Η ανταρσία Πριγκόζιν/ Wagner κατά της ρωσικής ηγεσίας αποτέλεσε ένα από τα πιο εντυπωσιακά επεισόδια του ρωσο-ουκρανικού πολέμου με σημαντικές επιπτώσεις, πέρα από το ίδιο το θέατρο των επιχειρήσεων, έμμεσα ακόμη και στα ελληνοτουρκικά.
Του Γιάννη Βαληνάκη*
Οι συνέπειες για την μέχρι τότε αδιαμφισβήτητη ισχύ του Πούτιν δεν θα παραμεριστούν εύκολα, ενώ στο πεδίο των μαχών η αντεπίθεση του Κιέβου φαίνεται να προχωρά, έστω και με μικρά βήματα αλλά και ερωτηματικά. Για τη χώρα μας η σημαντικότερη πτυχή της ρωσικής εισβολής αφορά (σε επίπεδο αρχών) στη νίκη ή ήττα του αναθεωρητισμού συνόρων που επιδιώκει η Μόσχα, δεδομένης της ομοιότητας σε επιθετική συμπεριφορά με την Άγκυρα. Εξίσου σημαντικές επί του πεδίου θα είναι οι επιπτώσεις της εσωτερικής αυτής κρίσης και στις περιοχές όπου η ομάδα Wagner αντιμετώπιζε έστω και ως frenemy (φίλο/εχθρό) την Τουρκία, δηλ. σε Λιβύη και Συρία.
Ο Πριγκόζιν υπήρξε σημαίνων αλλά και αδίστακτος Ρώσος πολέμαρχος ως καθοδηγητής της παραστρατιωτικής μισθοφορικής δύναμης Wagner. Η τελευταία χρησιμοποιήθηκε από το Κρεμλίνο για βίαιες παρεμβάσεις σε διάφορες χώρες κυρίως στη Μ.Ανατολή και Αφρική αντί για ευθεία εμπλοκή επίσημων ρωσικών δυνάμεων. Οι εμπειροπόλεμοι άνδρες της χρησιμοποιήθηκαν και στο ουκρανικό μέτωπο όπου διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους αλλά και για ιδιαίτερη βιαιότητα.
Η πιθανότερη εκδοχή των αιτίων της πρόσφατης ανταρσίας φαίνεται να σχετίζεται με την πίεση που ασκήθηκε στον Πριγκόζιν να εντάξει τη Wagner στις τακτικές ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας. Η συγκεκριμένη προοπτική απώλειας αυτοδύναμης δράσης αλλά και των υψηλότατων (και ανεξέλεγκτων) χρηματοδοτήσεών της, αποτέλεσε κατά τα φαινόμενα την απειλή που -σχεδιασμένα ή εν θερμώ- οδήγησε στην παράτολμη στάση και ανοιχτή αναμέτρηση με τη Μόσχα. Ο Πριγκόζιν κινήθηκε αιφνιδιαστικά καταλαμβάνοντας εξ απήνης το επίσημο ρωσικό κράτος και σημείωσε αρχικά σημαντικές επιτυχίες αναλαμβάνοντας αστραπιαία τον στρατιωτικό έλεγχο του Ντονέτσκ – ενός στρατηγικού κόμβου για τις επιχειρήσεις κατά του Κιέβου. Εξίσου γρήγορα κινήθηκε η φάλαγγα των δυνάμεών του και επί του αυτοκινητοδρόμου προς τη Μόσχα, σε μια πορεία που άφησε εμβρόντητη τη διεθνή κοινότητα λόγω και της ανυπαρξίας σοβαρής αντίδρασης από τον Πούτιν.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό τα εκατέρωθεν (Ρωσία-Δύση) στρατηγικά διλήμματα των ημερών εκείνων συνοψίζονται ως εξής: Ο μεν Πούτιν θα έπρεπε να επιλέξει μεταξύ συμβιβασμού και βίαιης καταστολής, η δε ουκρανική ηγεσία (με τη βοήθεια των Αμερικανών και άλλων δυτικών συμμάχων της) να σταθμίσει αν θα έπρεπε να αξιοποιήσει στρατιωτικά τη δοθείσα ευκαιρία ή να αφήσει την κρίση να εξελιχθεί, με την ελπίδα μιας ενδορωσικής σύγκρουσης που θα παρέλυε από μόνη της την στρατιωτική μηχανή του αντιπάλου της – αποφεύγοντας έτσι να προκαλέσει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλ. μια ρωσική επανασυσπείρωση.
Σε ό,τι αφορά το Κρεμλίνο, ενώπιον του τεράστιου κόστους μιας βίαιης αντιπαράθεσης, επέλεξε τον συμβιβασμό, αν και οι ακριβείς όροι του δεν έχουν ακόμη πλήρως αποκαλυφθεί. Με τον Λουκασένκα σε ρόλο “μεσολαβητή”, εύλογα εκτιμάται ότι τα “καθήκοντα” αυτά του ανατέθηκαν ώστε η λύση να επέλθει εντός του συστήματος Πούτιν και όχι ανεξέλεγκτα εκτός – όπερ και εγένετο.
