Στην Ευρώπη, ο Μπόρις Τζόνσον είχε κάνει την παχυσαρκία πολιτικό ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο του άρθρο-μετά την παραίτησή του από τη θέση του βουλευτή- στην Daily Mail αφορά στην εμπειρία του με «θαυματουργό» φάρμακο αδυνατίσματος. Είχε παραδεχτεί άλλωστε πως ένας από τους λόγους για τους οποίους παραλίγο να πεθάνει, εξαιτίας της Covid-19, ήταν τα πάρα πολλά κιλά του.
Στην Αμερική, η Μισέλ Ομπάμα είχε αρχίσει μια προσπάθεια για την καλύτερη διατροφή των παιδιών το 2010, ως Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ. Η πρωτοβουλία ονομάστηκε «Let’s Move» (Ας κινηθούμε) και με τη στήριξη του Προέδρου Ομπάμα, είχε ως στόχο να περάσει το μήνυμα της ισορροπημένης διατροφής στις μελλοντικές γενιές. Η Μισέλ Ομπάμα είχε μάλιστα δημιουργήσει στον περίβολο του Λευκού Οίκου έναν λαχανόκηπο. Παράλληλα «έτρεξε» το πρόγραμμα «Οι σεφ στο σχολείο», προκειμένου οι μικροί μαθητές να μάθουν να μαγειρεύουν και να προσθέσουν υγιεινά τρόφιμα στην καθημερινότητά τους. Στην εκστρατεία της Πρώτης Κυρίας στρατεύθηκαν και προσωπικότητες του καλλιτεχνικού κόσμου, όπως η Μπιγιονσέ και η Έλεν ντε Τζενέρις.
Παρόλο που τα σχολεία βελτίωσαν την ποιότητα των σχολικών γευμάτων, ώστε να περιλαμβάνουν δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, το πρόγραμμα δεν πέτυχε. Ο στόχος του «Let’s Move», να περιοριστεί ο αριθμός των παχύσαρκων ανηλίκων στο 5% έως το 2030, δεν επετεύχθη. Αντιθέτως, η παχυσαρκία συνεχίζει να εξαπλώνεται σαν επιδημία μεταξύ των παιδιών.
Αλλά και στην Ευρώπη η παχυσαρκία εξελίσσεται σε σοβαρό πρόβλημα. Στην Ελλάδα το 63% των ενηλίκων είναι παχύσαρκοι ή υπέρβαροι, και η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ευρώπη στην παιδική παχυσαρκία.
Ο Τζόνσον δεν ήταν ο πρώτος πρωθυπουργός στο Ηνωμένο Βασίλειο που «κήρυξε πόλεμο» κατά της παχυσαρκίας. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πραγματοποιηθεί πολλές εκστρατείες με στόχο την παρακίνηση του κόσμου να γυμνάζεται περισσότερο και να τρώει πιο υγιεινά. Έχουν γίνει εκκλήσεις για κατανάλωση πέντε μερίδων φρούτων και λαχανικών τη μέρα, έχει φορολογηθεί η ζάχαρη, έχουν απαγορευθεί διαφημίσεις πρόχειρου φαγητού. Όμως τίποτα από αυτά δεν άλλαξε κάτι. Τα τελευταία 25 χρόνια, τα ποσοστά παχυσαρκίας στην Αγγλία έχουν διπλασιαστεί.
Θεωρητικά, ο Τζόνσον θα πρέπει να είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, επειδή η πρωτοβουλία του ξεκίνησε εν μέσω παγκόσμιας πανδημίας, όταν οι πιθανοί κίνδυνοι ήταν προφανείς. Σύμφωνα με έκθεση της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας τον Ιούνιο (2020), το να είναι κάποιος παχύσαρκος ή πολύ υπέρβαρος σήμαινε ότι ήταν υποψήφιος βαριάς νόσησης από την Covid-19. Και στα νοσοκομεία βρίσκονταν πολλοί ασθενείς σε παρόμοια κατάσταση με τον πρωθυπουργό.
Ο Τζόνσον βέβαια ήταν υπέρβαρος, αλλά όχι φτωχός. Είναι πολύ πιο σύνηθες τα παχύσαρκα άτομα -στις υπανάπτυκτες χώρες, τουλάχιστον- να είναι φτωχά. Η παχυσαρκία είναι οικονομικό ζήτημα, όπως δείχνει μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature.
Η μελέτη των Αλεξάντερ Μπέντλεϊ, Πολ Όρμεροντ και Ντέμιαν Ρακ εξετάζει το πώς εξελίχθηκε η παχυσαρκία στις ΗΠΑ μεταξύ 1990 και 2015. Είναι μια πυκνή, ακαδημαϊκή πραγματεία, όμως αξίζει να τη διαβάσει κάποιος λόγω των σημαντικών ευρημάτων της.
Για αρχή, η άνοδος της παχυσαρκίας -του αριθμού των ατόμων με Δείκτη Μάζας Σώματος άνω του 30- στις ΗΠΑ, αντανακλά την κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1990, ως παχύσαρκο κατατασσόταν περίπου το 11% του τυπικού πληθυσμού μιας αμερικανικής πολιτείας και καμία πολιτεία δεν είχε ποσοστά παχυσαρκίας άνω του 15%. Το 2015, υπήρχαν αρκετές πολιτείες -όπως του Μισισιπή, της Αλαμπάμα και της Δυτικής Βιρτζίνια– με ποσοστά παχυσαρκίας που ξεπερνούσαν το 35%. Καμία πολιτεία δεν είχε ποσοστά κάτω του 20%. Σύμφωνα με την έρευνα, «μέσα σε μία γενιά, η αλλαγή ήταν τόσο δραματική, που τα ποσοστά παχυσαρκίας σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ το 2015 θα θεωρούνταν κάτι ακραίο στις ΗΠΑ του 1990».
Οι πολιτείες του Μισισιπή, της Αλαμπάμα και της Δυτικής Βιρτζίνια ανήκουν στις πιο φτωχές πολιτείες των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, διερευνήθηκε εάν υπήρχε σχέση μεταξύ εισοδήματος και παχυσαρκίας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ενώ δεν υπήρχε τέτοιος συσχετισμός το 1990, το 2015 σίγουρα υπήρχε. Σε πολιτείες όπου το διάμεσο εισόδημα ήταν κάτω από 45.000 δολάρια τον χρόνο, τα επίπεδα παχυσαρκίας ξεπερνούσαν το 35%, ενώ στις πολιτείες όπου το διάμεσο εισόδημα ήταν πάνω από 65.000 δολάρια τον χρόνο, τα επίπεδα παχυσαρκίας ήταν κάτω από 25%, όπως στο Κολοράντο, την Καλιφόρνια και τη Μασαχουσέτη.
Αυτό αποτελεί φαινόμενο αναπτυγμένης χώρας. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, η πρόσληψη θερμίδων και τα επίπεδα παχυσαρκίας τείνουν να είναι υψηλότερα στους έχοντες. Επίσης, πρόκειται για πρόσφατο φαινόμενο. Τα βιομηχανικά επεξεργασμένα τρόφιμα, με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και λιπαρά, διατίθενται εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ωστόσο, μόλις τις τρεις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει τόσο εμφανής η σχέση μεταξύ εισοδήματος και παχυσαρκίας.
Η μελέτη εξετάζει έναν αριθμό αιτίων για την τάση αυτή. Ένα από αυτά είναι πως οι φτωχοί πολίτες έχουν πολλά άλλα θέματα που τους απασχολούν από το αν είναι υπέρβαροι. Ένα δεύτερο αίτιο είναι πως πολλές οικογένειες χαμηλού εισοδήματος κατοικούν σε σημεία όπου πρέπει να καλύψουν μεγάλες αποστάσεις, συχνά με τα πόδια, για να βρουν καταστήματα με υγιεινές τροφές. Πάνω από 50 εκατ. άνθρωποι στις ΗΠΑ -περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού- ζουν σε περιοχές χαμηλού εισοδήματος, όπου δεν υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε σούπερ μάρκετ.
