Κατά τη διάρκεια του επετειακού 1922, αλλά και κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, παλαιότεροι και νεότεροι συγγραφείς έγραψαν κατά κόρον για τα τραυματικά γεγονότα της περιόδου, σπανίως, όμως, ξέφυγαν από το πλαίσιο της ελληνοτουρκικής στρατιωτικής σύγκρουσης ή από τα βασανιστήρια και τις βιαιότητες που υπέστησαν οι Έλληνες για όσο διάστημα κράτησε ο εξανδραποδισμός τους.
Το τι ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα μετά τη μετακίνηση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, τόσο από τη Σμύρνη όσο και από την Κωνσταντινούπολη ή από άλλους τόπους της Τουρκίας (Ανατολική Θράκη, Πόντος), έμεινε πάντοτε ένα δευτερεύον ζήτημα, ενδεχομένως διότι εκείνο το οποίο εύλογα προείχε διαχρονικά ήταν ο θρήνος για τις απώλειες του ξεριζωμού, η λεπτομερής καταγραφή των όσων άφησαν πίσω τους οι ξεριζωμένοι. Τα χρόνια, όμως, περνούν και οι ανάγκες εκ των πραγμάτων μεταβάλλονται: οι ανάγκες όχι μόνο των ιστορικών ερευνητών, που ιδίως μετά την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή στάθηκαν συστηματικά στις κατοπινές ιστορικές συνέπειές της, αλλά και των μυθιστοριογράφων, που αρχίζουν πλέον να παρακολουθούν και να ζωντανεύουν την παρατεταμένη κρίση την οποία αντιμετώπισε το ελληνικό πολιτικό σύστημα όταν καράβια με τις πιο διαφορετικές εθνικές σημαίες ξεκίνησαν να μεταφέρουν επί μήνες τους πρόσφυγες προς κάθε γεωγραφικό σημείο της Ελλάδας. Αυτή την κίνηση -και αυτή τη ρευστή και μεταβατική ιστορική στιγμή- εγκλωβίζει και αποτυπώνει στον αφηγηματικό του χρόνο το μυθιστόρημα του Γιάννη Σιώτου «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά», το οποίο κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ενταγμένο στη χορεία της μυθιστορηματικής παραγωγής που αντλεί τη μυθοπλαστική της ύλη από ιστορικές πηγές ή μάλλον που προβάλλει τα υλικά των ιστορικών της πηγών σε μυθοπλαστικό πεδίο.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή, που έχει μόλις συντελεστεί, θα προκαλέσει κίνημα του στρατού και του ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί επαναστατική επιτροπή με μέλη τους πρωτεργάτες του κινήματος: τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου και Στυλιανό Γονατά ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, καθώς και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά ως εκπρόσωπο του ναυτικού. Στις 13 Σεπτεμβρίου τα πλοία με τον στρατό έφτασαν στο Λαύριο και την επομένη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτήθηκε και έφυγε για την Ιταλία. Βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο γιος του και διάδοχος Γεώργιος Β’. Η επαναστατική επιτροπή ανέθεσε τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά την κυβέρνηση ανέλαβε στο τέλος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που κήρυξε αβασίλευτη δημοκρατία εντός του επομένου έτους. Το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων έπεσε στους ώμους της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων από τον Οκτώβριο του 1922 ενώ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς έγινε η Δίκη των Έξι για τις ευθύνες της Καταστροφής. Η αποκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού δεν ήταν εύκολη και εκείνοι που βρέθηκαν στον Πειραιά μετά την Καταστροφή υποχρεώθηκαν να ζήσουν τεράστιες περιπέτειες. Αυτή την εξαιρετικά ταραγμένη φάση, που δείχνει τα άμεσα αποτελέσματα της δήωσης της Σμύρνης και της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου στην πολιτική και στην οικονομία της επίσης ρημαγμένης Ελλάδας, ανέλαβε να εξιστορήσει πέρσι το κόμικ του Θανάση Πέτρου «1923» και τη σκυτάλη παραλαμβάνει τώρα με το δικό του μυθιστόρημα ο Σιώτος. Δεν είναι τυχαίο πως αμφότεροι επικεντρώνουν την προσοχή τους πρώτα στις αδυναμίες (αν όχι και αναπηρίες) του ελληνικού κράτους και ύστερα στην πολιτική, την οικονομική και την ηθική διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας.
Βασισμένος σε ιστορικά δεδομένα του Τύπου της δεκαετίας του 1920, και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές ιστορικών αρχείων, με κοφτό, αδιακόσμητο λόγο και με ρεαλιστικές, σκληρές σκηνές, ο Σιώτος, που δουλεύει μέχρι και σήμερα ως δημοσιογράφος εξειδικευμένος στα οικονομικά, ξέρει από πρώτο χέρι την αξία των αριθμών. Φτιάχνοντας τους χαρακτήρες τριών ξένων δημοσιογράφων (καλύπτουν στην Ελλάδα τις καθημερινές εξελίξεις των γεγονότων από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι και τον Αύγουστο του 1923), προκειμένου να παρακάμψει τις άμεσες, συναισθηματικού τύπου εθνικές εμπλοκές, αλλά και να φωτίσει την εσωτερική κρίση μέσω της αναγωγής της σε διεθνές επίπεδο, ο συγγραφέας συγκεντρώνει ψυχρά, δίκην απογραφής, τους αριθμούς των προσφύγων που μετακινούνται στην Ελλάδα με τα καράβια, ξεπερνώντας μέσα σε έναν χρόνο το ένα εκατομμύριο ψυχές. Χωρίς να παραβλέπει στοιχεία όπως η θεατρική δραστηριότητα στην Ελλάδα του 1922 και του 1923 (κάτι για το οποίο τον διευκολύνουν οι φιλικοί και οι ερωτικοί δεσμοί που δημιουργούν οι ξένοι ήρωες στο ελληνικό περιβάλλον), ο συγγραφέας επιμένει να αναδείξει την πολιτική και την οικονομική διάσταση της κρίσης μέσα από τη συσσώρευση του ανθρώπινου πόνου: πορνεία και σωματεμπορία για τις γυναίκες από τη Μικρά Ασία στον Πειραιά, κερδοσκοπία χρηματιστών, τραπεζών, κάθε λογής μεσολαβητών, κρατικών και πολιτικών στελεχών εις βάρος των προσφύγων, φρικτές συνθήκες διαβίωσης και παραμονής των τελευταίων στην Ελλάδα, από τους άθλιους προσφυγικούς καταυλισμούς μέχρι τις πολλαπλές ασθένειες και επιδημίες, ή και τις διαδοχικές αυτοκτονίες, αγελαία πείνα και αγελαίοι θάνατοι, συν τις απανωτές λιποταξίες των πολεμιστών του μικρασιατικού μετώπου και τις διαδοχικές εργατικές κινητοποιήσεις που προκαλούνται λόγω των γενικότερων περιστάσεων εξαχρείωσης.
Θα τονίσω εκ νέου την πρωτοτυπία και τον δραστικό μυθιστορηματικά ρόλο των δημοσιογραφικών χαρακτήρων. Ξένοι σε ξένοι χώρα, ευαίσθητοι, λόγω ιδιοσυγκρασίας, ως προς το να κατανοήσουν τα βάσανά της (προσφυγικά και άλλα) και ικανοί να ανιχνεύσουν, λόγω επαγγέλματος, το παιχνίδι των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και της εγχώριας πολιτικής τάξης, καταφέρνουν μέσω των ημερολογίων, των δημοσιευμάτων, των άρθρων και των σημειώσεών τους να υποδείξουν και να στηρίξουν την πολιτική κριτική του Σιώτου, χωρίς να την αφήσουν ποτέ να ξεπέσει σε ιδεολόγημα περί ελληνικού δικαίου και ξένου αδίκου. Το παιχνίδι των Μεγάλων Δυνάμεων, επί παραδείγματι, δεν καταλήγει σε καμία περίπτωση μονομερής και μονοκόμματος ιμπεριαλισμός, όπως στα «Ματωμένα χώματα» (1962) της Διδώς Σωτηρίου. Κι ύστερα, οι προσωπικές σχέσεις των χαρακτήρων, για τις οποίες λέγαμε πρωτύτερα, οι προσωπικές τους ιστορίες μαζί με τις ιστορίες των αστυνομικών που εξαρθρώνουν τα δίκτυα της διαφθοράς (δυνατές επικουρικές φιγούρες), παραπέμποντας στην πολιτική οπτική του κατασκοπικού μυθιστορήματος, συμβάλλουν στην πληρέστερη οικοδόμηση και λειτουργία της λογοτεχνικής σκευής.
Να με ποιον τρόπο η λογοτεχνία καταφέρνει να κάνει τα ιστορικά της ευρήματα να μιλήσουν με ολοζώντανη γλώσσα, δίχως να καταλήξει επιστήμη και όντας σε θέση να προσφέρει, πριν και πάνω απ’ όλα, απόλαυση: την απόλαυση του κειμένου και των πρωταγωνιστών του.