Από τον πληθωρισμό επωφελήθηκαν οι επιχειρήσεις μεταποίησης και εμπορίου τροφίμων.
Του Δρ. Κώστα Καραντινινή, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Γεωργικών Επιστημών (SLU), Άλναρπ, Σουηδία
Η ΔΙΑΜΑΧΗ γύρω από τον «πληθωρισμό απληστίας» (greedflation) έχει ανάψει ανάμεσα στους πολέμιους κατά των υπερκερδών των μεγάλων επιχειρήσεων που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό και από την άλλη πλευρά στους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς που βρίσκουν τα κέρδη φυσιολογικό επακόλουθο και όχι αιτία του πρόσφατου πληθωρισμού, ειδικά σε μια περίοδο έντονης ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς. Ενώ οι πρώτοι υποστηρίζουν πολιτικές βελτίωσης του ανταγωνισμού και μείωσης των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, έως και πολιτικές ελέγχου των τιμών, οι δεύτεροι επιμένουν σε διορθωτικές μακροοικονομικές πολιτικές μείωσης της ζήτησης μέσω κυρίως αύξησης των επιτοκίων. Λάδι στη φωτιά αυτής της διαμάχης έριξε μια πρόσφατη (2023) μελέτη του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) που αποδίδει το μισό σχεδόν (45%) του πληθωρισμού μετά την πανδημία στα υπερκέρδη των επιχειρήσεων της Ευρωζώνης και συνιστά αντίστοιχες πολιτικές μείωσής των – μια άποψη που φαίνεται να συμμερίζεται και η πρόεδρος της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) Κριστίν Λαγκάρντ. Πώς όμως κατανέμονται τα κέρδη ανάμεσα στους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας; Είναι οι παραγωγοί ή οι μεταποιητές/έμποροι που επωφελούνται από τον πληθωρισμό;
ΟΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ για τον πληθωρισμό είναι συνήθως μακροοικονομικές, τείνοντας να συμπυκνώνουν την προσφορά σε οτιδήποτε συμβαίνει πριν από τον τελικό καταναλωτή, ο οποίος σε τελική ανάλυση «πληρώνει το μάρμαρο». Μια μικροοικονομική ματιά όμως στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων μπορεί να μας κατατοπίσει για το ποια τμήματά της, οι παραγωγοί ή οι μεταποιητές/έμποροι, επωφελούνται περισσότερο από τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια, ποιοι καρπώνονται την αύξηση των τιμών που πληρώνουν οι καταναλωτές; Οι αγρότες ή οι μεταποιητές/έμποροι; Ειδικότερα, είναι αυτή η κατανομή ομοιόμορφη μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.;
ΜΕ ΒΑΣΗ τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι ειδικά για την Ελλάδα, σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., η κατανομή του πληθωρισμού διαφέρει προς όφελος των μεταποιητών/εμπόρων και εις βάρος των παραγωγών.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία από το «Εργαλείο Παρακολούθησης Τιμών» της EUROSTAT, τη δημιουργία του οποίου είχε απαιτήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το 2008, με αφορμή την τότε κρίση των τιμών τροφίμων, αφενός υπάρχει μια ψαλίδα ανάμεσα στις μεταβολές των τιμών παραγωγού (ΔΤΠ)-καταναλωτή (ΔΤΚ) και αφετέρου η ψαλίδα αυτή έχει διαφορετικό πρόσημο στην Ελλάδα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Ενώ στην Ε.Ε.-27 οι τιμές παραγωγού τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν γρηγορότερα από τις τιμές καταναλωτή, στην Ελλάδα συνέβη το αντίθετο: οι τιμές στο χωράφι δεν ακολούθησαν τις τιμές καταναλωτή, αυξάνοντας το άνοιγμα της ψαλίδας παραγωγού καταναλωτή.
ΚΑΤ’ ΑΡΧΑΣ, ο πληθωρισμός τροφίμων είναι χαμηλότερος στην Ελλάδα: οι τιμές -παραγωγού και καταναλωτή- στην Ελλάδα έχουν ανεβεί σε χαμηλότερους ρυθμούς από αυτές της Ε.Ε. Σε σχέση με το 2015, ο ΔΤΚ τον Απρίλιο 2023 ήταν 125.45 στην Ελλάδα και 141.33 στην Ευρώπη. Οι καταναλωτές πληρώνουν δηλαδή για τρόφιμα 25,4% περισσότερο σε σχέση με το 2015. Όμως στην Ελλάδα -αντίθετα από την Ε.Ε.-27- οι τιμές παραγωγού ενώ ανεβαίνουν σταθερά (18,2% σε σχέση με το 2015), ανεβαίνουν σε ρυθμούς χαμηλότερους από τις τιμές καταναλωτή.
ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ την αύξηση και των δύο δεικτών καταναλωτή (ΔΤΚ) και παραγωγού (ΔΤΠ) να έχει ξεκινήσει ήδη πριν από την πανδημία του 2019 και να αυξάνεται ταχύτερα μετά την πανδημία και με ραγδαίους ρυθμούς μετά την ουκρανική κρίση του 2022. Στην εικοσαετία, από το 2005 που υπάρχουν τα μηνιαία αυτά στοιχεία, στο 68% των μηνών η διαφορά αποβαίνει σε βάρος των τιμών του Έλληνα παραγωγού (42% στην Ε.Ε.-27).
ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ στην Ελλάδα οι τιμές του καταναλωτή ανεβαίνουν ταχύτερα και συχνότερα από αυτές που εισπράττει ο παραγωγός στο χωράφι; Δυστυχώς τα στοιχεία δεν μας επιτρέπουν καλύτερη ανάλυση των «κρίκων» της αλυσίδας ώστε να δούμε σε ποιο συγκεκριμένο κομμάτι (βιομηχανία, μεταφορές, λιανεμπόριο, κ.λπ.) απορροφάται αυτή η προστιθέμενη αξία ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή. Παρ’ όλα αυτά τα στοιχεία μάς επιτρέπουν κάποια πρώτα συμπεράσματα και περαιτέρω ερωτήσεις προς έρευνα.
ΣΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ με τον μέσο όρο της Ε.Ε., το άνοιγμα της ψαλίδας εις βάρος του παραγωγού δεν μπορεί να οφείλεται σε δυσανάλογη αύξηση των συντελεστών κόστους των επιχειρήσεων της εφοδιαστικής αλυσίδας της Ελλάδας σε σχέση με αυτών της υπόλοιπης Ε.Ε., καθώς τα κόστη αυτά επηρεάζονται από τους ίδιους συντελεστές. Ως εκ τούτου, η αύξηση του ανοίγματος της ψαλίδας παραγωγού-καταναλωτή στην Ελλάδα οφείλεται μάλλον σε στρεβλώσεις της αγοράς. Ειδικότερα θα πρέπει να αναζητηθούν στην ολιγοπωλιακή θέση των επιχειρήσεων της εφοδιαστικής αλυσίδας, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα από τη μια να αυξάνουν την τελική τιμή πώλησης, χωρίς ανάλογο πέρασμα της αύξησης αυτής στους παραγωγούς. Το εντυπωσιακό εύρημα στα στοιχεία της EUROSTAT είναι η διαφορά μεταξύ Ελλάδας και μέσου όρου Ε.Ε. Από ό,τι δείχνει η πρώτη αυτή ανάλυση, φαίνεται πως η αδύναμη θέση και ο κατακερματισμός των παραγωγών στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων αποβαίνει εις βάρος των παραγωγών έναντι των «ενδιάμεσων» της αλυσίδας. Είναι πραγματικά ανησυχητικό για τους Έλληνες παραγωγούς ότι σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συναδέλφους τους δεν κατάφεραν να επωφεληθούν από την αύξηση των τιμών τροφίμων που αναγκάστηκαν να πληρώσουν οι Έλληνες καταναλωτές. Ξεκάθαρα, από τον πληθωρισμό επωφελήθηκαν οι επιχειρήσεις μεταποίησης και εμπορίου τροφίμων σε επίπεδα μεγαλύτερα από ό,τι συνέβη στον μέσο όρο της Ε.Ε. Αυτό είναι ιδιαίτερα δυσμενές και ανισόρροπο αν λάβουμε υπόψη ότι είναι οι παραγωγοί αυτοί που επωμίζονται εκείνο το κομμάτι του πληθωρισμού που προέρχεται από τις αυξήσεις των τιμών των εισροών – κυρίως ενέργειας και λιπασμάτων.
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΣΥΝΤΟΜΕΣ και πρόχειρες παρατηρήσεις θα πρέπει να προκαλέσουν συναγερμό στους ερευνητές, στους παραγωγούς και στην πολιτεία. Για τους ερευνητές της αγροτικής οικονομίας μένει να ερευνήσουμε σε ποιους συγκεκριμένους κρίκους της αλυσίδας επικρατούν συνθήκες ατελούς ανταγωνισμού και υπερβάλλουσας αγοραίας δύναμης. Το ίδιο θα πρέπει να ερευνηθεί και για τις επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας εισροών. Για τους θεσμούς της πολιτείας, μήπως είναι επιτέλους καιρός για μια έρευνα και παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην ελληνική εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων;
ΚΥΡΙΩΣ ΟΜΩΣ το μεγάλο χάσμα στην ψαλίδα παραγωγού-καταναλωτή σε βάρος του πρώτου δεν θα πρέπει να αποδίδεται μόνο στην απληστία των μεγάλων ενδιάμεσων επιχειρήσεων της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αυτή είναι αναμενόμενη. Το χάσμα αντανακλά κυρίως τον κατακερματισμό και την έλλειψη αγοραίας δύναμης των παραγωγών έναντι των μεταποιητών/εμπόρων. Κάτι που προέρχεται από την αβυσσαλέα απουσία στιβαρών παραγωγικών συλλογικών σχημάτων που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το μερίδιο που ανήκει στην πρωτογενή παραγωγή. Οι διαμαρτυρίες και τα μπλόκα των εθνικών οδών -όσο δικαιολογημένες και αν είναι- αποτελούν λύσεις απελπισίας, προκαλούν δυσμενή κοινωνικό αυτοματισμό εις βάρος των αγροτών και μειώνουν την αποδοχή και υποστήριξή τους από την κοινωνία. Οι αγρότες καλούνται να διεκδικήσουν το μερίδιό του επιχειρηματικά και συλλογικά, μέσα στην αγορά και όχι έξω από αυτήν. Αυτό θα αποβεί επαναστατικά ωφέλιμο για τους αγρότες, για την ύπαιθρο, για την κοινωνία και για την ανάπτυξη και προκοπή της χώρας.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ)