Πολύ καλά τα λέει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Αντώνης Μανιτάκης: «Δεν βλέπω να υπάρχει συνταγματικό κώλυμα για την αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή κόμματος».
Που είναι το κώλυμα; Πουθενά!
Ίσα-ίσα έτσι θα εξασφαλίζεται ότι στο ελληνικό κοινοβούλιο θα μπαίνουν όσα κόμματα έχουν τη σοβαρότητα και την επάρκεια να κυβερνήσουν και να διαχειριστούν τις τύχες του λαού και του έθνους. Και μάλιστα χωρίς περισπασμούς και περιττές αντιδικίες ή αντίλογο από μικρότερα κόμματα.
Ορθά διερωτάται ο έγκριτος συνταγματολόγος: «Καταρχήν, ήδη το γεγονός ότι προβλέπεται ένα ποσοστό για να μπορέσει κανείς να συμμετάσχει στην κατανομή των εδρών και να βγάλει βουλευτή δεν θεωρήθηκε ποτέ αντισυνταγματικό. Διερωτώμαι λοιπόν γιατί η αύξηση του ορίου από το 3 στο 5% θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αντισυνταγματική».
Όπως μάλιστα λέει ο Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης (Δικηγόρος, Πρόεδρος της ΝΕΑΣ ΔΕΞΙΑΣ) μπορεί να είναι να χρειάζεται το 5% σκληρό και κυνικό αλλά ταυτόχρον είναι «αναγκαίο και εθνωφελές».
Δυστυχώς όμως υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι ίσως δεν σκέπτονται υγειώς και εθνωφελώς. Όπως, για παράδειγμα, ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κ. Σπύρος Βλαχόπουλος ο οποίος προτείνει «να αφήσουμε τις «εν θερμώ» συζητήσεις για ευκαιριακές εκλογικές ρυθμίσεις και να αντιμετωπίσουμε την ουσία των πραγμάτων, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια αντιπροσώπευση του πολίτη και την επίλυση των ζωτικών του προβλημάτων».
Ως προς το «εν θερμώ» έχει δίκιο ο κ. Βλαχόπουλος καθώς υποτίθεται ότι αφορμή για τη σχετική συζήτηση που έχει ανοίξει τις τελευταίες ημέρες είναι η είσοδος των “Σπαρτιατών”, της “Νίκης”, της “Πλεύσης” και παραλίγο ΚΑΙ του Μέρα25 στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Κακώς συνδέεται το θέμα με αυτή την αφορμή και κάκιστα επιδεικνύεται τέτοια ατολμία από όσους κάνουν τη σχετική πρόταση. Το πράγμα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί σφαιρικά, ορθολογικά, αποφασιστικά. Το 5% δεν εξασφαλίζει πως τα ανεπιθύμητα μορφώματα δεν θα μπουν στη Βουλή. Χρειάζονται πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Και για να το πούμε ευθέως και απεριφράστως: Γιατί το όριο εισόδου ενός κόμματος να μην ανέβει από το 3% στο 40%;
Μήπως θα υπάρχει σε αυτή την περίπτωση συνταγματικό κώλυμα;
Θα μπορούσε μάλιστα αυτή η ρύθμιση να συνοδεύεται από μία άλλη που να ορίζει πως “αν το 6μηνο που προηγείται της κάλπης ένα κόμμα δεν συγκεντρώνει τουλάχιστον 30% στις δημοσκοπήσεις να μην μπορεί να συμμετάσχει στις εκλογές“. Και το καλύτερο: “Αν στις επόμενες εκλογές κανένα κόμμα δεν πιάσει το όριο του 40% τότε να ανανεώνεται αυτόματα η θητεία της απερχόμενης κυβέρνησης“. Για παράδειγμα, αν το 2027 η Νέα Δημοκρατία λάβει -παρ’ ελπίδα- κάτω από 40% να συνεχίσει να κυβερνά μέχρι το 2031.
Με τις παραπάνω ρυθμίσεις εξασφαλίζεται άπαξ και δια παντώς η πολύτιμη κυβερνητική σταθερότητα και αποφεύγονται οι περιπέτειες στο όνομα, υποτίθεται, του “δικαιώματος παρουσίας και συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες“.
Πρέπει επιτέλους να το αποδεχτούμε -κι ας λέει ό,τι θέλει ο Λευτέρης Κουσούλης που τάσσεται υπέρ του 3%– η υπερτιμημένη έννοια της δημοκρατίας και της έκφρασης της κάθε μειοψηφικής ιδιαιτερότητας δεν μπορεί να τίθεται πάνω από τη σταθερότητα. Στο κάτω-κάτω πρέπει να σεβαστούμε και όλους εκείνους που έδειξαν τη δυσφορία τους για τις φετινές διπλές κάλπες και εξόρκιζαν την πιθανότητα να στηθούν και τρίτες διότι “πάνε πίσω οι δουλειές”.
Κι αν ακούγονται αντισυνταγματικά όλα τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι θα βρεθούν αρκετοί έγκριτοι συνταγματολόγοι που θα πουν “όχι” και θα τα υποστηρίξουν επιστημονικά. Καλή θέληση να υπάρχει. Και τόλμη.
Αλλά κι αν ακόμη κάπου σκοντάψουμε στο σύνταγμα, τότε ας το αλλάξουμε, αν είναι «αναγκαίο και εθνωφελές».