Στην Έφη, τον Στάθη, τον Γιάννη, τον Σάκη.
Ηλίας Γεωργαλής
Με τον Πάνο είμαστε φίλοι σχεδόν μισόν αιώνα. Αυτό μου δίνει ένα πλεονέκτημα, στην –παραδοσιακή- σχέση συγγραφέα – αναγνώστη. Δεν πιστεύω στην αντικειμενικότητα των πραγμάτων, αλλά στην αποκάλυψη, μέσω των σχέσεων με τα πράγματα. Η ανάγνωση είναι μια τέτοια τέχνη. Το πλεονέκτημά μου, που πριν είπα, είναι ότι η σχέση μου με τον Πάνο υπάρχει αβίαστα εκτός βιβλίου. Αυτό το λέω γιατί ο κάθε αναγνώστης αυτή την σχέση την φτιάχνει μέσω του έργου. Ένα άλλο πλεονέκτημα μου είναι ότι μπορώ -λόγω αυτού- να αποκωδικοποιήσω και να θυμηθώ πράγματα που κι ο συγγραφέας, ίσως, ξεχνάει.
Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα, την ιστορία μιας παρέας φοιτητών στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μέσα από την ιστορία της παρέας, εκτυλίσσεται η ιστορία μιας γενιάς, οι προϋποθέσεις, η καταγωγή της, οι πόθοι, τα όνειρα της, η πορεία της. Αλλά γενιά είναι μια ηλικιακή ομάδα που, συνειδητά ή ασυνείδητα, βιώνει, ενσωματώνει και συμμετέχει στο ένα, ίδιο, ιστορικό στοίχημα. Μοιραία, λοιπόν, η αφήγηση, αφορά και στον ιστορικό ορίζοντα, όπως και σε ό,τι τον αποτυπώνει: τον πολιτισμό, την κοινωνία, την πολιτική. Σ’ αυτά ακουμπάει το μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας δεν μένει, λοιπόν, στην ιστορία μιας παρέας, αλλά διακρίνει κι αναδεικνύει σ’ αυτήν τα χαρακτηριστικά μιάς γενιάς, και μέσω αυτής επιχειρεί να ανιχνεύσει την πορεία της πολιτικής, της Αριστεράς, του πολιτισμού στην Ελλάδα μετά την Χούντα.
Η γενιά του ’80 είναι μια «γέφυρα» μεταξύ της πρώϊμης και της όψιμης μεταπολίτευσης, που διαχωρίζει και συνδέει την ακαμψία της πρώτης με τον ατομικισμό των ’90s. Είναι μια γενιά μειωμένης εκπροσώπησης (στην ιστορική μνήμη) και μειωμένης αναγνώρισης (στην λογοτεχνία και τις τέχνες γενικώς). Κι όσοι εντάχθηκαν στην ιεραρχική πυραμίδα, το έκαναν με τους όρους του συστήματος όχι με τους δικούς τους όρους.
Ο Ευρωπαϊκός Μάης εμφανίζεται στην Ελλάδα με δέκα χρόνια καθυστέρηση. Κι ενώ μέχρι τότε η αντίθεση Ατομικού – Συλλογικού και Δημόσιου – Ιδιωτικού λύνεται με την εξαφάνιση του Ατομικού και την ενσωμάτωση του Ιδιωτικού στο Δημόσιο, απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’70 το τοπίο αλλάζει. Η «ασφυξία» του Προσώπου μέσα στο πηχτό περιβάλλον της πρώϊμης μεταπολίτευσης ενεργοποιεί μυστικές διεργασίες που έχουν και αναφορά στην μικρή «άνοιξη» του ’60. Από περιθωριακά αρχίζουν να γίνονται κεντρικά και βαθιά υπαρξιακά τα θέματα του επαναπροσδιορισμού των αντιθέσεων Ατομικού – Συλλογικού και Δημόσιου-Ιδιωτικού.
