Υπάρχει μια υπόθεση που έχει γαγγραινιάσει εκεί στη Θεσσαλονίκη, αλλά δυστυχώς την παρακολουθούμε όλοι από απόσταση, σαν να μη μας αφορά. Πρόκειται για την υπόθεση Χρυσοχόου. Ποιος ήταν αυτός; Ενας στρατηγός που ήταν στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης επί Κατοχής.
Ναι μεν τη διοικούσε τη Θεσσαλονίκη ο γερμανικός στρατός, αλλά υπήρχαν και σκιώδεις και οι παλιές κρατικές δομές. Ας μη φανταστούμε ότι αυτός ο στρατηγός πήγαινε κάθε μέρα στο γραφείο του στο φρουραρχείο, για να έχει καλύτερη θέα και να μετράει πόσα τρένα έφευγαν για το Αουσβιτς ή πώς απογυμνώθηκαν οι Εβραίοι από τις περιουσίες τους. Οχι. Υπεράσπιζε την ακεραιότητα της Ελλάδας, γιατί θεωρούσε πως κινδυνεύει από τους Βούλγαρους και, κυρίως, από τους κομμουνιστές. Ετσι έλεγε.
Οταν σκούρυναν τα πράγματα για τους Γερμανούς, φρόντισε να στέλνει και ραβασάκια στη Μέση Ανατολή. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αυτής της γκρίζας ζώνης συνεργατών που επιδίωκε σχέσεις και με το αντίπαλο στρατόπεδο. Και πράγματι αποδείχτηκε οξυδερκής.
Τον χρειάστηκαν στον Εμφύλιο και απαλλάχτηκε από την κατηγορία του δωσίλογου. Μετά το τέλος του, εντάχτηκε στην ΕΡΕ και έκανε προκοπή ως νομάρχης. Και, όταν αποδήμησε, η στρατιωτική δικτατορία τον τίμησε, ονομάζοντας έναν δρόμο στη Θεσσαλονίκη και εξαναγκάζοντας τους κατοίκους του να τον κουβαλούν ως διεύθυνση εσαεί. Πραγματικά διδακτική ιστορία, πώς μπορείς να επιβιώσεις τρυπώνοντας πότε στο ένα στρατόπεδο και πότε στο άλλο και να επιβραβευτείς στο τέλος.
Να, όμως, που οι πολίτες της Θεσσαλονίκης έχουν διαφορετική γνώμη για το πώς θα έπρεπε να είναι ένας πολίτης άξιος της πόλης και ποια συνιστά παραδειγματική συμπεριφορά που χρήζει τιμής. Επί δημαρχίας Μπουτάρη, ξήλωσαν τις ταμπέλες με το όνομά του και μετονόμασαν τον δρόμο. Δεν είναι πρωτάκουστο. Σε όλο τον κόσμο, τα τελευταία χρόνια, πολίτες διεκδικούν μια δημόσια μνήμη που να τιμά τις αξίες με τις οποίες θέλουν να ζήσουν, αντί να αναδεικνύει τις πιο σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος.
Το ζήσαμε και στην Ευρώπη, με τη συζήτηση για τα μνημεία της αποικιοκρατίας. Η δημόσια μνήμη δεν είναι ιερό τοτέμ –έχει υποχρέωση να επικαιροποιείται. Ο στρατηγός μας, όμως, είχε αφήσει απογόνους και μάλιστα απογόνους δικηγόρους, που ανέλαβαν να «τρέχουν» όσους είχαν την πρωτοβουλία στα δικαστήρια, προκειμένου να εξαναγκάσουν τον δήμο να επαναφέρει το όνομα του προγόνου τους στον δρόμο. Γι’ αυτούς η οικογενειακή μνήμη είναι πάνω από τη θεσμική.
Είναι θέμα επιστημονικής φαντασίας τι θα συνέβαινε στα δικαστήρια της Γερμανίας και της Ευρώπης αν ο Χίτλερ είχε αφήσει απογόνους δικηγόρους. Είναι θέμα όμως πραγματικό τι θα κάνουν τα ελληνικά δικαστήρια με την υπόθεση αυτή. Γιατί η υπόθεση έχει γίνει «μπαλάκι» από δικαστήριο σε δικαστήριο.
Αλλού οι δικαστές κάνουν τους αυτοσχέδιους ιστορικούς, αλλού «νίπτουν τας χείρας τους», παραπέμποντας την υπόθεση σε άλλο ένα ακόμα δικαστήριο. Αλλά το θέμα δεν αφορά το παρελθόν. Αφορά το πώς θέλουμε να διαμορφώσουμε το μέλλον. Σήμερα εκδικάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Δ´ Τμήμα).
Οι σχέσεις Δικαιοσύνης και Ιστορίας έχουν γίνει αντικείμενο μεγάλου επιστημονικού αλλά και πολιτικού ενδιαφέροντος. Ας μην μπούμε στις ομοιότητες και τις διαφορές της έρευνας, της συλλογιστικής και των συμπερασμάτων ανάμεσα στον δικαστή και στον ιστορικό. Η Δικαιοσύνη πράγματι κάνει, και κάνει αποφασιστικά, Ιστορία. Οι αποφάσεις της δηλαδή είναι ιστορικά γεγονότα.
Αν δεν υπήρχε η καταδίκη των ναζί στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο ναζισμός θα ήταν νόμιμη ιδεολογία. Αν δεν υπήρχε η καταδίκη των χουντικών για το πραξικόπημα του ‘67, η δικτατορία θα αποτελούσε μια νόμιμη και αποδεκτή μορφή πολιτικού καθεστώτος. Με την έννοια αυτή, αν σήμερα η Δικαιοσύνη αποκαθιστά έναν άνθρωπο σαν τον Χρυσοχόου και καταδικάζει μια πρωτοβουλία, όπως εκείνη του Δήμου Θεσσαλονίκης, παίρνει θέση.
Παίρνει θέση στη διαμάχη φασισμού και δημοκρατίας, στην αναθεώρηση της μεταπολεμικής αντιφασιστικής συναίνεσης. Και το κάνει σε μια εποχή εξαιρετικά κρίσιμη σε όλη την Ευρώπη, που οι νοσταλγοί του φασισμού έχουν σηκώσει κεφάλι. Τούτων δοθέντων, οι σύμβουλοι επικρατείας ας αποφασίσουν, έχοντας συναίσθηση για το βάρος της απόφασής τους.
*O Αντώνης Λιάκος είναι ιστορικός, ομ. καθηγητής ΕΚΠΑ
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών