Μια κουβέντα με τον Διονύση Χαριτόπουλο είναι μια συμπυκνωμένη διαδρομή σε τόπους που ξέρουμε, αλλά κι αγνοούμε, σε εποχές που λάμπουν από μακριά, αλλά και σε καιρούς όπου οι άνθρωποι έγραφαν ιστορία με την καρδιά τους και με το αίμα τους.
Η πιο ποιητική εκδοχή του Διονύση είναι η δωρική του εγγύτητα με το παρόν. Ένας άνθρωπος που δεν παράφρασε ποτέ το βίωμα σε τείχος ασφάλειας και προστασίας. Ζει με το σθένος της εκκίνησής του. Στο βουνό, στην Αθήνα, στον Πειραιά. Οπουδήποτε. Και αυτή η συνομιλία μαζί του είχε πολύ οξυγόνο.
Συνέντευξη
Χρόνης Διαμαντόπουλος
-Κύριε Χαριτόπουλε, τον Μάιο, λίγο πριν τις πρώτες εκλογές, ο Διονύσης Σαββόπουλος, μιλώντας σε ραδιοφωνική εκπομπή, μεταξύ άλλων, τάχθηκε ξεκάθαρα υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Η δευτερολογία από τους ανθρώπους, που συνδέονται συναισθηματικά και συγκυριακά μαζί του, είχε, πρωτίστως, θυμό. Εσείς πιστεύετε σε μια συνέπεια του συγκεκριμένου καλλιτέχνη με όσα λέει και πράττει τα τελευταία χρόνια; Η σύνδεσή του με την Αριστερά ανήκει στο μακρινό παρελθόν; Τα τραγούδια του Σαββόπουλου σε κάποιους από εμάς «μάς έκαναν ένα νεύμα να τα ακολουθήσουμε». Είναι απαραίτητο όμως να τα ακολουθεί για πάντα κι ο δημιουργός τους;
Η ειδωλοφαγία συνηθίζεται. Στην πρώτη ευκαιρία κατεδαφίζουμε ό,τι μας ξεπερνάει. Εδώ ταιριάζει ο στίχος του Σεφέρη «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη». Το στόμα του Σαββόπουλου, ευτυχώς για εμάς, δεν το έκλεισαν τα βασανιστήρια επί Χούντας, στην Μπουμπουλίνας. Δεν θα του το κλείσουν αυτοί, που δεν επιτρέπουν άποψη διαφορετική από τη δική τους. Να είσαι καλά, Διονύση και να λες πάντα αυτό, που εν τη σοφία σου πρεσβεύεις. Δεν μας χρωστάς τίποτα. Σού χρωστάμε πολλά.
-Είμαστε σε τη δεύτερη προεκλογική περίοδο. Πρόσφατα, η Ντόρα Μπακογιάννη, κατά την επίσκεψή της σε Πομακοχώρια στη Ροδόπη, επί της ουσίας, απείλησε ότι αν οι άνθρωποι αυτοί δεν ψηφίσουν Ν.Δ. θα έχουν σοβαρό πρόβλημα. Κανένα, φυσικά, κανάλι δεν έπαιξε το συγκεκριμένο γεγονός. Ποιο είναι το μήνυμα; Διανύει άραγε, ρωτάω εγώ ο αισιόδοξος, τις τελευταίες του μέρες ένα σάπιο σύστημα ή αυτό είναι μόνο η αρχή; Ποιοι είναι αυτοί, που ανάμεσα σε όλους εμάς που νιώθουμε ντροπή, είναι απόλυτα συμβατοί με το τέρας;
Μια καθόλα απαράδεκτη εκτροπή από τον δημοκρατικό διάλογο. Ο εκφοβισμός απλών ανθρώπων είναι ασυγχώρητος. Ελπίζω να παραμείνει ως μια μαύρη παρένθεση κι ως τέτοια να στιγματιστεί. Όσο για την καθημερινή ειδησεογραφία, η έκπτωση τού δημοσιογραφικού λόγου είναι συνταρακτική. Η χυδαία συναλλαγή με πολιτικούς και επιχειρηματίες απροκάλυπτη.
Ο δημοσιογράφος, άλλοτε Ιππότης της Αλήθειας, έχει εκφυλιστεί σε μεροκαματιάρης της εξαπάτησης. Έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα συναγωνίζονται σε κακοπιστία, παραπλάνηση και συκοφαντία.
Οι ειλικρινείς και απροκατάληπτες φωνές είναι τόσο λίγες, που η στατιστική δεν τις πιάνει.
