Ως «αφετηρία και για την επίτευξη ευρύτερων πολιτικών και προγραμματικών συγκλίσεων», βλέπει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ Γιώργος Σωτηρέλης τα προβλήματα που θα έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στην άσκηση του Κοινοβουλευτικού του έργου.
Όπως λέει χαρακτηριστικά μπορεί «να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση ενός ενιαίου εναλλακτικού πόλου στον αντικυβερνητικό χώρο». Ο ίδιος μιλά επίσης για τη συμμετοχή κομμάτων της ακροδεξιάς στη Βουλή και την νέα φάση που περνά ο Κοινοβουλευτικός βίος.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
-Κύριε καθηγητά, η νέα σύνθεση της Βουλής με τη συμμετοχή 8 κομμάτων, τι σηματοδοτεί σε σχέση με τη λειτουργία της; Θα υπάρξουν προβλήματα;
Τα προβλήματα δεν εντοπίζονται στον αριθμό των κομμάτων, καθεαυτόν, αλλά στο είδος των κομμάτων που προέκυψαν. Αν σκεφθεί κανείς ότι στην παρούσα Βουλή μετέχουν τρία κόμματα της ακροδεξιάς, τα δύο με θέσεις εθνολαϊκισμού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού και το τρίτο με φασίζοντα χαρακτηριστικά, είναι φανερό ότι ο κοινοβουλευτικός μας βίος μπαίνει σε μία περίοδο έντονης δοκιμασίας, καθώς ο πολιτικός διάλογος θα έχει πλέον εντονότερο από ποτέ το στοιχείο του ανορθολογισμού και της οξύτητας. Θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθεια αλλά και πολλές υπερβάσεις από τα υπόλοιπα κόμματα για να μην εκτραπεί η κατάσταση και ιδίως για να υπάρξει μία ενιαία αντιμετώπιση, που θα περιφρουρήσει πάνω από όλα το κύρος της Βουλής.
-Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και τη συμμετοχή του με λιγότερους από 50 βουλευτές, τι θα γίνει; Θα μπορεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να χρησιμοποιεί τον Κανονισμό της Βουλής και να ασκεί το Κοινοβουλευτικό έργο ή θα υπάρξουν κωλύματα λόγω ακριβώς του αριθμού των βουλευτών;
Είναι αλήθεια ότι ορισμένες πρωτοβουλίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι πλέον δυνατόν να αναληφθούν χωρίς την σύμπραξη και άλλου κόμματος ή άλλων κομμάτων. Αναφέρομαι ιδίως στην πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος και στην πρόταση δυσπιστίας, για τις οποίες απαιτούνται τουλάχιστον 50 βουλευτές, καθώς και για την πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής (κατά την συνήθη διαδικασία) για την οποία απαιτούνται 60 βουλευτές. Ωστόσο αυτό ίσως έχει και μία θετική πλευρά, διότι θα ωθήσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε αναζήτηση επί μέρους συνεργασιών, οι οποίες ελπίζω ότι θα αποτελέσουν την αφετηρία και για την επίτευξη ευρύτερων πολιτικών και προγραμματικών συγκλίσεων, προκειμένου αφ’ ενός μεν να ασκηθεί ουσιαστική και τεκμηριωμένη αντιπολίτευση αφ’ ετέρου δε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση ενός ενιαίου εναλλακτικού πόλου στον αντικυβερνητικό χώρο.
–Το τελευταίο διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για την αύξηση του ορίου εισόδου των κομμάτων στην Βουλή και στην Ευρωβουλή, από το 3% στο 5%. Ποια είναι η άποψή σας;
Εν πρώτοις δεν κατανοώ το που αποσκοπεί αυτή η συζήτηση. Αν υποκρύπτονται και εδώ μικροκομματικοί υπολογισμοί θα ήθελα να τονίσω το πιθανότερο είναι να έχουμε και πάλι αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή να δοθεί περαιτέρω ώθηση στα κόμματα που επιχειρείται να αποκλεισθούν και να ξεπεράσουν και αυτό το όριο…
Ως προς το συνταγματικό σκέλος του ερωτήματος πρέπει ευθύς εξ αρχής να επισημανθεί ότι το 5% συνιστά υπέρμετρη σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου, η οποία μάλιστα έρχεται να προστεθεί στα συναφή συνταγματικά προβλήματα που προκύπτουν από το ισχύον (μεικτό) εκλογικό σύστημα (με ένα εν πολλοίς αδικαιολόγητο μπόνους στο πρώτο κόμμα –αλλά όχι στον πρώτο συνασπισμό– που μπορεί να δώσει αυτοδυναμία με λίγο πάνω από το 1/3 των ψηφισάντων). Θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί ένα τέτοιο όριο με σύστημα απλής αναλογικής, ώστε να είναι ευκολότερος ο σχηματισμός κυβέρνησης (αυτό θα ίσχυε πχ στις εκλογές του Μαΐου, καθώς θα επέτρεπε στην ΝΔ να επιτύχει την αυτοδυναμία), υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα υπήρχαν και περιθώρια εκπροσώπησης ενός κόμματος ακόμη και αν δεν είχε 5%, όπως συμβαίνει με το γερμανικό εκλογικό σύστημα. Διαφορετικά, το όριο αυτό θέτει έναν ανεπίτρεπτο φραγμό στα νεοεμφανιζόμενα κόμματα, που επιτείνει την προβληματικότητά του.
Σε κάθε περίπτωση η αλλαγή του ορίου συνιστά αλλαγή του εκλογικού συστήματος, καθώς συνεπάγεται αλλαγή του τρόπου κατανομής των εδρών. Επομένως, για να ισχύσει στις επόμενες βουλευτικές εκλογές το 5% απαιτείται πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής (διαφορετικά θα ισχύσει για τις μεθεπόμενες εκλογές). Η συνταγματική αυτή προϋπόθεση δεν ισχύει, πάντως, για τις ευρωεκλογές, ως προς τις οποίες αρκεί η συνήθης πλειοψηφία (των παρόντων, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 75). Ωστόσο πρέπει να υπογραμμισθεί ότι στις Ευρωεκλογές η αλλαγή του ορίου παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα συνταγματικότητας (όπως έκρινε και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας), διότι η περαιτέρω σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου δεν μπορεί καν να στηριχθεί στο επιχείρημα ότι ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων προκαλεί πρόβλημα κυβερνησιμότητας. Αντίθετα, στις εκλογές αυτές το όριο πρέπει να είναι το μικρότερο δυνατό (συνυπολογιζομένων κάποιων ελληνικών ιδιαιτεροτήτων), προκειμένου να διασφαλίζεται ο πολιτικός πλουραλισμός ως προς την εκπροσώπηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.