[Η σύντομη «Άνοιξη» των αρχών της δεκαετίας του ’60 σηματοδοτείται με την άνοδο της ΕΔΑ, την ριζοσπαστικοποίηση του Κέντρου, τα συλλαλητήρια για την Κύπρο, στην μουσική με τον Μίκη, τον Μάνο, τον Ξαρχάκο, τον Γιάννη Χρήστου, το Νέο Κύμα, στην ποίηση με την δεύτερη γενιά της ήττας, στο θέατρο (Κουν), στον κινηματογράφο, στην θεολογία με το περιοδικό «Σύνορο»(Γιανναράς, Ζηζιούλας, Γοντικάκης κλπ.), στην αρχιτεκτονική (Πικιώνης) και πάει λέγοντας… Μια μυρωδιά Ελληνικότητας κι αναζήτησής της αναδύεται για άλλη μια φορά μετά την γενιά του ’30. Αλλά η Χούντα τα προλαβαίνει όλα].
Αυτή η ανάδυση του υποκειμένου, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, εκδηλώνεται με πολιτική απείθεια, απαξίωση της αυθεντίας και μια παρεϊστικη αντίληψη της κοινωνίας. Επιχειρείται η σύνδεση της πολιτικής με τα βαθιά υπαρξιακά ζητήματα. Οι καταλήψεις για τον νόμο 815, είναι οι πρώτες μετά το Πολυτεχνείο του ’73 και σ΄ αυτές η ενότητα κι η εσωτερική αμφισβήτηση είναι παράλληλες εκδηλώσεις.
Ο Σαββόπουλος δίνει το έναυσμα στα τέλη της δεκαετίας του ’70¨: «όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες, αλλά σ΄ εκείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει». Την ίδια εποχή, ένα νυχτερινό ταξίδι του με τραίνο απ΄την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη, τον κάνει παραγωγό της «Εκδίκησης της γυφτιάς», ενός δίσκου που αποτέλεσε τομή για τα μουσικά πράγματα. Το ρεμπέτικο αναβιώνει. Ο Νέος ελληνικός κινηματογράφος, με τα στραβά και τα καλά του, μεταφέρει τον φακό απ’ το έξω στα ένδον. Στην Τέχνη και τον πολιτισμό ο έλεγχος ξεφεύγει απ΄τα κόμματα και μεταφέρεται στις παρέες.
Η Θεσσαλονίκη είναι το ιδανικό επωαστήριο τέτοιων εξελίξεων. Έχει το μέγεθος τσακ στη μέση, ούτε μικρή ούτε αχανής, δηλ. ενοποιεί και δεν αποξενώνει τις παρέες, έχει ζωντανή στην λογοτεχνία την σχολή της θεσσαλονίκης, έχει το φεστιβάλ κινηματογράφου, έχει το Άγιο Όρος που τροφοδοτεί διαρκώς τον κοσμοπολίτικο μυστικισμό της. Κι έχει ένα μεγάλο και δυναμικό πανεπιστήμιο μέσα, στο κέντρο της πόλης, που συμμετέχει και τα συνθέτει όλα αυτά. Η πόλις γεμίζει στέκια, μουσικά, ταβέρνες, ροκ μπάντες, μπαράκια, εκδηλώσεις στα πανεπιστήμια.
Αυτό είναι το φόντο του βιβλίου.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, το ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε το κέντρο αυτής της απόπειρας της «γενιάς του ’80» να ζήσει περισσότερο παρά να διατυπώσει, την σύνδεση της Πολιτικής με το Πρόσωπο και τα βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα.
Στην… Θεσσαλονίκη λοιπόν!
Η Καλυψώ είναι η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος. Μια Θεά! Που έχει σχέση με έναν θνητό. Αυτό από μόνο του υπονομεύει εξ’ αρχής αυτή την σχέση. Αλλά ο Κίμωνας είναι υποψιασμένος. Ξέρει καλά «Ιθάκες τι σημαίνουν». Το νησί της Καλυψώς, δεν είναι παρέκκλιση από καμιά Ιθάκη. Ο κόσμος της Καλυψώς είναι ρευστός. Μετακινείται. Και μαζί μετακινείται κι ο ήρωας. Η Καλυψώ γειώνει και απογειώνει εναλλάξ, τον Κίμωνα. Ο Κίμωνας μεταιωρίζεται συνεχώς. Την Θειότητα, την μη φθαρτότητα της ηρωϊδας την διασφαλίζει αυτή η διαρκής μετακίνησή της. Η συνάντηση του Κίμωνα με την Καλυψώ είναι μια γεύση αιωνιότητας. Η Ιθάκη θα ήταν πολύ βαρετή κι ακίνητη, άσε που χρειάζεται να έχεις ζήσει το βασίλειο για να το νοσταλγήσεις.
Ο έρωτας, η φιλία, η παρέα , το ποτό είναι σταθερό μοτίβο της δράσης.
Μέσω αυτών τα μικρά, καθημερινά πράγματα, αποκτούν μια ιερότητα. Ο Έρωτας δεν είναι αισθησιακό, σωματικό ή συναισθηματικό γεγονός. Είναι προσωρινή Αθανασία κι υπαρξιακή ανακαίνιση.
Η παρέα δεν είναι τρόπος να περάσει η ώρα… Είναι μικρό τελετουργικό μύησης στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα. Και το ποτό είναι σταθερό μέσο, πίουν εξ αυτού πάντες.
Ο έρωτας, η φιλία-παρέα και το ποτό είναι Σώμα και Αίμα μετοχής.
Κι όταν μιλάμε για παρέες,εννοούμε μικρές κοινότητες, όχι συνευρέσεις πέντε-έξι ατόμων, ούτε ομογενοποιημένες ομάδες. Κάτω από πέντε άτομα οι συνευρέσεις ήταν… μοναχικές!
Την πορεία αυτής της παρέας και της Καλυψώς παρακολουθεί ο συγγραφέας.
Η αφήγηση περιλαμβάνει πολλά πρόσωπα, αυτή είναι μια δύσκολη επιλογή για τον συγγραφέα, αλλά είναι αποφασιστική για το εγχείρημα: Το κοινωνικό – ιστορικό πλαίσιο έχει ως πυρήνα αυτήν ακριβώς την διαστολή των ατομικοτήτων, άρα οι ψηφίδες είναι εξ ορισμού πολλές και διαφορετικές.
Μια ιδιαίτερη αναφορά στην τεμπελιά. Η τεμπελιά και το αραλίκι διαπνέει το μυθιστόρημα. Η παρέα καινοτομεί συνεχώς στο χάσιμο του χρόνου. Η « εκμετάλλευση» του χρόνου είναι μια ατομική διαδικασία, μια διαδικασία ατομικής «εξέλιξης». Αντίθετα, για τους ήρωες ο χρόνος δεν βιώνεται γραμμικά: Οι προσωπικές σχέσεις είναι αυτές που «πυκνώνουν» και «αραιώνουν» τον χρόνο.
Η ιστορία περιέχει το μέλλον, το τέλος της, εξ αρχής. Στην αφήγηση το 2000 περιέχει το 1980 κι αντίστροφα.
Αυτή η αφηγηματική πορεία (Έρωτας, φιλία, παρέα, Καλυψώ-Κίμων), είναι ο βασικός πυλώνας του έργου. Αλλά ο συγγραφέας θέλει να εστιάσει περισσότερο και βαθύτερα στο πεδίο του συλλογικού υποκειμένου και της Αριστεράς αφ’ ενός και στο πεδίο του Ατομικού υποκειμένου και της ύπαρξης αφ’ ετέρου. Επιλέγει γι αυτό ό,τι έκανε ο Ντοστογιέφσκι που ενέταξε τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα, μέσα στους Αδελφούς Καραμάζωφ: Έτσι ο Ερμής και το Αθωνικό έπος είναι δυο άλλοι ξεχωριστοί πυλώνες του βιβλίου. Είναι εκτεταμένα κείμενα, με μια μορφή που ξεφεύγει απ΄την λογοτεχνική αφήγηση και προσεγγίζει την δοκιμιακή γραφή. Η εξέλιξη κι η ενότητα της πλοκής διασφαλίζεται με την τεχνική των μακρών διαλόγων και μονολόγων.
Το πολιτικό κλίμα της εποχής καθορίζεται από την ανάδυση του υποκειμένου και την σύγκρουσή του με το υποκείμενο της πρώϊμης μεταπολίτευσης.
Σ΄αυτό το κλίμα γίνονται οι συναντήσεις του Ερμή με τον Κίμωνα. Όσο προχωρούν οι κουβέντες, τόσο βαθαίνει η κριτική στην Αριστερά. Έτσι φτάνει η αποκάλυψη στην σύνδεση, την κοινή μήτρα, της Αριστεράς και του συνολικού Δυτικού Υποδείγματος. Μ΄ αυτόν τον τρόπο, η συζήτηση καταλήγει στην κριτική του Υποδείγματος, απ΄την μεριά του συλλογικού υποκειμένου. (Θα ακολουθήσει, στο «Αθωνικό έπος», η κριτική του Δυτικού Υποδείγματος απ΄την σκοπιά του ατομικού υποκειμένου).
Έχει ενδιαφέρον που η Αριστερά εμπλουτίζεται μ΄ έναν τέτοιο προβληματισμό, στις αρχές του ΄80. Και που εισχωρεί αυτός, όχι πια σε κάποιες περιθωριακές ομάδες της Αριστεράς, αλλά στο σύνολό της. Κι έχει επίσης ενδιαφέρον, ότι σήμερα, δεκαετίες μετά, αυτός ο διάλογος κι ανοικτός είναι ακόμα και επίκαιρος. Κι είναι μοιραίο να γίνει ουσιαστικός, κάποια στιγμή όσο αυξάνονται τα ερωτήματα και λιγοστεύουν οι απαντήσεις.
Η ελληνική κοινωνική διαστρωμάτωση φέρνει σε περίοπτη θέση την «διανόηση» και το φοιτητικό κίνημα (και εκ του ρόλου τους στην δικτατορία και εξ αιτίας της ταξικής κινητικότητας της ελληνικής κοινωνίας). Έτσι οι ομάδες αυτές (διανόηση και φοιτητές) αποκτούν, αν όχι την πολιτική κυριαρχία, πάντως μια καίρια θέση στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σκηνικό. Φυσικό είναι λοιπόν με τέτοια συζήτηση, για τα πάντα – όλα της Αριστεράς, να έχει ως φορείς κατ΄αρχάς αυτούς. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Ερμής κι ο Κίμων, ένας εκπρόσωπος της διανόησης κι ένας εκπρόσωπος των φοιτητών, αναλαμβάνουν αυτήν την αναζήτηση. Αυτός ο προβληματισμός για την δομική Κρίση της Αριστεράς και την σύνδεσή της με το Δυτικό Κοσμοείδωλο και τον Διαφωτισμό, ελάχιστα μπόρεσε να υιοθετηθεί απ΄τους κυρίαρχους κομματικούς μηχανισμούς. Ποτέ μια συζήτηση, ευρεία, για την επαναθεμελίωση της Αριστεράς ή για την επικαιροποίηση της παράδοσης δεν προωθήθηκε από τα κόμματα. Απόμεινε μόνο η Κρίση σαν μια διαρκής κατάσταση που σέρνονταν και σέρνεται ακόμα. Εξ άλλου όλα κρίθηκαν σε λιγα χρόνια. Η διόγκωση του Ατομισμού στην ύστερη μεταπολίτευση παρέσυρε τα πάντα.
Στις αρχές του ΄80 ξεκινάει μια συζήτηση για την προσέγγιση μαρξισμού κι ορθοδοξίας μπολιασμένη απ’ την θεολογική αναβάπτιση της δεκαετίας του ΄60. Είναι το νεοορθόδοξο ρεύμα -κίνημα που ακόμα αρδεύει τον ελληνισμό. Ξεκινάει από μια παράλληλη κίνηση λαϊκών και Αγιορειτών: Ο π. Βασίλειος Γοντικάκης ηγούμενος τότε της μονής Σταυρονικήτα γεμίζει τα αμφιθέατρα με διαλέξεις περί Αναρχισμού και Ορθοδοξίας. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος χλευάζει τον ψευτοευρωπαϊσμό και την ¨αυτοπαράδοση¨ της Ελλάδας στην πρωϊμη μεταπολίτευση. Ο Παναγιώτης Νέλλας, με το περιοδικό «Σύναξη», ο Γιανναράς, ο Ζουράρις, ο Μοσκώφ. Αλλά κι ο Βακαλόπουλος, ο Σαββόπουλος, ο Ράμφος, ο Τσιώλης, ο Μεταλληνός και άλλοι πολλοί. Δυο δυναμικές συναντιώνται εκεί: Απ΄τη μια (απ΄την θεολογία), η στροφή προς την πατερική, εμπειρική ορθοδοξία κι η πολεμική στον ευσεβισμό, απ΄ την άλλη (απ΄ την Αριστερά), η διερεύνηση των ορίων ατομικού- συλλογικού, η υπαρξιακή στροφή. Κι επειδή, αφ΄ενός, η ορθοδοξία είναι στοιχείο ουσιαστικό της εληνικής ταυτότητας, αφ΄ ετέρου ο ευσεβισμός είναι συνυφασμένος με την Δυτική θεολογια και φιλοσοφία, η νεοορθοδοξία στρέφεται προς την αναζήτηση της Ελληνικότητας και την κριτική στο Δυτικό Υπόδειγμα. Μια τάση λοιπόν μέσα στην Αριστερά, μέσω αυτής της οδού, ακουμπάει στην προβληματική περί Ελληνικότητας και Δύσης. Τα περιοδικά «Αντί» και «Σχολιαστής» προωθούν αυτόν τον διάλογο. Αφορμή για να λάβει ευρύτερες διαστάσεις είναι η συνέντευξη του Σαββόπουλου στον «Σχολιαστή» («κοινώνησα και την έκανα λαχείο») και το οδοιπορικό του Μηλιού στο Αγιον Όρος, πάλι στον «Σχολιαστή». Αυτά το ΄83.
