Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την υπόθεση Moore v. Harper είναι πολύ σημαντική για την αμερικανική δημοκρατία. Απορρίπτοντας την ακραία ιδέα ότι τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών έχουν απεριόριστες εξουσίες για τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών, το δικαστήριο κατέστησε δυσκολότερο για τους βουλευτές να εμπλακούν στις διαδικασίες που ενθάρρυνε ο Ντόναλντ Τραμπ για την ανατροπή των αποτελεσμάτων των περασμένων εκλογών.
του Greg Sargent (*)
Η απόφαση, όμως, έχει και ευρύτερες συνέπειες. Αποτελεί άλλη μία ένδειξη ότι το αμερικανικό δημοκρατικό σύστημα θωρακίζεται σε πολλά επίπεδα, κάτι που μειώνει απροσδόκητα τις πιθανότητες να επαναλάβει ο Τραμπ την ίδια συμπεριφορά στις εκλογές του 2024.
Σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι που είχαν αμφισβητήσει τα αποτελέσματα του 2020 ηττήθηκαν στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022. Το Κογκρέσο άλλαξε τον νόμο που ορίζει πώς γίνεται η μέτρηση των εκλεκτόρων. Και η απάντηση στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021, τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ήταν απροσδόκητα σκληρή.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν δεδομένο. Έγινε επειδή ο αμερικανικός λαός ήθελε να γίνει. Και επειδή και τα δύο κόμματα πήραν στα σοβαρά την απειλή του Τραμπ και του κινήματός του.
«Το πολιτικό και το δικαστικό σύστημα έκαναν σημαντικά βήματα για την προστασία των εκλογών από κάθε είδους υπονόμευση», λέει ο Μάθιου Σέλιγκμαν από το Κέντρο Συνταγματικού Δικαίου του Στάνφορντ, «αν και οι σοβαρές απειλές παραμένουν».
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τη θεωρία του «ανεξάρτητου πολιτειακού νομοθετικού σώματος», κάτι που σημαίνει ότι τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών θα εξακολουθήσουν να ελέγχονται από τα πολιτειακά δικαστήρια. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορεί, βέβαια, πάντα να επικυρώσει την απόφαση ενός πολιτειακού νομοθετικού σώματος αν κρίνει ότι το πολιτειακό δικαστήριο υπερέβη τις αρμοδιότητές του. Οι αυθαιρεσίες, όμως, αποκλείονται.
Κρίσιμη θα είναι, επίσης, η απόφαση για την περίπτωση του δικηγόρου Τζον Ίστμαν, που κατηγορείται ότι κατασκεύασε ένα αφήγημα για την απόπειρα πραξικοπήματος του Τραμπ. Αν ο Ίστμαν καταδικαστεί, οι επίδοξοι μιμητές του από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα το σκεφτούν δύο φορές προτού προβούν σε ανάλογες κινήσεις.
Όλες αυτές οι εξελίξεις δείχνουν ότι η 6η Ιανουαρίου δεν αντιμετωπίστηκε ως μία στιγμιαία έκρηξη οργής, αλλά ως μία διαρκής απειλή στη συνταγματική τάξη.
(*) O Γκρεγκ Σάρτζεντ είναι αρθρογράφος της Washington Post
(Πηγή: Washington Post)