Οι κοινωνικές επιστήμες δεν είναι απρόσβλητες από πολιτικές και ιδεολογικές επιρροές καθώς είναι στενά συνδεδεμένες με κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες.
Οι σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζονται λειτουργικά διαφοροποιημένες, πολιτισμικά ετερογενείς και οργανωμένες ασύμμετρα ως προς την κατανομή των πόρων τους.
Δημοσιονομικές ανισορροπίες, αστάθειες στις παγκόσμιες οικονομίες, προβλήματα κοινωνικής ένταξης, διεθνικά προτάγματα με εσωτερικές αντιφάσεις, ανησυχητική ισχυροποίηση του ακραίου εθνικισμού. Δυσλειτουργίες και παθολογίες των σύγχρονων κοινωνιών που προκύπτουν από την αβέβαιη, ανισοβαρή και εν πολλοίς αρρύθμιστη πορεία της καπιταλιστικής διείσδυσης στην οικονομία και την κοινωνία.
Από την άλλη, η υποχώρηση των θεσμών του κοινωνικού κράτους και μια προοδευτική διάβρωση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων συντηρούν και αυξάνουν ανισότητες εισοδήματος και πλούτου. Η πραγματικότητα αυτή μεγιστοποιεί τις πιθανότητες εκδήλωσης κρίσεων στα αντίστοιχα κοινωνικά υποσυστήματα, στον βαθμό που η ίδια η κρίση να αποτελεί μια κανονικότητα, αλλά και παγιωμένο γλωσσικό και επιστημονικό μοτίβο της νεωτερικότητας.
Οι κρίσεις φαίνεται να μη γνωρίζουν εδαφικά σύνορα· γνωρίζουν, ωστόσο, κοινωνικούς διαχωρισμούς, όταν τα μέλη των κοινωνιών βιώνουν δομικές αλλαγές και κρίσιμες συνθήκες αβεβαιότητας και διακινδύνευσης. Εκδηλες μορφές βίας με πολιτικά, κοινωνικά, εθνοτικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποτελούν ανησυχητικά φαινόμενα για τις δημοκρατικές αξίες.
Κατά μία έννοια, οι κρίσεις κατανοούνται ως αδυναμίες των πολιτών να ενεργήσουν κατάλληλα ή να επηρεάσουν μηχανισμούς υπέρβασης ανεπιθύμητων έως και καταστροφικών καταστάσεων. Η κρίση δεν ορίζεται απλώς ως μια οξεία κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία διακρίνεται θεμελιώδης απειλή, αλλά προαναγγέλλει μακροπρόθεσμες εξελίξεις και μείγματα μεγάλης κλίμακας.
Ωστόσο, υπάρχει ένας καθολικός ορισμός για αυτό που ονομάζουμε κρίση; Πότε ακριβώς ένα γεγονός ή μια εξέλιξη μπορεί να χαρακτηριστεί κρίση; Πότε αρχίζει ή τελειώνει μια κρίση, πώς μπορεί να μετρηθεί εμπειρικά; Πότε συνιστά σοβαρή απειλή για τις βασικές δομές ή τις θεμελιώδεις αξίες και κανόνες ενός συστήματος;
Μήπως τελικά η έννοια της κρίσης ευτελίζεται μέσα σε έναν σημασιολογικό πληθωρισμό και κινδυνεύει να αποσυνδεθεί από την ευκρίνεια και την ακρίβεια μιας επιστημονικής κατηγορίας ανάλυσης; Βέβαια, εάν θεωρήσουμε ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης κανονικοποιείται, η ίδια η κρίση παύει να αποτελεί μια προσωρινή, μη φυσιολογική, ανεπιθύμητη, ακούσια και απρογραμμάτιστη εξαιρετική κατάσταση και γίνεται κανονική συνθήκη.
Κατά μία άλλη άποψη, η κρίση δεν ταυτίζεται μόνο με ένα γεγονός που έχει ήδη συμβεί, αλλά περισσότερο με την έννοια της διακινδύνευσης που αναδύεται μέσα από την ανάγνωση απειλητικών καταστάσεων, των οποίων οι συνέπειες αναμένεται να συμβούν στο προσεχές μέλλον.
Πρόκειται για την επιστημονική και κοινωνική αναγνώριση του κινδύνου, που δεν είναι μια φυσική εξέλιξη αλλά προκαλείται κυρίως από μηχανισμούς ανθρώπινης παρέμβασης, από τις κοινωνικές συνέπειες πολιτικών αποφάσεων προάσπισης οικονομικού συμφέροντος και προβολής, ή αξίωσης μορφών ισχύος. Η συνειδητοποίηση αυτών των νέων κινδύνων που προηγείται της εμφάνισης του ίδιου του αρνητικού γεγονότος επιβεβαιώνει στην ουσία την κοινωνική κατασκευή των κρίσεων.
Στη βάση των παραπάνω, ένα από τα ζητήματα του δίτομου έργου που προέκυψε από το 2ο Συνέδριο της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου είναι η κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές της όψεις και συνέπειες μέσα από μια επανεκτίμηση των κοινωνικών συνθηκών αλλά και των κινδύνων υποχώρησης ή διαστρέβλωσης του περιεχομένου των δημοκρατικών αξιών.
Εστιάζοντας στην κρίση στην Ευρώπη, σχολιάζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι οικονομικές δομές φαίνεται να ανεξαρτητοποιούνται από τους κοινωνικούς παράγοντες που τις συγκροτούν, καθώς οι ιδιαίτερες νομικές, πολιτικές, πολιτισμικές και αξιακές μορφές θεσμοθέτησης, αλλά συχνά και οι συνταγματικές δεσμεύσεις σε εθνικό επίπεδο, δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη.
