Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα κινεζικό τσουνάμι ηλεκτρικών οχημάτων μετά την απαγόρευση της πώλησης νέων βενζικίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων από το 2035, δήλωσε ο πρόεδρος της Renault Jean-Dominique Senard σε οικονομικό συνέδριο το Σάββατο, προσθέτοντας ότι ο ανταγωνισμός με την Κίνα εκθέτει τα τρωτά σημεία της ΕΕ στην αγορά των αμιγώς ηλεκτρικών οχημάτων.
Η απαγόρευση της πώλησης βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων από το 2035, ένα θέμα που βρέθηκε στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων της ΕΕ το 2023, άνοιξε τις πόρτες για τα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα (EV) – η παραγωγή των οποίων «επιδοτείται σαφώς» – στην αγορά της ΕΕ, υποστήριξε ο Senard.
«Τα τελευταία 25 χρόνια, η Κίνα έχει βάλει χέρι στα ορυχεία του κόσμου [και] στην επεξεργασία κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων», δήλωσε το Σάββατο στο Rencontres économiques d’Aix-en-Provence.
Η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικών οχημάτων εξαρτάται από τη μεγαλύτερη πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, από τις οποίες μόνο μια μικρή ποσότητα εξορύσσεται ή επεξεργάζεται σήμερα στην ΕΕ.
Για να συμβάλει στην ενίσχυση του εφοδιασμού της Ένωσης, η ΕΕ έχει θέσει αυστηρά στάνταρ ανακύκλωσης για τις μπαταρίες, ώστε να διατηρηθούν οι εισαγόμενες πρώτες ύλες στον ευρωπαϊκό παραγωγικό κύκλο. Οι ηγέτες της ΕΕ διαμορφώνουν επίσης «στρατηγικές εταιρικές σχέσεις» με γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες με αποδεδειγμένα αποθέματα πόρων, όπως η Νορβηγία.
Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές είναι απίθανο να αποδώσουν για χρόνια, με την ΕΕ να αναμένεται να παραμείνει εξαρτημένη από τρίτες χώρες στο άμεσο μέλλον.
Η Κίνα είναι μακράν ο μεγαλύτερος παραγωγός μπαταριών στον κόσμο, με μερίδιο 56% της παγκόσμιας αγοράς το 2022. Είναι επίσης ηγέτης στη διύλιση πρώτων υλών, όπως το λίθιο, το κοβάλτιο και ο γραφίτης. Η ζήτηση λιθίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 30% μεταξύ 2020 και 2030, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του Ινστιτούτου Jacques Delors.
Επιπλέον, τα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα «επωφελούνται από δασμούς δυόμισι φορές χαμηλότερους από εκείνους που μας επιβάλλει η Κίνα όταν θέλουμε να εξάγουμε ένα όχημα εκεί», πρόσθεσε ο πρόεδρος της Renault.
Η αμοιβαιότητα «δεν υπάρχει και αυτό πρέπει να διορθωθεί επειγόντως», υποστήριξε, υπογραμμίζοντας ότι η πρόσβαση στις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για μια δίκαιη και αποτελεσματική πράσινη μετάβαση θα είναι «η σημαντικότερη στρατηγική πρόκληση των επόμενων ετών».
«Ο πόλεμος του μέλλοντος θα είναι ο πόλεμος για τα κρίσιμα υλικά», είπε.
Τον Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια νέα Πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες (CRMA), η οποία θέτει στόχους της ΕΕ για την παραγωγή, τη διύλιση και την ανακύκλωση βασικών πρώτων υλών που απαιτούνται για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση.
«Οι υπερβολικές εξαρτήσεις από μεμονωμένους προμηθευτές θα μπορούσαν να διαταράξουν ολόκληρες αλυσίδες εφοδιασμού, ιδίως καθώς οι εξαγωγικοί περιορισμοί και άλλα περιοριστικά μέτρα για το εμπόριο χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο εν μέσω εντεινόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού», αναφέρει το κείμενο της Επιτροπής.
«Δεν έχουμε σχεδόν τίποτα στην Ευρώπη», εξήγησε ο Senard. Ενώ «αρχίζουμε να ξαναχτίζουμε» έναν ευρωπαϊκό εξορυκτικό τομέα, «αυτό θα πάρει τουλάχιστον δέκα χρόνια».
Τα σχόλια του Senard έρχονται επίσης δύο εβδομάδες αφότου η Κίνα ανακοίνωσε ότι θα επιβάλει ελέγχους στις εξαγωγές γαλλίου και γερμανίου, δύο κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για την κατασκευή ημιαγωγών και άλλων ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, για λόγους εθνικού συμφέροντος.
«Φανταστείτε να συμβαίνει αυτό» στον κόσμο της παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών, δήλωσε ο Senard, αναγνωρίζοντας ότι η καταχρηστική χρήση των ελέγχων των εξαγωγών από την Κίνα σε κρίσιμα υλικά αποτελεί σοβαρό κίνδυνο.
Η συνολική γεωπολιτική κατάσταση που αντιμετωπίζει η Renault είναι «σκληρή», υποστήριξε, μιλώντας για διάφορα ευρωπαϊκά τρωτά σημεία καθώς δημιουργεί ικανότητες παραγωγής EV, «αλλά θα αγωνιστούμε γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή».
Η Ευρώπη παρήγαγε 1,41 εκατομμύρια ηλεκτρικά οχήματα το 2020 και στοχεύει να παράγει 13,24 εκατομμύρια έως το 2030, καθιστώντας την ήπειρο τον κορυφαίο παραγωγό παγκοσμίως.
Πηγή: EURACTIV