Αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Δρόμος (Απρίλιος 2021) το πρώτο μέρος του άρθρου του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου, από τους ελάχιστους στη χώρα μας που έχουν μελετήσει την πορεία του εργατικού δικαίου συνδυάζοντάς το άμεσα με την πορεία των μοντέλων συσσώρευσης, της κρίσης, των αναδιαρθρώσεων που προωθήθηκαν. Πρόσφατα δε έχει δώσει έργα (βιβλία και εκτενή άρθρα) που αναλύουν τόσο την πολυδιαφημιζόμενη «Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση», όσο και τη σύμπλεξη που γίνεται με την πανδημία με στόχο να προωθηθεί ένας καπιταλισμός της επιτήρησης μέσω νέων μορφών διαχείρισης της ζωντανής εργασίας.
Καπιταλιστική κρίση και ψηφιακή ανασυγκρότηση
του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
Οπως είναι γνωστό, η τρίτη βιομηχανική επανάσταση της πληροφορικής και της μικροηλεκτρονικής τεχνολογίας απετέλεσε το όχημα της, επιβαλλόμενης από την ανάγκη αντιμετώπισης της οικονομικής-ενεργειακής κρίσης της δεκαετίας του ’70, ανασυγκρότησης του ισχύοντος καπιταλιστικού παραδείγματος. Έτσι, μετά από μια ένδοξη 30ετία κυριαρχίας του φορντισμού και του κεϋνσιανισμού, πραγματοποιήθηκε η φυγή προς το μοντέλο του μεταφορντισμού και τη μετάβαση σ’ ένα σύστημα ευέλικτης συσσώρευσης και παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Οι στηριχθείσες βασικά στην ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιοποίησης νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της επιχείρησης (λιτή παραγωγή, νεοτεϋλορισμός, αποκέντρωση, διαδικτυοποίηση), σε συνδυασμό με τις πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας και διαδοχικών απορρυθμίσεων των σχέσεων εργασίας, προσέδωσαν στο νέο αυτό, πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς και του ανταγωνισμού, καπιταλιστικό παράδειγμα μια δυναμική σταθερότητας και ευεξίας. Η δε κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρξε καταλυτική για την εδραίωση και ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο το υφέρπον, εγγενές στο καπιταλιστικό σύστημα, στοιχείο της κρίσης, ύστερα από τέσσερις περίπου δεκαετίες ηρεμίας και ενίσχυσης της εικόνας της «νεοφιλελεύθερης ουτοπίας», έδωσε τον αναμενόμενο ισχυρό «τεκτονικό σεισμό» με το δημιουργηθέν τσουνάμι να κτυπά με σφοδρότητα την παγκόσμια οικονομία.
Ως πυροκροτητής λειτούργησε η κατάρρευση της Lehman Brothers. Τα δε προηγηθέντα ωστικά κύματα έπληξαν όλη την υφήλιο. Οι μετέπειτα οικονομικές εξελίξεις, παρά την επιτευχθείσα καχεκτική ανάκαμψη, δεν έπαυσαν να βρίσκονται υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας νέας κρίσης. Η δυσμενής αυτή προοπτική συνδέεται άρρηκτα με το γεγονός ότι η αντιμετώπιση της κρίσης ακολούθησε, μάλιστα επί το φανατικότερον, την αποτυχημένη νεοφιλελεύθερη συνταγή της μονόπλευρης λιτότητας, της αποδιάρθρωσης των σχέσεων εργασίας και του κοινωνικού κράτους και της χρεοδουλοπαροικίας. Η δε αξιοποίηση των αναπτυσσόμενων στο πλαίσιο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης νέων ανατρεπτικών τεχνολογιών, ιδίως δε της έκρηξης της ψηφιοποίησης, ακολούθησε μια, στρατευμένη σχεδόν αποκλειστικά στα κελεύσματα και τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και αναπαραγωγής, τροχιά, όπως ακριβώς συνέβη και κατά την αντιμετώπιση της προηγούμενης κρίσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ότι στο παραδοσιακό instrumentarium της απορρύθμισης προστέθηκαν «καινοτόμα μέσα», όπως π.