Το πιο σημαντικό σε σχέση με το νεοορθόδοξο ρεύμα ήταν η συνειδητοποίηση ότι η προσέγγιση της Ελληνικότητας έπρεπε να πάει πολύ πιο πίσω απ΄ότι επιχείρησε η γενιά του ΄30!
Η γενια του ΄30 πλησίασε την ελληνικότητα μέσω του ζωντανού λαϊκού πολιτισμού: Του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, του Ζωγράφου, του Τσιτσάνη, του Ρεμπέτικου τραγουδιού συνολικά, αλλά και του δημοτικού. Ηταν μια προσέγγιση αισθητική, εμπειρική περισσότερο.
Η Νεοορθοδοξία, έχοντας ενσωματώσει τους Ρώσους θεολόγους, τον Παπαϊωάννου, τον Καστοριάδη, τον Ρωμανίδη, αλλά και τα μεγάλα ανατρεπτικά ρεύματα της Δύσης, επιχειρεί μια όλική επαναφορά: Καταλαβαίνει ότι η επικαιροποίση της Ελληνικότητας προϋποθέτει την επιστροφή στον… Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον Ησυχασμό και τους Κολυββάδες, την Παλαιολόγεια Αναγέννηση.
Είμαστε στην εποχή που η πληροφόρηση κι η γνώση δεν είναι πληροφορία. Που η δημοσίευση ενός έργου Τέχνης και Σκέψης ήταν ένα κοινωνικό γεγονός. Που η κυκλοφορία ενός δίσκου ( πως τα «Τραπεζάκια έξω»), έφερνε μια πνευματική αναστάτωση. Τότε που τα «σκουπίδια» ήταν στον κάδο και τα καλούδια στο Τραπέζι. Από τότε η θέση μάλλον άλλαξε. Θυμάμαι ατελείωτες βραδιές με τσακωμούς, ποτά , τσιγάρα εξ΄αιτίας της «στροφής» του Σαββόπουλου.
Φυσικά πάλι κι εδώ η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί.
Νεοορθόδοξο ρεύμα χωρίς Θεσσαλονίκη δεν μπορούσε να υπάρξει. Για όλους τους λόγους που έχουν ειπωθεί παραπάνω.
Αυτό το κλίμα κι αυτόν τον προβληματισμό και την αναζήτηση επιχειρεί να αποτυπώσει ο Πάνος στο ξεχωριστό και πολυσέλιδο Αθωνικό έπος. Επειδή θέλει να προσεγγίσει θεολογικά και φιλοσοφικά το θέμα δεν επιλέγει την διερεύνησή του μέσω της γενικής πλοκής, αλλά την μεταφορά της δράσης με την «ένθετη» επίσκεψη κάποιων μελών της παρέας, που αλλού, στο Αγιον Όρος. Και προσπαθεί να αναπτύξει όλον τον προβληματισμό δια των εκτεταμένων διαλόγων.
