παραβατική συμπεριφορά, κάτι που προκαλεί ανησυχία, αποδίδοντας το φαινόμενο σε μεγάλο βαθμό στον νέο τρόπο ζωής, στον εγκλεισμό της πανδημίας, την κακή χρήση του διαδικτύου και την ενδοοικογενειακή βία την οποία βιώνουν τα παιδιά.
Η Πάρη Ζαγούρα, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων Ελλάδας και ο Γιάννης Πράνταλος, γραμματέας του συνδέσμου που μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θεωρούν ότι η παραβατικότητα των ανηλίκων είναι μέρος της συνολικής παραβατικότητας σε μια κοινωνία και δεν πρέπει να την ξεχωρίζουμε από την συνολική παραβατικότητα και αυτή των ενηλίκων. Ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ, Νικηφόρος Κωνσταντίνου λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η πανδημία και οι συνέπειες της αποτέλεσαν καταλύτη για την εκδήλωση ακραίων και παραβατικών συμπεριφορών μέσα στα σχολεία.
«Πράγματι, τα περιστατικά βίαιης παραβατικότητας από ομάδες, μάλιστα, ανηλίκων έχουν αξιοσημείωτα αυξηθεί, όπως και η θεατότητά τους: ληστείες με αντικείμενο κινητά τηλέφωνα, επικίνδυνες σωματικές βλάβες και συμπλοκές ανάμεσα σε παρέες παιδιών κ.λπ. προβάλλονται όλο και περισσότερο από τα μέσα ενημέρωσης και απασχολούν την Εισαγγελία Ανηλίκων, το Δικαστήριο Ανηλίκων και τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων. Ακριβώς λόγω της βίαιης φύσης των περιστατικών, καταγγέλλονται και πιο συχνά. Η παραβατικότητα των ανηλίκων είναι μέρος της συνολικής παραβατικότητας σε μια κοινωνία, του α-νομικού φαινομένου. Έτσι και η ανήλικη παραβατικότητα μετέχει και διαμορφώνεται από αυτό το γενικό πλαίσιο και αντίστοιχα κατασκευάζει μια αναπαράσταση αυτής. Αποτελεί μια από τις όψεις της κοινωνικής τοπογραφίας. Εάν θέσουμε αυστηρά και αδιαπέραστα όρια μεταξύ της συνολικής παραβατικότητας και αυτής των ανηλίκων, χάνουμε τη γενική εικόνα που παράγει και αναπαράγει όλες τις μορφές εγκληματικότητας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και έτσι θα μετατρέψουμε και θα κατακερματίσουμε ένα συνολικό πρόβλημα σε πρόβλημα ατομικής, εθνοτικής κ.λπ. παθολογίας ή σε πρόβλημα προς επίλυση από τα επιμέρους συστήματα, όπως είναι το σχολείο, η οικογένεια, η δικαιοσύνη κ.λπ., τα οποία καλούνται να ενεργήσουν μεμονωμένα», λένε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ οι εκπρόσωποι του ΔΣ του Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων Ελλάδας.
Για τον πρόεδρο της ΟΛΜΕ, «η πανδημία έβγαλε πάρα πολύ ψυχισμό κρυμμένο. Ήταν έντονα τα φαινόμενα. Θυμάστε ήταν έντονο το συναίσθημα της επιβίωσης, υπήρχε έντονος φόβος, υπήρχε η απομόνωση και όλα αυτά λειτούργησαν αρνητικά στον ψυχισμό όλων. Και κυρίως των οικογενειών. Οι οποίες μας μεταφέρουν αυτή την αυτή την άσχημη συμπεριφορά μέσα στο σχολείο».
Αυξημένη είναι η έκφραση της βίας και μέσα στα σχολεία. Ο Νικηφόρος Κωνσταντίνου τονίζει ότι τα περιστατικά έχουν αυξηθεί μετά την πανδημία με γεωμετρική πρόοδο και αφορούν τόσο τα λύκεια όσο και τα γυμνάσια. Μάλιστα, ο κ. Κωνσταντίνου λέει ότι πέρυσι υπήρξαν ακόμα και παραιτήσεις καθηγητών από σχολεία λόγω ακραίων φαινομένων.
«Οι καταγγελίες που μας έρχονται από τους συναδέλφους μας είναι καθημερινά σε όλα τα επίπεδα» λέει ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ και αναφέρεται σε επιθετική συμπεριφορά μαθητών απέναντι σε συμμαθητές τους κυρίως απέναντι σε μικρότερους συμμαθητές. «Τα τελευταία 2 χρόνια έχουμε και μεγάλη αύξηση και επιθετική συμπεριφορά απέναντι και σε εκπαιδευτικούς, κάτι που δεν το είχαμε παλιότερα. Τους καταγράφουν με βίντεο, τους επιτίθενται και τους επιτίθενται και μαζικά μερικές φορές, έχουμε δηλαδή πλέον φαινόμενα μαζικής επίθεσης μαθητών απέναντι σε εκπαιδευτικό, είτε σε απέναντι σε συμμαθητές, Και εκεί πάλι μαζικές. Δεν έχουμε ατομικές επιθέσεις, αλλά και περισσότερο μαζικές και οργανωμένες δηλαδή», εξηγεί ο κ. Κωνσταντίνου και συνεχίζει λέγοντας: «Είδαμε πρόσφατα εξωσχολικός μπήκε στο σχολείο και απείλησε καθηγήτρια. Έχουμε δει μαθητές να προπηλακίζουν καθηγητή στο προαύλιο. Αυτό που ζητάμε εμείς είναι να εξετάσουμε το πρόβλημα ψυχολογικά και να το περιορίσουμε. Η λογική δεν είναι να φτάσουμε στα άκρα, η λογική είναι να μπορέσουμε να βοηθήσουμε την όλη κατάσταση γιατί τα παιδιά αυτά βοήθεια και στήριξη θέλουν».