–Έχω την εντύπωση ότι όλα τα μικρά κόμματα, που τρέφουν την αντίδραση και παράγουν συνωμοσιολογία, παλιότερα δεν τα βλέπαμε στην πολιτική σκηνή γιατί τα είχαν απορροφήσει η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ. Ισχύει αυτό κατά τη γνώμη σας ή ζούμε κάτι άλλο εντελώς διαφορετικό στη σημερινή πολιτική ζωή;
Παραδόξως τα μικρά κόμματα (πλην φασιστικών) λένε κάτι που πρέπει ν’ ακούσουμε. Είναι βαρόμετρο της πιο γενικευμένης δυσφορίας, που υπάρχει στην κοινωνία για το πολιτικό προσωπικό: «Δεν μας εκπροσωπείτε. Δεν σας έχουμε εμπιστοσύνη».
Οι ψηφοφόροι των μικρών κομμάτων είναι μάλλον οι πιο τολμηροί που έκοψαν τιμωρητικά τους παλιούς πολιτικούς δεσμούς τους.
–Παράγεται σήμερα ουσιαστική πολιτική; Τα οικονομικά συμφέροντα καθορίζουν τα πάντα πλέον και οι ιδεολογίες έχουν υποχωρήσει σε τεράστιο βαθμό. Τα τεράστια κέρδη όχι μόνο δεν μοιράζονται, αλλά δεν φορολογούνται καν.
Μάλλον χάνεται η ιδεολογική ψήφος. Αφού η πολιτική υποτάχθηκε πλήρως στην οικονομία, ο ψηφοφόρος βρέθηκε ενώπιον νέων διλημμάτων και δεν έχει ακόμα διαμορφώσει τρόπους αντίδρασης. Η ζωή στεγνώνει σ’ ένα απέλπιδο οικονομικό αλισβερίσι. Θα το ζήσουμε κι αυτό μέχρι να ξαναρχίσουν οι άνθρωποι να ονειρεύονται.
-Κάπου διάβασα σε μια συνέντευξή σας ότι όσες φορές έχετε ψηφίσει, ήταν πάντα ΚΚΕ, «όχι για τα πρόσωπα, αλλά για την έξοχη ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης». Στις εκλογές του Μαΐου τι ψηφίσατε; Τον Ιούνιο θα ψηφίσετε;
Το ΚΚΕ είναι το κόμμα των πολλών, αλλά δεν το ξέρουν ακόμα. Δεν είμαι μέλος, μα το ψηφίζω ευκτικά. Όχι γι’ αυτό που είναι, αλλά γι’ αυτό που μπορεί να γίνει σε τριάντα, εκατό ή πεντακόσια χρόνια. Τότε ίσως, να μη λέγεται καν ΚΚΕ, αλλά είναι αδύνατον να μην επικρατήσουν Παγκοσμίως η Ισονομία και η Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Δεν περιποιεί τιμή στην ανθρώπινη υπόσταση αυτή η καταστατική αδικία και ανισότητα που ζούμε. Για την ώρα, καλό είναι να έχουμε στη Βουλή κάποιους έντιμους ανθρώπους, που θα μιλάνε όντως υπέρ μας κι όχι καλυμμένα εναντίον μας. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ ευτύχησε σε ηγεσία. Μετά τη σπουδαία Παπαρήγα, τώρα ο Κουτσούμπας. Προσέξτε τον, έχει έναν στέρεο πολιτισμό πάνω του: δεν ψεύδεται, δεν παραπλανά, δεν κραυγάζει. Είναι απλός, ευθύς και αξιοπρεπής.
-Ο Άρης Βελουχιώτης, αν ζούσε σήμερα, θα ψήφιζε ΚΚΕ;
Ο Άρης ήταν ο Άρης. Κανείς ποτέ δεν προδίκασε την επόμενη κίνησή του.
-Μιλάμε, μοιραία, για απώλειες, για κενό που θα μείνει κενό, ειδικά όταν αυτές οι απώλειες αφορούν σε ανθρώπους που όρισαν την πνευματικότητα αυτού του τόπου με το έργο τους και την στάση τους απέναντι στην ίδια τη ζωή. Ο σπουδαίος συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος πέθανε πριν λίγες μέρες και το πέρασμά μας, μια φορά ακόμη, από τους ήχους και την ποίηση, που απογείωσε ο ίδιος, μάς έκανε να καταλάβουμε ότι η ερημιά τελικά αρχίζει, όταν παύει η ευαισθησία, η οποία και χαρακτήριζε όλο αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα. Η δική σας άποψη ποια είναι;
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν ο τρίτος πόλος Χατζιδάκι-Θεοδωράκη. Τον αγαπήσαμε, αλλά όχι με το πάθος που του άξιζε, που περιβάλαμε τους άλλους δύο. Επειδή από τη θεματολογία του, τη μουσική, τα λόγια, τους ήχους, απ’ όλους τους πόρους του αναβλύζει μια γνήσια και άκρως συγκινητική ελληνικότητα. Ακόμη και τα πιο ροκ κομμάτια του φωνάζουν Ελλάδα. Τον ακούγαμε ξαφνιασμένοι και λίγο ενοχικοί, με τόσα στερεότυπα μέσα μας, και δεν αποφασίζαμε αν αυτό είναι καλό ή κακό. Πόσο λάθος ήμασταν. Αναμφίβολα τεράστιος συνθέτης με βαθιά μουσική παιδεία και τεράστιο έργο. Μας χάρισε ακριβά σεμινάρια Τέχνης και Ιστορίας.