Χωρίς το Αθωνικό έπος το μυθιστόρημα θα ήταν ατελές κι ανολοκλήρωτο, όσο κι αν η θεματολογία κι η διαχείρισή της είναι δύσκολη για τον αναγνώστη. Ε, απαιτεί κι η ανάγνωση κόπο.
Ούτε λοιπόν η συζήτηση για την επαναθεμελίωση της Αριστεράς, ούτε η συζήτηση για την επικαιροποίηση της παράδοσης και την ελληνικότητα μπόρεσε να ανοίξει από τους κομματικούς μηχανισμούς κι απ΄ τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.
Το αποτέλεσμα ήταν η γενιά του ΄80 να μετεξελιχθεί στην όψιμη μεταπολίτευση με κυρίαρχη ιδεολογία τον «παρασιτικό καταναλωτισμό», που τωρα πια αποκτά μαζικά χαρακτηριστικά και τον Ατομικισμό.
Και πολύ σωστά η αφήγηση συνεχίζεται μεχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Γιατί έχει απόλυτο ενδιαφέρον να δούμε και τα χαϊρια της γενιάς αυτής στην συνέχεια.
Απ΄ τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε Ατομικιστικό και καταναλωτικό παροξυσμό. Ολοκληρώνεται η παρασιτική δομή κι η παραγωγική αποσάρθρωσή της. Το Ατομικό στοιχείο αυτονομείται και διογκώνεται κι η αυτοπραγμάτωση γίνεται κυρίαρχο ζητούμενο: Περνάμε στην φάση της όψιμης μεταπολίτευσης. Η γενιά του ΄80 δεν μπόρεσε να λειτουργήσει σαν προζύμι βαθιών αλλαγών αλλά, αντίθετα, χρησιμευσε προς βρώση για την ατομική έκρηξη των ΄90. Μιλάμε για μεταμοντέρνα εξέλιξη όπου η εκρηκτική διόγκωση του ατόμου και της κατανάλωσης στο τέλος καταπίνει και το ίδιο το ατομικό υποκείμενο. Η αποδόμηση των ταυτοτήτων στο όνομα της καταναλωτικής ευμάρειας, κι η παγκοσμιοποίηση σαν όχι απλώς οικονομικό αλλά πολιτισμικό μοντέλο, όπου κάθε ιεράρχηση κι αξιολόγηση καταργούνται, είναι το αποτέλεσμα της έκρηξης. Το Παρών είναι η μόνη σταθερή αξία.
Το νήμα που προσπάθησε να ενώσει το Ατομικό και το Συλλογικό, το Δημόσιο και το Ιδιωτικό, το Παρελθόν και το Μέλλον, την Οικουμένη και την Πατρίδα, τα όρια και την υπέρβασή τους, αυτό πάνω στο οποίο η γενιά μας επιχείρισε να ακροβατήσει, κόπηκε οριστικά. Και μαζί κατέρρευσαν κι οι ακροβάτες.
Οι ήρωες του βιβλίου γκρεμίστηκαν απ΄το «σχοινί της Ιστορίας» με την δική του πιρουέτα ο καθένας αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα.
Η Πόλις, η Θεσσαλονίκη άλλαξε κι αυτή και βιοπορίζεται απ΄το παρελθόν της, στο σφυρί του Τουρισμού.
Η Όμορφη Νύχτα, ο Λιμανιώτης, το Μοδιάνο, το Τήνελλα, ο Διάκος, η Σελήνη, το Ποντίκι, η Δόμνα, η Γέφυρα, το Όνειρο, το Λούκυ Λουκ το Ντορέ… έπαψαν να υπάρχουν.
Αλλά έμειναν Ο Αη Δημήτρης, η μονή Βλατάδων, ο Όσιος Δαυίδ, τα Κάστρα, το Κρατικό θέατρο, το Άγιο Όρος. Η Τσιμισκή κι η Ερμού. Το Ναυαρίνο κι η Διαγώνιος…
Κυρίως έμεινε μια παρέα, η γενιά του ΄80 που δεν πήρε ακόμα σοβαρά την βιωτή της, στο όνομα της όντως Ζωής, κι ίσως γι αυτό έπαιζε τα ρέστα της στην πόκα για πλάκα.
Το βιβλίο του Πάνου είναι το ρέκβιεμ αυτής της γενιάς, που η επέλαση της Ιστορίας το άφησε ημιτελές.