Τα αποτελέσματα της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης έφεραν τρεις βαθιές μεταβολές στο πολιτικό τοπίο της χώρας, οι οποίες θα καθορίσουν τη μορφή του τελευταίου μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος*
Η πρώτη μεταβολή είναι η εντυπωσιακή ενδυνάμωση της Νέας Δημοκρατίας. Εντυπωσιακή διότι μολονότι η κυβέρνησή της κατέγραψε ισχνές επιδόσεις στη διαχείριση της υγειονομικής και της κλιματικής κρίσης, κατάφερε εντούτοις με μία ιδιόμορφη εκδοχή trickle down economics, που ίσως αξίζουν τον χαρακτηρισμό kyriakosnomics, να κερδίσει το εκλογικό ακροατήριο.
Η δεύτερη μεταβολή είναι η κοινοβουλευτική επανεμφάνιση της Ακροδεξιάς, πλαισιωμένης από έναν εσμό ποικίλων εκδοχών βαλκανικής κοπής QAnons που στεγάζονται φιλόξενα σε τουλάχιστον τρία με τέσσερα κόμματα της παρούσας βουλής. Η τρίτη μεταβολή που θα μας απασχολήσει σε αυτό το άρθρο είναι η ανασύνταξη του χάρτη της κεντροαριστεράς.
Ιστορικά ο συγκεκριμένος χάρτης ανασυντάσσεται με δύο τρόπους στην ελληνική μεταπολεμική ιστορία. Ο πρώτος τρόπος είναι μετασχηματιστικός. Σύμφωνα με αυτόν, ένας περιφερειακός κομματικός παίκτης καταφέρνει να ιδιοποιηθεί μία πρωτεύουσα διαιρετική τομή μέσα στο πολιτικό σύστημα, η οποία συνδυαζόμενη με ένα ρεύμα κοινωνικής δυναμικής καθιστά τον συγκεκριμένο κομματικό φορέα ηγεμονικό στο χώρο της κεντροαριστερά και συνακόλουθα ισχυρό κυβερνητικό πόλο. Αυτό συνέβη με το ΠΑΣΟΚ που μέσα σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις κατάφερε να διαλύσει την Ένωση Κέντρου και να αναρριχηθεί στην κυβέρνηση. Αυτό συνέβη, επίσης, και με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πάλι μέσα σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις κατάφερε να περιορίσει το ΠΑΣΟΚ στο 4% και να γίνει κυβέρνηση. Ο δεύτερος τρόπος είναι συναινετικός. Σε αυτήν την περίπτωση κανένα από τα υφιστάμενα κόμματα της Κεντροαριστεράς δεν φαίνεται να κατισχύει ολοκληρωτικά έναντι των άλλων, ωστόσο στην προσπάθεια τους να αμφισβητήσουν τον κομματικό φορέα της Δεξιάς που είναι κυρίαρχος, συνασπίζονται ύστερα από κοπιώδεις διαπραγματεύσεις. Εδώ συγκαταλέγεται η περίπτωση της Ένωσης Κέντρου που κατάφερε να διαδεχθεί, πρόσκαιρα ως γνωστόν, την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή μέσα σε τρεις ουσιαστικά εκλογικές αναμετρήσεις.
Η μεταβολή του κομματικού τοπίου της Κεντροαριστεράς στις τελευταίες εκλογές μάλλον συνηγορεί υπέρ της κατάρρευσης μία πολιτικής διαιρετικής τομής παρά στην ανάδυση μίας καινούργιας. Η εντυπωσιακή πτώση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Τα αποτελέσματα των εκλογών του 2019 είχαν διατηρήσει αυτό το κόμμα ως εν δυνάμει κυβερνητικό πόλο. Δεν κατάφερε ωστόσο, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, να εμβαθύνει σε αυτόν τον ρόλο και φαίνεται να εγκλωβίστηκε σε μία διαιρετική τομή νέου/παλιού που ιστορικά τον έφερε μεν στην εξουσία, πλην όμως η κοινωνική δυναμική μετέβαλε τους όρους του συγκεκριμένου διπόλου και το κόμμα δεν αποκωδικοποίησε σωστά τη μεταβολή αυτή. Ως εκ τούτου ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη μία πολιτική και ιδεολογική κυρίως ήττα που τον υποβίβασε από εν δυνάμει κυβερνητικό πόλο σε αντιπολιτευτικό πόλο. Από την άλλη πλευρά, η σημαντική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ δεν οδήγησε σε σημαντική άνοδο το ΠΑΣΟΚ. Το καλό ποσοστό που εξασφάλισε το συγκεκριμένο κόμμα είναι προϊόν μίας κοπιώδους οργανωτικής δουλείας ανασυγκρότησης των κομματικών του δικτύων στην επαρχία και στις περιφερειακές πόλεις. Η αδυναμία του να δημιουργήσει και να μονοπωλήσει μία νέα διαιρετική τομή μέσα στο πολιτικό σύστημα υπονόμευσε την ικανότητα του να παράγει πολιτικό λόγο που να κινητοποιεί ευρύτερα ακροατήρια και αυτό του στέρησε την επέκταση του μέσα στις πόλεις σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Για πρώτη φορά ίσως βρισκόμαστε ενώπιον μίας κατάστασης όπου ο ένας κομματικός φορέας του κεντροαριστερού χώρου εκφράζει την ύπαιθρο και ο άλλος την πόλη. Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ έχει εξασφαλίσει ένα ταβάνι και παραμένει ένα σταθερό κόμμα χωρίς διαφαινόμενες στο άμεσο μέλλον εκρηκτικές διακυμάνσεις. Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται πρόσκαιρα ασταθής, ωστόσο η αποχώρηση του πρώην προέδρου του δίνει την ευκαιρία στον χώρο αυτό να φτιάξει ένα στέρεο πάτωμα, στο βαθμό που η διαδικασία διαδοχής θα κινηθεί σε ορθολογικές βάσεις. Εδώ φαίνεται να υπάρχει και ένα απόθεμα ιδεολογικής ανανέωσης, αλλά και πολλά περιθώρια όσμωσης του συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον ετερογενή πολιτικό χαρακτήρα της κοινοβουλευτικής του ομάδας σε σχέση με το πολιτικό στίγμα που είχε καταγράψει το κόμμα την προηγούμενη περίοδο. Συμπερασματικά βρισκόμαστε σε μία κατάσταση όπου κανένα από τα δύο κόμματα δεν είναι αρκετά ισχυρό για να υπερκεράσει το άλλο σε μία προοπτική κυβερνητικής εξουσίας. Για να γίνει αυτό δεν χρειάζεται μόνο οργανωτική αναδιάρθρωση του χώρου αλλά κυρίως ιδεολογική αναβάπτιση του. Η μεν πρώτη είναι μία άσκηση πολιτικού αθροίσματος μέσα στο πολιτικό σύστημα, η δε δεύτερη είναι μία άσκηση πολιτικού πολλαπλασιασμού μέσα στην κοινωνία. Συνήθως αυτή η δεύτερη άσκηση είναι που παράγει τους μετασχηματισμούς.
*Επικουρος Καθηγητής
Πάντειο Πανεπιστήμιο