-Το βουνό του Διονύση Χαριτόπουλου είναι, για μένα, κάτι αφηρημένο, αλλά κι απόλυτα συγκεκριμένο. Ένας άνθρωπος της πόλης με έμφυτες γνώσεις ορεσίβιου, ένας άνθρωπος παντός καιρού, που παρατηρεί με τις κεκτημένες του δυνάμεις τα πάντα, με τρομερή οξυδέρκεια. Τι σας έχει κάνει εντύπωση τώρα τελευταία από όσα διαβάζετε κι ακούτε; Από όσους συναναστρέφεστε; Ποια είναι η καθημερινότητα που επιλέγετε; Γράφετε; Νοσταλγείτε; Τι περιμένετε;
Είμαι γέννημα θρέμμα της μεγάλης πόλης. Μα δεν συμπάθησα ποτέ τους γυαλιστερούς. Με έθελγε πάντα η ακατάλυτη περηφάνια των βουνών και των ανθρώπων τους και πολύ φυσιολογικά ακολούθησα εδώ πάνω την ψυχή μου. Την απόσυρσή μου είχα προαναγγείλει και προετοιμάσει χρόνια πριν. Άλλωστε ποτέ δεν είχα πολλές απαιτήσεις, όταν είχα λεφτά τα σκόρπαγα κι όταν δεν είχα πάλι ο ίδιος ήμουνα. Τώρα στην ηλικία μου δεν περιμένω και πολλά, αυτό που θα έρθει σίγουρα είναι ένα κασόνι να με ταξιδέψει στη Ριτσώνα.
-Και από το βουνό στο λιμάνι. Ο Πειραιάς πόσο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια; Με την είσοδο των Κινέζων στο λιμάνι κι όχι μόνο; Έχετε νιώσει παράξενα ποτέ από το ανοίκειο, που ίσως αποπνέει ο τόπος που σας διαμόρφωσε;
Το Λιμάνι του Πειραιά, παρά το μέγεθος και τη μεγάλη εμπορευματική κίνηση, ήταν, στα χρόνια μου, σαν ένα μεγάλο νησιώτικο λιμάνι. Απόλυτα συνδεδεμένο με τη ζωή της πόλης κι εντελώς προσιτό σε όλους. Η πιτσιρικαρία χαζεύαμε από κοντά κρουαζιερόπλοια και υπερωκεάνια. Τα ξέραμε όλα απ’ έξω. Ξεχωρίζαμε ακόμα και τα σφυρίγματα κάποιων βαποριών, ενώ από τα κράσπεδα, με τα πόδια κρεμασμένα στο νερό, ρίχναμε πετονιά και ψαρεύαμε. Αυτή η σύνδεση με την πόλη και τους ανθρώπους έχει χαθεί δια παντός. Το Λιμάνι είναι ένας περίκλειστος φυλασσόμενος χώρος, σχεδόν ξένος και εχθρικός. Είναι μια απώλεια για την ψυχή μου.
-Μιλάμε για τα βουνά και τις θάλασσές μας, την ίδια στιγμή που στο βωμό της ανάπτυξης, ισοπεδώνεται, απ’ άκρη σ’ άκρη, το οικοσύστημα της χώρας. Το οξυγόνο μας. Τσιμέντο παντού και μια χυδαία αντιμετώπιση σε όσα, με ιερότητα, πρέπει να παραδώσουμε. Σε τι να ελπίσουμε;
Η εποχή, που διανύουμε, χαρακτηρίζεται παγκοσμίως από την «αποϊεροποίηση» των πάντων. Της φύσης, της ανθρώπινης ζωής και ιδίως κάποιων παλαιών αξιών, που μας κράτησαν όρθιους με αξιοπρέπεια. Ο κόσμος πλέον ανήκει στους νέους φεουδάρχες, τις εταιρείες. Στις μεγάλες εταιρείες, που με απληστία και βαναυσότητα εκμεταλλεύονται τον φυσικό πλούτο, βιάζουν βουνά, ποτάμια, λίμνες και θάλασσες, αδιαφορώντας εξοργιστικά για τις τοπικές κοινωνίες.