χ. ο ψηφιακός νεοτεϋλορισμός, η κινητή τηλεργασία, το crowdworking, κ.λπ. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής αντιμετώπισης της κρίσης και συνέχισης της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής υπήρξε η διεύρυνση του χάσματος πλούσιων και φτωχών, η αποκόμιση των οφελών της ψηφιοποίησης και των νέων τεχνολογιών σχεδόν αποκλειστικά από το κεφάλαιο, η προϊούσα αύξηση της τεχνολογικής ανεργίας και τελικά η όξυνση του «κοινωνικού ζητήματος» με αυξανόμενο τον ρόλο του «ψηφιακού προλεταριάτου» ή, ευρύτερα «ψηφιακού πρεκαριάτου» (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», 2019, σ. 139 επ.).Ωστόσο η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στο κυρίαρχο καπιταλιστικό μοντέλο, παρά τα πλήγματα που έχει υποστεί, κυρίως σε ιδεολογικό επίπεδο, αλλά όχι μόνο, παρά τις εμφανείς, συχνά υπονομευτικές της ίδιας της πορείας του, αδυναμίες, παρά την κριτική, συχνά προερχόμενη και από το εσωτερικό του συστήματος, και παρά τις όποιες μικροαποκλίσεις, ψιμυθιώσεις και ψευδαισθήσεις εξακολουθεί να καθοδηγεί και να διαμορφώνει την μακροοικονομική και μικροοικονομική πολιτική σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Υπό αυτές τις δυσοίωνες για το μέλλον της εργασίας και την πορεία της ανθρωπότητας γενικότερα συνθήκες, το κρίσιμο ερώτημα, αν και κατά πόσο είναι δυνατή η συνύπαρξη δημοκρατίας και καπιταλισμού, που, με αφορμή την βαθειά δομική κρίση που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι τα τελευταία χρόνια αντικείμενο ζωηρής συζήτησης, αποκτά δραματική επικαιρότητα (βλ. ενδεικτικά W. Streeck, «Πώς θα τελειώσει ο καπιταλισμός;», 2019). Αξίζει να σημειωθεί στη θέση αυτή ότι ήδη από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας το ισχύον καπιταλιστικό μοντέλο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, πέραν από την αυστηρή κριτική των αρνητών του καπιταλιστικού συστήματος, δέχεται συντονισμένα πυρά από μια σειρά διακεκριμένων οικονομολόγων, φίλα προσκείμενων στο καπιταλιστικό σύστημα (S. Rifkin, R. Reich, J. Stiglitz, T. Piketty, κ.ά.). Υπογραμμίζεται δε η επιτακτική ανάγκη αλλαγής πορείας προς ένα νέο παράδειγμα με κοινωνικό πρόσημο. Διαφορετικά, όπως επισημαίνουν, αν δεν ληφθούν μέτρα ανάσχεσης των δραματικών κοινωνικών ανισοτήτων και περιορισμού του χάσματος πλούσιων και φτωχών, υπάρχει ο κίνδυνος μιας κοινωνικής ανάφλεξης, απειλητικής της ίδιας της υπόστασης του καπιταλιστικού συστήματος. Μέτρα αντιμετώπισης των ανισοτήτων και της τεχνολογικής ανεργίας, όπως η δημιουργία ενός «παγκόσμιου βασικού εισοδήματος», ενός «παγκόσμιου βασικού μερίσματος» (B. Gates, Βαρουφάκης) και ενός «κοινωνικού κεφαλαίου εις είδος» (Ρομπόλης), το «άνευ όρων ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» (A. Hermann) αποτελούν ήδη αντικείμενο συζήτησης, πολιτικής δικαίου αλλά και κριτικής (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση», 2019, σ. 109 επ. και τις εκεί παραπομπές).