Ένα τρίτο αίτιο είναι πως αυξανόμενος αριθμός Αμερικανών με χαμηλό εισόδημα εθίζεται σε επεξεργασμένα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, ειδικά σε αναψυκτικά που περιέχουν σιρόπι καλαμποκιού με υψηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη (HFCS).
Οι Αμερικανοί καταναλώνουν επεξεργασμένη ζάχαρη σε τροφές και ποτά από τον 19ο αιώνα. Όμως μόλις από το 1970 έχει τη μορφή HFCS, η κατανάλωση του οποίου αυξήθηκε από μηδέν κατά κεφαλήν σε 27 κιλά κατά κεφαλήν από το 1970 έως το 2000. Το HFCS έγινε το βασικό γλυκαντικό σε αναψυκτικά και το 2016 τα ροφήματα με γλυκαντικά αποτελούσαν το 9% των δαπανών των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, «οι επιδημίες της παχυσαρκίας και του διαβήτη ίσως ωθούνται από την υπερβολική προβολή και προώθηση φθηνών τροφών υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, ειδικά αναψυκτικά με HFCS».
Όλα αυτά δείχνουν πως μια στρατηγική κατά της παχυσαρκίας η οποία βασίζεται στην προσπάθεια τα παιδιά να μην βλέπουν διαφημίσεις για πρόχειρο φαγητό, που προτρέπει τους υπέρβαρους να ξεκινήσουν τζόκινγκ και μας συμβουλεύει να αντικαταστήσουμε τα ανθρακούχα αναψυκτικά με ένα ποτήρι χυμό καρότου, είναι προορισμένη να αποτύχει. Αυτή η προσέγγιση συχνά γίνεται αντιληπτή ως υπεροπτική και δεν στοχεύει στην ουσία. Εάν η παχυσαρκία συνδέεται με τη φτώχεια -όπως καταδεικνύουν τα στοιχεία- τότε ο τρόπος καταπολέμησής της είναι η μείωση της φτώχειας.
Δυστυχώς, οι οικονομικοί κλυδωνισμοί εξαιτίας της Covid-19 φαίνεται ότι θα οδηγήσουν κι άλλους ανθρώπους κάτω από τα όρια της φτώχειας. Και αυτό επειδή οι πιο ευάλωτοι τομείς -τουρισμός, εμπόριο και αναψυχή- είναι εκείνοι που προσλαμβάνουν εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα και προσφέρουν θέσεις με τον βασικό μισθό.
Εάν οι κυβερνήσεις θέλουν πραγματικά να αντιμετωπίσουν την παχυσαρκία, πρέπει να διασφαλίσουν την προστασία των οικογενειών με χαμηλό εισόδημα· να χρησιμοποιήσουν το φορολογικό σύστημα, έτσι ώστε οι εργοδότες να έχουν κίνητρο για προσλήψεις αντί για απολύσεις· να είναι πιο γενναιόδωρες με την έκπτωση φόρου, ώστε να ενισχύεται το εισόδημα των φτωχών εργαζομένων. Επιπλέον, θα πρέπει να αντισταθούν στην πίεση να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείματα μειώνοντας παροχές. Τα ποσοστά της παχυσαρκίας θα μειωθούν, όταν οι άνθρωποι θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταναλώνουν καλύτερες -και πιο ακριβές- τροφές. Για να το κάνουν αυτό, πρέπει να βελτιωθεί η οικονομική τους κατάσταση.
Με πληροφορίες από: The Guardian, Healthline, PEDIATRICS