Για τον πρόεδρο της ΟΛΜΕ είναι απαραίτητο να γίνουν πολλές περισσότερες προσλήψεις ψυχολόγων στα σχολεία. Όπως λέει σε ένα ΕΠΑΛ που έχει πάνω από 400 μαθητές απαιτούνται τρεις και τέσσερις ψυχολόγοι και στα υπόλοιπα από ένας. «Παρατηρήθηκε το φαινόμενο τη μια φορά την εβδομάδα που πηγαίνει ο ψυχολόγος στο σχολείο να έχουμε ουρές, όχι μόνο μαθητών αλλά μετά την πανδημία έχουμε ουρές και γονιών που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά και να πάνε σε ένα ψυχολόγο ιδιώτη κάνουν χρήση του ψυχολόγου του σχολείου. Υπάρχει τεράστια ανάγκη», σημειώνει επίσης και προσθέτει: «Το θετικό είναι το εξής, ότι δεν είναι τόσο κοινωνικό φαινόμενο, δεν έχουμε γκετοποίηση περιοχών, γκετοποίηση ατόμων, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Δηλαδή εκεί έχουμε έντονα κοινωνικά φαινόμενα τα οποία φέρνουν τα προβλήματα μέσα στο σχολείο. Αντίθετα, σε μας, στα σχολεία μας από ότι βλέπουμε είναι προβλήματα της οικογένειας και προβλήματα φιλικού περιβάλλοντος τα οποία εξωτερικεύονται μέσα στο σχολείο, αλλά δεν είναι έντονα κοινωνικά, δεν είναι κοινωνικά».
Σχετικά με την αντιμετώπιση του ζητήματος οι εκπρόσωποι του ΔΣ του Συνδέσμου Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων Ελλάδας υποστηρίζουν: «Αν δεν υπάρξουν ριζικές πολιτικές επιλογές στήριξης, ενίσχυσης και δημιουργίας κατάλληλων δομών και μέσων και αλλαγή κοινωνικού μοντέλου, τότε ναι, και περαιτέρω αύξηση της ανήλικης παραβατικότητας και βίας θα προκύψει. Αν αποστασιοποιηθούμε από την παραπάνω θεώρηση, κινδυνεύουμε να εγκλωβισθούμε σε έναν ανορθόλογο και αντιπαραγωγικό κατακερματισμό ευθυνών («φταίει το σχολείο, φταίει η οικογένεια» κ.λπ.) και σε μονόπλευρες παρεμβάσεις».
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρόλος του σχολείου και της οικογένειας δεν είναι κρίσιμος.
«Σίγουρα η συνδρομή από εξειδικευμένους επαγγελματίες, οι οποίοι πρέπει να είναι οργανικά ενταγμένοι στη σχολική ζωή και κοινότητα είναι σημαντική. Η ενεργοποίηση των συλλογικοτήτων (δασκάλων, γονέων, μαθητών) μέσα και σε συνεργατικές δράσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας είναι εξίσου σημαντική. Σημασία όμως έχει και το πώς σχεδιάζονται και γίνονται τα πράγματα. Συχνά βρισκόμαστε αντιμέτωποι με διαδικασίες δημιουργίας αποδιοπομπαίων τράγων, όπου παιδιά και οικογένειες αντιμετωπίζονται μέσα από στερεότυπα και δεν τους δίνεται μια πραγματική ευκαιρία ούτε η έγκαιρη, κατάλληλη και αλληλέγγυα στήριξη να λειτουργήσουν μέσα στη σχολική κοινότητα. Οι πρόθυμοι και ευαισθητοποιημένοι εκπαιδευτικοί δεν αρκούν. Ούτε φθάνουν οι περιστασιακές θετικές πρωτοβουλίες. Χρειάζονται μηχανισμοί αυξημένης μέριμνας σε όλα τα επίπεδα και σε βάθος χρόνου. Π.χ. διαμεσολαβητικές και συμφιλιωτικές πρακτικές, παρέμβαση στην κρίση με τρόπο που να μην αποκλείει αλλά να εμπεριέχει τα μέλη της κοινότητας κ. ά. είναι αναγκαίο να ενταχθούν στην κουλτούρα και τις ρουτίνες της σχολικής ζωής. Γι’ αυτά χρειάζονται συγκεκριμένα πρωτόκολλα που εφαρμόζονται από εξειδικευμένους επαγγελματίες, καθώς και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών προκειμένου να υποδεχθούν και να στηρίξουν αυτόν τον τρόπο εργασίας», υποστηρίζουν η Πάρη Ζαγούρα και ο Γιάννης Πράνταλος.