Το τεχνοκρατικό αφήγημα του K. Schwab
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας 2010 καλλιεργείται, σχεδόν εμμονικά και με ιεραποστολικό πάθος, η προσδοκία ότι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, ως δήθεν οικονομικοπολιτικά ουδέτερο μέγεθος, δίκην ιστορικής νομοτελειακής αναγκαιότητας, παρά τις όποιες αρνητικές της όψεις, οδηγεί προς ένα καλλίτερο, δικαιότερο και ανθρωπινότερο κόσμο. Σταθμό στην καλλιέργεια της ευοίωνης αυτής, στηριζόμενης σε μια «νεοκαπιταλιστική τεχνοουτοπία», προοπτικής, απετέλεσε η οργανωθείσα από το «Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ» στο Νταβός το 2016 συνάντηση της παγκόσμιας οικονομικής, πολιτικής και επιστημονικής ελίτ των θιασωτών και απολογητών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, χωρίς να λείπουν βεβαίως και αυστηρά επιλεγμένοι εκπρόσωποι κοινωνικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων. Την πρωτοβουλία αυτή ανέλαβε να υλοποιήσει ο ιδρυτής του Φόρουμ K. Schwab, οι θέσεις του οποίου κυριάρχησαν στη σχετική συζήτηση και περιελήφθησαν σε σχετικό βιβλίο με τίτλο «Die vierte industrielle Revolution», 2016. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, «η επανάσταση αυτή, που στηρίζεται στην τρίτη ψηφιακή βιομηχανική επανάσταση, χαρακτηρίζεται από τη συνεύρεση του φυσικού, ψηφιακού και βιολογικού κόσμου με τρόπον που θα μεταβάλει ριζικά την ανθρωπότητα.» […] «Πρόκειται για μια παγκόσμια επανάσταση που θα προκαλέσει την αναδιαμόρφωση των συστημάτων σε πολλούς τομείς. Η επανάσταση αυτή θα δημιουργήσει νέες ευκαιρίες ανάπτυξης και προόδου σε πολλούς τομείς. Ωστόσο θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιθωριοποίηση ορισμένων ομάδων, να οξύνει την ανισότητα, να απειλήσει την ασφάλεια και να υπονομεύσει τις ανθρώπινες σχέσεις». Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον όσο και εντόνως αμφιλεγόμενο βιβλίο, με το οποίο επιχειρείται με τρόπο συστηματικό και συγκροτημένο, παρά τους ομολογούμενους από τον συγγραφέα σοβαρούς δυνητικούς κινδύνους, η ανάδειξη της καταλυτικής σημασίας της, χαρακτηριζόμενης από μια πρωτόγνωρη εκθετική δυναμική, τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης για την πορεία της ανθρωπότητας και το μέλλον του πλανήτη.
Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού υπήρξε καταλυτική για την εδραίωση και ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο το υφέρπον, εγγενές στο καπιταλιστικό σύστημα, στοιχείο της κρίσης, ύστερα από τέσσερις περίπου δεκαετίες ηρεμίας και ενίσχυσης της εικόνας της «νεοφιλελεύθερης ουτοπίας», έδωσε τον αναμενόμενο ισχυρό «τεκτονικό σεισμό» με το δημιουργηθέν τσουνάμι να κτυπά με σφοδρότητα την παγκόσμια οικονομία
Εντελώς επιγραμματικά πρέπει να σημειωθεί ότι, πέραν από την περιγραφή των επιτευγμάτων και των προδιαγραφομένων εξελίξεων και την αναφορά των δυνητικών κινδύνων, αναδεικνύεται μια εργώδης, βασικά γενικόλογη και ηθικολογικού χαρακτήρα, προσπάθεια συγκρότησης ενός, στηριζόμενου στην, εμφανιζόμενη ως οικονομικοπολιτικά ουδέτερη, επιστημονικοτεχνική επανάσταση αφηγήματος. Ωστόσο είναι εμφανής η απουσία συγκεκριμένων προτάσεων για τον τρόπο και τα μέσα μετάβασης στο νέο, καλλίτερο κόσμο, αλλά και για τη βασική δομή και τους κανόνες λειτουργίας του οικονομικοπολιτικού συστήματος στη νέα εποχή. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζονται βεβαίως ορισμένες αρνητικές όψεις και παρενέργειες της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, όπως π.χ. η διακινδύνευση ιδιωτικής σφαίρας, η αύξηση τεχνολογικής ανεργίας, η όξυνση ανισότητας, κ.λπ. Ωστόσο, παρά τις αρνητικές αυτές πλευρές, που κατά τον συγγραφέα πρέπει και μπορούν να αντιμετωπιστούν, η στηριζόμενη στη δημιουργική συνεύρεση ψηφιακού, φυσικού και βιολογικού κόσμου, τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, υπόσχεται στην ανθρωπότητα τη μετάβαση σε ένα νέο «θαυμαστό κόσμο». Τελικά, οι περιλαμβανόμενες στο προαναφερθέν βιβλίο αναπτύξεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα μανιφέστο του υπό μια δυναμική αναδιάρθρωσης τελούντος ψηφιακού καπιταλισμού, ως ένα ευαγγέλιο μιας «νεοκαπιταλιστικής τεχνοουτοπίας», η οποία, δίκην δήθεν ιστορικής νομοτέλειας, υπόσχεται την μετάβαση (ή την επάνοδο;) της ανθρωπότητας στην εποχή «του χρυσού γένους» (Ησίοδος).
Μερικά χρόνια αργότερα ο K. Schwab σε συνεργασία με μια σειρά ειδικών επιστημόνων, συμμετεχόντων στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, επανέλαβε την πίστη του στον «σωτηριολογικό» και συνάμα «εσχατολογικό» ρόλο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης με την έκδοση ενός νέου βιβλίου με τον τίτλο «Die Zukunft der vierten industriellen Revolution», 2019 (η αρχική αγγλική έκδοση έγινε το 2018). Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η αποσαφήνιση και η συμπλήρωση των περιεχομένων στο πρώτο του βιβλίο θέσεων, η συγκεκριμενοποίηση του «νέου αφηγήματος». Στο πλαίσιο αυτό γίνεται ειδικότερη και αναλυτικότερη αναφορά στις προκλήσεις των νέων τεχνολογιών και την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισής τους. Σ’ αυτές συγκαταλέγει βασικά την δίκαιη κατανομή των ωφελειών της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, την αντιμετώπιση της εξωτερίκευσης των προκαλούμενων κινδύνων και βλαβών, τη διασφάλιση του ανθρωποκεντρικού αξιακού προσανατολισμού της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών. Παράλληλα υπογραμμίζει την ανάγκη διαμόρφωσης μιας «νέας ηγεσίας», ικανής να συγκεκριμενοποιήσει το νέο αφήγημα και ταυτόχρονα να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους συστημικούς κινδύνους. Αναφέρει δε τους κανόνες που θεωρεί αναγκαίους για την υλοποίηση του όλου εγχειρήματος. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «για την στοχευμένη αξιοποίηση των θετικών αποτελεσμάτων της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, δεν πρέπει να θεωρούμε τις νέες τεχνολογίες ούτε ως “απλά εργαλεία”, τα οποία μπορούμε να χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν, ούτε ως εξωγενείς δυνάμεις, οι οποίες δεν μπορούν να ποδηγετηθούν. Αντ’ αυτών οφείλουμε να κατανοήσουμε πως και που θα καταστεί δυνατή η διοχέτευση στις νέες τεχνολογίες των ανθρώπινων αξιών και η διαμόρφωσή τους, έτσι ώστε να είναι ταγμένες στην προαγωγή του γενικού καλού, της οικολογικής ευθύνης και της ανθρώπινης αξίας».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «όραμα» του Schwab για την οδηγούσα προς τη «σωτηρία της ανθρωπότητας» επαναστατική δυναμική της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, εντός βεβαίως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που ο Schwab θεωρεί δεδομένο και αναντικατάστατο, καθίσταται πιο συγκεκριμένο, καλλίτερα οργανωμένο, πιο ενδιαφέρον, ίσως και «ελκυστικό». Ωστόσο, κυριαρχούμενο από έναν έντονο υποκειμενισμό, ωσμωμένο με έναν βολουνταριστικό ντετερμινισμό, είτε αγνοεί είτε παραβλέπει είτε και αποσιωπά τις τρέχουσες, δυστοπικές οικονομικοπολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις, ωραιοποιώντας και παραποιώντας την πραγματικότητα. Έτσι ο όλος σχεδιασμός, οι σχετικές αναπτύξεις και προτάσεις που συγκροτούν το αφήγημα αυτό, αν δεν συγκαλύπτουν εντέχνως την πραγματικότητα, πάντως κινούνται σε θεωρητικό, βασικά ηθικο-φιλοσοφικό επίπεδο, αποτελώντας έτσι απλές διακηρύξεις και ευχές για το δέον γενέσθαι, μετατρέποντας την επιθυμία σε πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά ο «έρωτας» του Schwab για τον «θαυματουργό ρόλο» της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και τη διαμορφωνόμενη σχέση ανθρώπου και τεχνολογίας τον ωθεί, αν όχι στην υιοθέτηση, πάντως στη θεώρηση ως οιονεί αυτονόητων και αναπόδραστων εξελίξεων, που προκαλούν ή και εντείνουν τους φόβους για μια επερχόμενη «τεχνοδυστοπία». Έτσι είναι ενδεικτικό της θέσης του έναντι των νέων τεχνολογιών ότι, εκκινώντας από την παρατήρηση ότι «τα έξυπνα τηλέφωνα έχουν γίνει επέκταση του είναι μας», θεωρεί ως αυτονόητη εξέλιξη ότι «οι σημερινές εξωτερικές συσκευές –από τους φορητούς υπολογιστές μέχρι τα Virtual Reality-Headsets– με σχετική βεβαιότητα θα μπορούν να εμφυτευτούν στο σώμα και τον εγκέφαλό μας». Εν τω μεταξύ η ανισότητα πλούτου και ισχύος διευρύνεται, η απορρύθμιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων συνεχίζεται, εμπλουτιζόμενη μάλιστα από τις δυνατότητες υπερευλικτοποίησης που παρέχει η έκρηξη της ψηφιοποίησης, οι πολυεθνικοί τεχνολογικοί γίγαντες αυξάνουν με ταχύτατο ρυθμό τα κέρδη τους και το ισχύον νεοφιλελευθεροκρατούμενο μοντέλο του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού συνεχίζει βασικά την δρομολογημένη από την τρίτη βιομηχανική επανάσταση πορεία του.
Ο Covid-19 ως επιταχυντής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης
Ενώ η παγκόσμια οικονομία δεν είχε συνέλθει ακόμη μετά την οικονομική και χρηματιστηριακή κρίση των ετών 2008-2009, ευρισκόμενη σε μια αργόσυρτη και καχεκτική πορεία ανάκαμψης, ενέσκηψε ο Covid-19. Πέραν από την προκληθείσα υγειονομική κρίση, που έθεσε σε δεινή δοκιμασία τα εθνικά συστήματα υγείας και κατέδειξε για μια ακόμη φορά τις εγγενείς αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πανδημία κατέφερε ένα ισχυρό πλήγμα τόσο στην παραπαίουσα αστική δημοκρατία όσο και κυρίως στην καρκινοβατούσα παγκόσμια οικονομία και την εργασία, ανεξαρτήτως της έντασης και έκτασης των επιπτώσεών της στις επιμέρους χώρες. Το πλήγμα αυτό στις πιο αδύναμες οικονομικά, όπως κυρίως η Ελλάδα, αναμένεται να έχει δραματικές επιπτώσεις. Φαίνεται δε ότι το επερχόμενο υφεσιακό τσουνάμι μόνον η Κίνα θα μπορέσει να αποφύγει. Η νέα αυτή παγκόσμια πραγματικότητα ήταν επόμενο να οξύνει τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του ψηφιακού καπιταλισμού και να καταδείξει με ανάγλυφο τρόπο το δύσμορφο αντικοινωνικό πρόσωπο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Το «όραμα» του Schwab για την οδηγούσα προς τη «σωτηρία της ανθρωπότητας» επαναστατική δυναμική της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, εντός βεβαίως του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που ο Schwab θεωρεί δεδομένο και αναντικατάστατο, κυριαρχείται από έναν έντονο υποκειμενισμό, ωσμωμένο με έναν βολουνταριστικό ντετερμινισμό που είτε αγνοεί είτε παραβλέπει είτε και αποσιωπά τις τρέχουσες, δυστοπικές οικονομικοπολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις, ωραιοποιώντας και παραποιώντας την πραγματικότητα
Εξάλλου το γεγονός ότι η πανδημία και η διαγραφόμενη μετακορωναϊκή προοπτική φαίνεται να διαψεύδουν τις ελπίδες και υποσχέσεις για την εναλλακτική πορεία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και της δικαιότερης κατανομής των οφελών της αυτοματοποίησης και να ευνοούν δυνάμεις ρέπουσες σε ολοκληρωτικές πρακτικές (βλ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Covid-19: Προς έναν υγειονομικό ολοκληρωτισμό;», Δρόμος της Αριστεράς, 2/2/2021, σ. 12-13), δεν αποθάρρυνε τους θιασώτες του «τεχνοουτοπικού καπιταλισμού». Αντιθέτως η, πάντως όχι τόσο «αιφνίδια» και «απροσδόκητη», εμφάνιση του SARS-CoV-2 και η μέσω διαχείρισής του όξυνση των ελλειμμάτων και αντιφάσεων του κρατούντος παγκοσμιοποιημένου, νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, ιδίως δε η εκρηκτική διεύρυνση του χάσματος πλούσιων και φτωχών, η ραγδαία αύξηση της τεχνολογικής ανεργίας και τελικά η διαφαινόμενη πλήρης χρεοκοπία του κρατούντος καπιταλιστικού παραδείγματος τους παρέσχε την ευκαιρία να καταδείξουν την επιτακτική ανάγκη μετάβασης σε ένα «νέο», απαλλαγμένο από τις αδυναμίες και την «αντικοινωνικότητα» του κρατούντος νεοφιλελευθεροκρατούμενου παραδείγματος, καπιταλιστικό μοντέλο. Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και η εκρηκτική ανάπτυξη των ανατρεπτικών τεχνολογιών καλούνται έτσι επειγόντως και με επιταχυνόμενο ρυθμό να παράσχουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Η προβληματική αυτή αποτελεί αντικείμενο διεξοδικής ανάλυσης στο βιβλίο των K. Schwab και K. Malleret με τίτλο «Covid-19: The Great Reset» ή «Der grosse Umbruch» (στη γερμανόγλωσση έκδοση), 2019. Θα αποτελέσει επίσης βασικό θέμα συζήτησης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που λόγω της πανδημίας θα λάβει χώρα τον επόμενο Μάιο στη Σιγκαπούρη. Σημειωτέον πάντως ότι μερικούς μήνες πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, το ίδρυμα Bill και Melinda Gates, το Πανεπιστήμιο Johns-Hopking και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ οργάνωσαν με το όνομα event 201 στη Νέα Υόρκη μια άσκηση με σενάριο μια πανδημία, προκληθείσα στον άνθρωπο από ένα ζώο. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, η διαρκέσασα 18 μήνες πανδημία προκάλεσε 65 εκατομμύρια θανάτους.
Με το βιβλίο τους αυτό, που γράφτηκε προφανώς σε χρόνο ρεκόρ, καθώς εκδόθηκε εν μέσω του πρώτου κύματος του Covid-19, οι συγγραφείς, αφού επισημάνουν τα προβλήματα και τους κινδύνους του σύγχρονου (καπιταλιστικού) κόσμου, περιγράφουν αναλυτικά τις προκληθείσες από τον ιό πρωτοφανείς ανατροπές της κανονικότητας τόσο σε μακροεπίπεδο (οικονομία, κοινωνία, γεωπολιτική, οικολογία, τεχνολογία), τόσο σε μικροεπίπεδο (βιομηχανία, επιχειρήσεις, εργασία) όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Πρόκειται για ανατροπές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διάκριση του ιστορικού χρόνου σε προ και μετά κορωναϊκό. Ενόψει δε αυτών, χωρίς να προτείνουν γενικά εφαρμόσιμες, όπως ισχυρίζονται, συνταγές, διατυπώνουν εικασίες, σκέψεις και εκτιμήσεις για το πως πρέπει να διαμορφωθεί η νέα μετακορωναϊκή πραγματικότητα ενός συνεκτικότερου, δικαιότερου και φιλικότερου προς το περιβάλλον κόσμου. Κεντρικό ρόλο στη μεταβολή αυτή μέλλει να διαδραματίσει η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Εμπνεόμενοι ίσως από την ελληνική μυθολογία, κατά την οποία ο Ηρακλής καλείται να επιλέξει είτε το δρόμο της αρετής είτε το δρόμο της κακίας, θεωρούν ότι ο κόσμος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου η σωστή επιλογή δεν είναι ο δρόμος του δυστοπικού προκορωναϊκού παρόντος (που όμως, αλλοίμονο, προσδιορίζει τις τρέχουσες εξελίξεις και φαίνεται να προδιαγράφει και τις μελλοντικές!), αλλά εκείνος που «ελέω κορωναϊού» υπόσχεται τη βελτίωση του ισχύοντος οικονομικοκοινωνικού μοντέλου. Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο, ενώ απευθυνόταν αρχικά στο περιορισμένο, αυστηρά επιλεγμένο, ακροατήριο του Davos και τα «δορυφορικά σχήματα», βρίσκεται ως bestseller πλέον, στο επίκεντρο της διεθνούς συζήτησης. Στόχος των σκέψεων που ακολουθούν δεν είναι βεβαίως μια βιβλιοπαρουσίαση και μάλιστα εκτενής. Απλώς επιδιώκεται ο εστιασμός της προσοχής σε ορισμένα βασικά σημεία των σχετικών αναλύσεων, ιδιαιτέρως δε εκείνες που αφορούν στη διαμόρφωση του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος, που αποσκοπεί στην άρση ή απάβλυνση των αδυναμιών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και στη λειτουργία του ως μηχανισμού αποσυμπίεσης του σωρευμένου εκρηκτικού υλικού και αποτροπής της κοινωνικής έκρηξης (βλ. ήδη τις ενδιαφέρουσες κριτικές σκέψεις Δημητριάδη στο αφιέρωμα «Κωδικός Μεγάλη Επανεκκίνηση», Δρόμος της Αριστεράς, 3/12/2020).
Ο νεοφιλελευθερισμός στο «στόχαστρο»
Προς επίρρωση της επιτακτικής ανάγκης επιτάχυνσης της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του ισχύοντος καπιταλιστικού παραδείγματος, που ανέδειξε με δραματικό τρόπο η πανδημία, οι συγγραφείς περιγράφουν με μελανά χρώματα, χωρίς ωραιοποιήσεις και περιστροφές, τις χαίνουσες πληγές που έχει προκαλέσει το ισχύον νεοφιλελεύθερο μοντέλο οργάνωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τις οποίες έχει επιδεινώσει δραματικά η πανδημία. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, «αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, ένα εκτεταμένο αίσθημα αδικίας, βαθειά γεωπολιτικά χάσματα, πολιτική πόλωση, αυξανόμενα ελλείμματα και χρέη, μια αναποτελεσματική ή ανύπαρκτη πολιτική παγκόσμιας τάξης, ακραίος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, καταστροφή περιβάλλοντος και αυτές είναι μόνο μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, οι οποίες υφίσταντο προ της πανδημίας. Η κορωναϊκή κρίση τις όξυνε περισσότερο». Δεν παραλείπουν δε να προειδοποιήσουν ότι, αν το οικονομικοπολιτικό σύστημα δεν αναλάβει επειγόντως την αυτοϊασή του, κινδυνεύει να περιπέσει σε μια κατάσταση χάους και βίας. Όπως είναι εμφανές, η περιγραφή αυτή υιοθετεί όλα τα βασικά στοιχεία της αυστηρής κριτικής που ασκείται κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, κυρίως από αρνητές του καπιταλιστικού συστήματος, όπως ο γράφων, δηλαδή από εκείνους οι οποίοι φρονούν ότι η όποια απάβλυνση των ακροτήτων του ισχύοντος μοντέλου, η όποια βελτίωσή του, θα είναι εμβαλωματικού και προσωρινού χαρακτήρα και, αργά ή γρήγορα, θα έχει την τύχη της «ένδοξης εποχής» του φορντισμού-κεϋνσιανισμού.
Στόχος των σκέψεων που διατυπώνονται είναι ο εστιασμός της προσοχής σε ορισμένα βασικά σημεία των σχετικών αναλύσεων των Schwab και Malleret, ιδιαιτέρως δε εκείνες που αφορούν στη διαμόρφωση του νέου καπιταλιστικού παραδείγματος, που αποσκοπεί στην άρση ή απάβλυνση των αδυναμιών της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και στη λειτουργία του ως μηχανισμού αποσυμπίεσης του σωρευμένου εκρηκτικού υλικού και αποτροπής της κοινωνικής έκρηξης
Κατόπιν της δραματικής αυτής έκθεσης των προκαλούμενων από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεινών, δεν πρέπει να εκπλήττει η ρητή και κατηγορηματική αποκήρυξη του νεοφιλελευθερισμού από τους συγγραφείς, την οποία ο Schwab επανέλαβε με κατηγορηματικό τρόπο σε μεταγενέστερη συνέντευξή του στην γερμανική εφημερίδα Die Zeit, Zeit – online, 21/9/2020).Ωστόσο, η καταφατική απάντηση στο ερώτημα των δημοσιογράφων, αν φρονεί ότι η πανδημία έδωσε τη χαριστική βολή στο νεοφιλελευθερισμό, καθώς συνδέεται με τον «αρρύθμιστο» και «αχαλίνωτο» νεοφιλελευθερισμό τύπου ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στο επίμαχο βιβλίο, φαίνεται να διακρίνει μεταξύ «ακραίου» και «ήπιου» νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή, προφανώς μεταξύ σχολής Hayek και Friedman και Ordoliberalismus (Eucken), μεταξύ «ολοκληρωτικής οικονομίας της αγοράς» και «πολιτισμένης οικονομίας της αγοράς» (P. Ulrich, «Zivilisierte Marktwirtschaft», 2010), με άλλα λόγια, μεταξύ «ακραίου» και «μετριοπαθούς», επιτρέποντος «λελογισμένες» παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία, νεοφιλελευθερισμού.
Ο εστιασμός στο νεοφιλελευθερισμό, όπως αυτός εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν είναι τυχαίος. Ο Schwab, γαλουχημένος στη «γερμανική σχολή» του ορντοφιλελευθερισμού και της, θεμελιωθείσας θεωρητικά σ’ αυτόν, «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» («Soziale Marktwirtschaft», βλ. σχετικά Ptak, «Vom Ordoliberalismus zur Sozialer Marktwirtschaft», 2004), δηλαδή ενός μοντέλου «κοινωνικού καπιταλισμού», δεν θα μπορούσε να μην είναι επηρεασμένος από αυτό. Βεβαίως, το μοντέλο αυτό βρίσκεται ακόμη και στη γενέτειρά του ήδη από τη δεκαετία του ’90, ιδίως δε από την περιβόητη Agenda Schröder (Hartz-Konzept), σε τροχιά προϊούσας απορρύθμισης. Η συζήτηση με αφορμή την «Πρωτοβουλία Νέα Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς» είναι ενδεικτική της εξέλιξης αυτής. Η ίδια, άλλωστε, τάση απορρύθμισης χαρακτηρίζει και τις οικονομικές πολιτικές της Ε.Ε., παρά τις σχετικές διακηρύξεις (βλ. άρθρο 2 αριθ. 3 Συνθήκης Λισαβώνας),όπως κατέδειξε η αντιμετώπιση της, προκληθείσας από την κατάρρευση της Lehman Brothers, κρίσης. Ιδιαίτερο δε ρόλο στην υλοποίηση των πολιτικών αυτών διαδραματίζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. για το ζήτημα αυτό αναλυτικά Zapka, «Soziale Marktwirtschaft in der Europäischen Union», 2019). Τις νεοφιλελεύθερες αυτές, απορρυθμιστικές του κοινωνικού κράτους και των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων τάσεις απηχεί εξάλλου η στάση της νομολογίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων στη χώρα μας, ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή των ακραίων νεοφιλελεύθερων μνημονιακών ρυθμίσεων (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Ανώτατα Δικαστήρια και εργασιακές σχέσεις στην εποχή των μνημονίων», 2015).