Ως προς τον Πριγκόζιν, δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί αν κινήθηκε απονενοημένα και με ενστικτώδη παρόρμηση προκειμένου να προλάβει τα χειρότερα για την Wagner ή αν βάδιζε βάσει σχεδίου έχοντας ποντάρει σε ισχυρότερη στήριξη -από τμήματα έστω- του ρωσικού στρατού, που όμως τελικά δεν έλαβε.
Σε κάθε περίπτωση ο Πούτιν, αν και τυπικά νικητής, εξήλθε ταπεινωμένος και πιο ευάλωτος – εσωτερικά και εξωτερικά – από την ανταρσία. Η κριτική που άσκησε ο (μέχρι τότε πιστός εταίρος του συστήματος) Πριγκόζιν, σχετικά με την ανικανότητα της ρωσικής στρατιωτικής ηγεσίας και οι δημόσιες αποκαλύψεις του για τους μεγάλους αριθμούς ρωσικών απωλειών, έγινε ευρύτερα γνωστή κλονίζοντας αναμφίβολα πολλά στηρίγματα του συστήματος Πούτιν.
Ασαφής παραμένει ακόμη η έκταση της αποδυνάμωσης της Wagner και συνακόλουθα της συνολικής ρωσικής στρατιωτικής απόδοσης στο πεδίο των μαχών. Δεν φαίνεται π.χ. τυχαίος ο πολλαπλασιασμός -τις τελευταίες εβδομάδες- του ενδορωσικού δημόσιου διαλόγου σχετικά με την πιθανότητα/σκοπιμότητα χρήσης πυρηνικών όπλων που προκαλεί σοβαρή δυτική ανησυχία για πιθανή ανεξέλεγκτη κλιμάκωση του πολέμου. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τη διευρυνόμενη- ποσοτικά και ποιοτικά- στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας από τη Δύση και φοβούμενη μια ακόμη μεγαλύτερη ταπείνωση στο πεδίο, μέρος της ρωσικής στρατηγικής ελίτ φαίνεται να ωθείται προς την εκτόξευση πυρηνικών απειλών, με στόχο να περικόψει τη δυτική στήριξη στο Κίεβο.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τη χώρα μας δύο δεδομένα που συνόδευσαν την κρίση :
α) ότι ο Ερντογάν ήταν ουσιαστικά ο μόνος ξένος ηγέτης που (μάλιστα ατιμωρητί από τη Δύση) στάθηκε ανοιχτά στο πλευρό του Πούτιν, και
β) ότι η μαχητική ικανότητα της Wagner στα κρίσιμα για την Ελλάδα πεδία Λιβύης και Συρίας, λογικά θα ελαττωθεί. Τα δύο αυτά στοιχεία λογικά θα αξιοποιηθούν εκ μέρους της Τουρκίας μέσω νέου διακανονισμού με τη Ρωσία προς όφελός της. Στη Συρία θα επιχειρήσει να ενισχύσει τον έλεγχό της στο βόρειο τμήμα της χώρας σε βάρος ενός -κατά τα φαινόμενα -αποδυναμωμένου (λόγω πιθανής αποχώρησης της Wagner) Άσαντ και κυρίως να υποτάξει τους Κούρδους (YPG), ακόμη και σε αγαστή συνεργασία με τον Σύρο Πρόεδρο. Το θέμα των Κούρδων της Συρίας θα αποτελέσει άλλωστε πιθανότατα ένα ακόμη πεδίο παροχής ανταλλαγμάτων από τις ΗΠΑ στο Βίλνιους προκειμένου ο Ερντογάν να αποδεχθεί την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Τέλος, στην πολύπαθη Λιβύη που δυστυχώς έχει εξέλθει του ραντάρ της ελληνικής διπλωματίας με το πρόσχημα της αναμονής των εκεί (συνεχώς αναβαλλόμενων) εκλογών, η τυχόν αποχώρηση της Wagner ενισχύει προοπτικά τη θέση της Τουρκίας. Ο Ερντογάν έχει κάθε λόγο να εκμεταλλευθεί την αποδυνάμωση της Ανατολικής πλευράς (Βεγγάζης) την οποία άλλωστε αθόρυβα έχει ήδη προσεγγίσει. Διαθέτει την ικανότητα να αξιοποιήσει αφενός τις αναγκαστικές ρωσικές υποχωρήσεις και αφετέρου να οδηγηθεί, μέσα από την καθημερινά αναβαθμιζόμενη σχέση με την Αίγυπτο, σε μια ανακατανομή επιρροής στη Λιβύη. Άλλωστε η συγκεκριμένη εξέλιξη παρέχει ένα επιπλέον κίνητρο σε Άγκυρα και Κάιρο να «μοιραστούν την πίτα» και να συντονιστούν για την πλήρωση του εκεί δημιουργούμενου «κενού». Εύλογα συνεπώς ο Τούρκος Πρόεδρος θα επιδιώξει την εξασφάλιση μιας προς όφελός του δυνατότητας ενισχυμένου ελέγχου της εξουσίας στη Λιβύη, απομειώνοντας έτι περαιτέρω την προώθηση των συμφερόντων της χώρας μας, που βλέπει τις λεγόμενες «συμμαχίες» της με καθεστώτα (Βεγγάζη) και χώρες (ΗΑΕ, Σ. Αραβία) να εξασθενούν, καθώς οι εκεί ηγεσίες «υποκύπτουν» σταδιακά στους αποτελεσματικούς χειρισμούς της Άγκυρας.
*Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών