H χρήση ψευδωνύμων στη δημοσιογραφία πράγματι δεν είναι νέα. Ούτε κολάσιμη γενικά. Πολλοί οι λόγοι. Αρχικά να καλύπτεται ένας δημοσιογράφος από την στοχοποίηση (που σήμερα αποκτά χαρακτήρα διαδικτυακού οχετού και διασυρμού, αλλά και πολλών “τηλεφωνημάτων” πίεσης). Εδώ, το να σου παρέχει το μέσο στο οποίο εργάζεσαι την δυνατότητα να γράφεις με ψευδώνυμο, είναι έως και ανακουφιστική.
Το Χρήστου Κτενά
Δεύτερον λόγος να μπορείς να γράφεις την άποψη σου, ακόμη και αν έχεις κάποιο κώλυμα. Για τυπικούς λόγους συνήθως να μην “επιτρέπεται” από κάποιον εργοδότη σου ή λόγω θέσεως. Δεν μιλάμε για αποκάλυψη μυστικών ή κάτι τέτοιο, αλλά να αποδοκιμάζεται η επώνυμη έκφραση γνώμης οπότε η μόνη λύση είναι η χρήση ψευδώνυμου. Συνήθως αυτό το χρησιμοποιούν συνεργάτες των ΜΜΕ, ειδικοί σε κάποιο κλάδο, διάφοροι “εκ των έσω”, κάποιοι ντιλετάντες του πολιτικού, επιχειρηματικού, δικαστικού και κοσμικού κουτσομπολιού.
Τρίτος λόγος είναι πιο πρακτικός και πιο πεζός. Να δείξει το μέσο ότι έχει μια ποικιλία συντακτών. Δεν είναι ότι καλύτερο αλλά στην δυσκολία των ημερών, ίσως προσφέρει.
Τέταρτος λόγος είναι η ευκολία γραφής κάποιας εναλλακτικής-περιπαικτικής-σκαμπρόζας-ανατρεπτικής άποψης. Από τον ίδιο συντάκτη που πιθανά έχει χαρακτηρισμένο ύφος και θέλει να δοκιμαστεί και να γράψει κάτι διαφορετικό, αλλά χωρίς να έρθει σε αντίθεση με την ήδη κατοχυρωμένη φόρμα-λογική του. Ακούγεται ίσως λίγο δειλό, αλλά δεν είναι, οι πολύπλευροι άνθρωποι θέλουν να εκφραστούν ποικιλοτρόπως και ένα ψευδώνυμο δίνει την ευκαιρία να πεις “κάτι άλλο, κάπως αλλιώς”, χωρίς να σκέφτεσαι πως θα σε μαστιγώσουν με παλαιότερα κείμενα σου.
Παλαιότερα το ψευδώνυμο ήταν και μια ευκαιρία να γράψεις για ένα ρεπορτάζ που δεν ήταν “δικό σου”. Από το να μπεις δηλαδή σε ξένα χωράφια (ο δημοσιογραφικός χώρος ήταν αυστηρά μοιρασμένος σε ειδικά ρεπορτάζ και μικρά “χωριά” στις εφημερίδες). Έτσι το να εμφανιστείς επώνυμα ως π.χ. οικονομικός συντάκτης να γράφεις για αθλητικά ήταν “εισπήδηση” και δεν γινόταν εύκολα ανεκτή. Το να πεις όμως συναδελφικά, “να γράψω συνάδελφοι ένα σχόλιο με ένα ψευδώνυμο”, ήταν αποδεκτό και εκτονωτικό.
Και φυσικά ο παραδοσιακός χώρος της “ψευδωνυμίας” ήταν σε συγκεκριμένες στήλες, στο χώρο των εφημερίδων πάντα. Όπου ήταν απαραίτητο και όλοι οι αναγνώστες γνώριζαν πως οι υπογραφές ήταν “αλλού”. Συνήθως ήταν οι στήλες του παραπολιτικού σχολιασμού, κάποιες με ατάκες στην τελευταία σελίδα, κάποιες άλλες συνοδεία σκίτσου. Και εδώ “έκοβαν και έραβαν” μεγάλα ονόματα του χώρου και το διασκέδαζαν.
Και άλλοι λόγοι υπάρχουν, ενώ ως δίχτυ ασφαλείας πάντα υπήρχε το ίδιο το Μέσο. Το οποίο αναλάμβανε την ευθύνη για όλα τα ψευδώνυμα, αν γινόταν κάποιο κείμενο “ζήτημα μεγάλο”. Το τελευταίο δεν γίνεται ίσως κατανοητό, αλλά το ψευδώνυμο βαραίνει ακόμη περισσότερο το Μέσο από το επώνυμο κείμενο ενός συντάκτη, που σε τελική ανάλυση μπορείς να τον επιπλήξεις, να ζητήσει συγγνώμη αν γράψει κάτι βλακώδες ή λάθος, να τον απολύσεις κιόλας. Το να δίνεις όμως το δικαίωμα “ψευδωνυμίας” σε κάποιον, αυτό σήμαινε πως του έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη, πως δεν θα σε εκθέσει ως ΜΜΕ.
Γιατί τα γράφω αυτά; Γιατί η χρήση ψευδωνύμου είναι μια ακροβασία στα ΜΜΕ, και θα συνεχίσει να είναι. Και σαφώς δεν πρέπει να προχωρά στην “κατασκευή” περσόνας με αληθοφανή χαρακτηριστικά. Εκεί ξεπερνάς όχι απλώς μια αόριστη δεοντολογία αλλά χάνεις την υφή του Μέσου Ενημέρωσης και γίνεσαι και εσύ ένα διαδικτυακό τρολ, από τα χιλιάδες ανώνυμα-ψευδώνυμα στο Twitter, στο Facebook κ.ο.κ. Που “παράγουν είδηση” και ίσως αυτή να έχει και περιεχόμενο, αλλά κατασκευάζουν κιόλας ένα προσωπείο, μια πρόσοψη, μια ψηφιακή “ζωή”. Μεγάλη παγίδα που μπορεί να σε παρασύρει, να αρχίσεις κιόλας να γράφεις “εκ προσωπικού”, “de profundis” (εκ βαθέων), να αφηγείσαι φανταστικές ιστορίες και ανάλογα παράδοξα.
Το διαδίκτυο προσφέρει πολλά λοιπόν και είναι αναγκαίος ο αυτοπεριορισμός. Ειδικά όταν η κατασκευή “ψευδωνύμων” δεν γίνεται για “ποικιλία του λόγου” αλλά για “στοχευμένο λόγο”, δηλαδή ως ικανοποίηση μιας μονομανίας, αφελούς ή ωφέλιμης.
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook