Η Ρωσία απειλείται με έναν απρόβλεπτο εμφύλιο πόλεμο και δεκάδες χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές μπορεί να βρεθούν ανά πάσα στιγμή σε “λάθος χέρια”.
Αλλά και πριν συμβεί αυτό, ο Βλαντιμίρ Πούτιν μετέφερε τακτικές πυρηνικές κεφαλές στη Λευκορωσία. Ο ίδιος απειλεί εδώ και μήνες ότι θα τις χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί. Ρώσοι ή Ουκρανοί μπορούν να δημιουργήσουν μια βρώμικη βόμβα στοχεύοντας τον πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής της Ζαπορίζια.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλα δείχνουν ότι οδεύουμε προς έναν πυρηνικό πόλεμο στην Ευρώπη, έναν πόλεμο που –από τη στιγμή που θα ξεκινήσει– το πιθανότερο είναι να κλιμακωθεί. Αυτή η εξέλιξη είναι τόσο τρομερή που οι περισσότεροι από εμάς προσπαθούμε να τη βγάλουμε από το μυαλό μας.
Όπως σχολιάζει ο NIGEL WARBURTON στο The New European «ίσως να πιστεύετε ότι το χειρότερο αποτέλεσμα ενός πυρηνικού πολέμου θα ήταν να μην επιζήσει κανένας άνθρωπος. Δεν είμαι τόσο σίγουρος. Μπορεί να είναι πολύ χειρότερο το να επιζήσεις».
Η κατάρρευση της κοινωνίας και του περιβάλλοντος στον απόηχο μιας τέτοιας καταστροφής είναι απίθανο να φέρει ένα καλύτερο αύριο για τους ανθρώπους. Τα ανθρώπινα όντα μπορούν, σε γενικές γραμμές, να συνεργάζονται καλά μεταξύ τους, όμως όταν τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα, δεν μπορεί κανείς να βασιστεί σε αυτό.
Καλύτερα να πεθάνεις στην αρχική έκρηξη παρά να χρειαστεί να υπομείνεις τα επακόλουθα, αντιμετωπίζοντας τις ασθένειες που θα σου προκαλέσει η ακτινοβολία, τους τρομερούς τραυματισμούς και τα εγκαύματα, τη διακοπή των επικοινωνιών, της παραγωγής τροφίμων και την καταστροφή των προμηθειών νερού, με τους ανθρώπους να μάχονται ο ένας εναντίον τους άλλου για επιβίωση.
Ο Τόμας Χομπς στο Λεβιάθαν έχει δώσει μια ζοφερή εικόνα για το πώς θα ήταν η ζωή σε μια κατάσταση της φύσης, σε έναν κόσμο στον οποίο δεν υπήρχε εξουσία, νόμοι, κοινωνική δομή. Θα βρισκόμασταν σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων, με τον καθένα από εμάς να αγωνίζεται να κρατήσει ένα μερίδιο από τους σπάνιους πόρους, χωρίς να μπορεί να εμπιστευτεί ο ένας τον άλλον.
Η συνεργασία θα ήταν δύσκολη λόγω του φόβου εξαπάτησης και της παγίδευσης. Ακόμη και ο ύπνος θα ήταν επικίνδυνος γιατί ακόμη και οι πιο δυνατοί είναι ευάλωτοι όταν κοιμούνται.
Η ζωή, σε κάθε περίπτωση, θα ήταν «μοναχική, φτωχή, άσχημη, κτηνώδης και σύντομη».
Η ζωή μετά από έναν μεγάλο πυρηνικό πόλεμο πιθανότατα δεν θα ήταν λιγότερο εφιαλτική, ακόμη και για όσους έχουν προετοιμαστεί διαθέτοντας bunkers, προμήθειες και κιτ επιβίωσης.
Στο The Road , ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Cormac McCarthy, ο οποίος πέθανε στις 13 Ιουνίου, περιέγραψε έναν σύγχρονο κόσμο σαν αυτό του Hobbes.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στον απόηχο μιας απροσδιόριστης καταστροφής που έχει αφήσει το τοπίο ζοφερό και καμένο, με τους επιζώντες να παλεύουν για υπολείμματα τροφής μέσα στη στάχτη.
Είναι μία ρεαλιστική περιγραφή του τι μπορεί να συμβεί μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο όπου ένας πατέρας και ο γιος του κάνουν ένα ταξίδι με τα πόδια από την ηπειρωτική Αμερική μέχρι κάποια ακτή, σπρώχνοντας τα υπάρχοντά τους σε ένα καρότσι σούπερ-μάρκετ.
Η μητέρα του αγοριού έχοντας εξ αρχής χάσει κάθε ελπίδα έχει αυτοκτονήσει παρά, όπως σκέφτηκε, να βιαστεί, να δολοφονηθεί και πιθανώς να μετατραπεί σε τροφή, καθώς αυτή έχει γίνει τόσο σπάνια που πολλοί έχουν στραφεί στον κανιβαλισμό.
Πριν αυτοκτονήσει αφήνει δύο σφαίρες, μία για τον άντρα της και μία για τον γιο της, για να αποφύγουν τη σύλληψη αυτοκτονώντας κι αυτοί με τη σειρά τους.
Ο πατέρας προσπαθεί να φροντίσει το αγόρι και να διατηρήσει κάποια αισιοδοξία. Θέλει να «κουβαλήσει τη σπίθα» της ηθικής και της καλοσύνης παρά τα όσα συμβαίνουν, παρά την πείνα, παρά τους άλλους ανθρώπους. Προσπαθούν, πατέρας και γιος να είναι καλοί σε έναν κόσμο του κακού και της απελπισίας.
Αλλά όταν κάποιος αρπάξει τον γιο του, ο πατέρας πυροβολεί τον απαγωγέα στο κεφάλι χρησιμοποιώντας μια από τις σφαίρες. Στη συνέχεια ξεφεύγουν από τη συμμορία του νεκρού.
Αργότερα, βρίσκουν μια ομάδα γυμνών ανδρών και γυναικών κλειδωμένων σε ένα ντουλάπι και καταλαβαίνουν ότι κάποιοι τους κρατούν εκεί έτσι ωστε να διατηρούνται ζωντανοί για να σφάζονται και να τρώγονται φρέσκοι. Δεν μπορούν να τους βοηθήσουν. Λίγο πιο πέρα βρίσκουν ένα νεογέννητο μωρό ψημένο στη σούβλα.
Προς το τέλος του μυθιστορήματος, αδύναμοι από την πείνα, πατέρας και γιος φτάνουν επιτέλους στη θάλασσα. Ένας κλέφτης κλέβει τα λιγοστά υπάρχοντά τους και όταν ο πατέρας τον πιάνει, τον αναγκάζει υπό την απειλή όπλου να γδυθεί και τον αφήνει εκεί.
Αυτό ενοχλεί το αγόρι – ο πατέρας του φαίνεται να μην είναι πλέον ένας από τους καλούς. Επιστρέφουν για να βρουν τον άνδρα, αλλά αυτός έχει εξαφανιστεί.
Ο πατέρας του, ήδη αδύναμος, τραυματίζεται στο πόδι με ένα βέλος, και τελικά αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ο γιος μένει με δίπλα στη σορό του για τρεις μέρες. Τελικά, ένας άντρας με κυνηγετικό όπλο τον βρίσκει και πείθει το αγόρι ότι είναι από τους καλούς και ότι θα τον προσέχει.
Το πιο πιθανός είναι ότι δεν θα το κάνει. Το αγόρι μάλλον θα παχυνθεί, θα σφαχτεί και θα μαγειρευτεί.
Ναι, ακούγονται τρομακτικά όλα αυτά. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ανακριβή. Θα μπορούσαμε ίσως να ελπίζουμε ότι οι άνθρωποι θα συμπεριφέρονταν καλύτερα από ό,τι στην ερημιά του ΜακΚάρθι, ότι θα συνεργάζονταν, θα ανοικοδομούσαν ξανά τον πολιτισμό και ότι θα ήταν ευγενικοί ο ένας με τον άλλον.
Αλλά αυτό είναι μάλλον ευσεβής πόθος.