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι να παρουσιάζονται οι ισχυρά παρεμβατικές οικονομικές δομές ως απονομιμοποιημένες στη συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών και να αυξάνουν το φαινόμενο του ευρωσκεπτικισμού, αλλά και της Ακροδεξιάς.
Εξελίξεις που επιβεβαιώνουν την ίδια την ιστορική εμπειρία του Μεσοπολέμου, ότι η θεσμική συγκρότηση και η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν εξαντλούνται σε άκριτες ή απλές διαδικαστικές προσαρμογές από τη μεριά των πολιτών ως απλών ή έμπιστων ψηφοφόρων, αλλά οφείλουν να εδραιώνονται σε συνειδητές δημοκρατικές αξίες.
Οτι η εμπιστοσύνη, η ελευθερία του λόγου, η αλληλεγγύη και η κοινωνική αναγνώριση της διαφορετικότητας δεν συνιστούν προβλήματα, αλλά τη λύση των προβλημάτων. Αντίθετα, η πολιτική απαξίωση του κοινωνικού περιεχομένου της εσωτερικής δημοκρατίας ως ισότιμης και συνυπεύθυνης συμμετοχής στα κοινά, καθιστά τη δημοκρατία ευάλωτη σε επίπεδο κοινωνικής νομιμοποίησης, εμπεδώνοντας μια βαθιά κρίση εκπροσώπησης.
Απέναντι σε όλα αυτά, οι κοινωνικές επιστήμες δεν είναι απρόσβλητες από πολιτικές και ιδεολογικές επιρροές καθώς είναι στενά συνδεδεμένες με κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες, αν και συχνά διαπιστώνονται αντιφάσεις μεταξύ των επιστημονικών ευρημάτων και των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων.
Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη γενικότερη αποστολή των κοινωνικών επιστημών για μια αντικειμενική διεπιστημονική ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων συνεισφέροντας με πολύτιμες γνώσεις στους τρόπους κατανόησης και επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, εντός και εκτός περιόδου κρίσεων.
Τίθενται λοιπόν τα ερωτήματα: Οφείλουν οι Κοινωνικές Επιστήμες να κατανοούν έγκαιρα επερχόμενους κοινωνικούς κινδύνους και να αντιδρούν απέναντι στις διάφορες κοινωνικοοικονομικές κρίσεις ή απλώς να καταγράφουν με ευκρίνεια τις συνέπειές τους; Να παρεμβαίνουν στις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις (και σε ποια επιστημονικά ισχύουσα ενοποιητική βάση) ή να παραμένουν προσηλωμένες στην ουδετερότητα της επιστημονικής δεοντολογίας, απομακρυσμένες από την κοινωνική ευθύνη; Να συμβάλλουν και οι ίδιες στον κοινωνικό μετασχηματισμό και να αξιοποιούν ουσιαστικά τις νέες τεχνολογίες στο να αποτρέπουν δυσάρεστες για την κοινωνία εξελίξεις ή να περιορίζονται, σε χρήσιμες κατά τα άλλα, επιστημονικές μελέτες και εφαρμογές παρακάμπτοντας ωστόσο τις αιτίες που προκαλούν τα κοινωνικά προβλήματα; Είναι τελικά σε θέση να συνδυάζουν ορθολογική σκέψη και κριτική ανάγνωση των κοινωνικών προβλημάτων;
Τα ερωτήματα αυτά πλανώνται στον δημόσιο διάλογο και συνοδεύονται συχνά από τη διαπίστωση ότι η όποια διαφαινόμενη αδυναμία των κοινωνικών επιστημών, να διερευνούν σε βάθος και να παρεμβαίνουν δραστικά στην αποκάλυψη των αιτίων που προκαλούν τις κρίσεις, συνιστά εκ των πραγμάτων μια κρίση για τις ίδιες· μια κρίση στο εσωτερικό τους. Και τούτο διότι είναι εμφανές ότι οι πολίτες σε περιόδους αυξανόμενης αβεβαιότητας και ανασφάλειας αναμένουν από αυτές έναν πιο δραστικό ρόλο καθώς και μια έγκαιρη και έγκυρη επιστημονική διαμεσολάβηση που να βοηθά στην υπέρβαση κρίσεων και μορφών διακινδύνευσης. Η επιστημονική αυτή αποστολή δεν θα πρέπει να στηρίζεται σε απόλυτες και διαχρονικά ισχύουσες ιδεολογικοπολιτικές δεσμεύσεις, καθότι η επιστημονική αλήθεια για την κοινωνία δεν είναι δεδομένη και αιώνια, αλλά ιστορική και μεταβαλλόμενη, καθώς οι κοινωνίες εξελίσσονται, όπως άλλωστε και οι ίδιες οι επιστήμες.
Στις θεματολογίες του βιβλίου παρουσιάζεται επίσης μεγάλη ποικιλία ζητημάτων του χώρου και του περιβάλλοντος, γεωγραφικών βάσεων δεδομένων, δημογραφικών δεικτών και κοινωνικών υποδομών και γενικότερα ζητήματα αλληλεπίδρασης ανθρώπου και χώρου. Σχολιάζονται, επίσης, νέες επιστημονικές τάσεις και καινοτομίες που αφορούν τους τόπους κοινωνικής δικτύωσης, τις σύγχρονες τεχνολογίες και τα ψηφιακά μέσα καθώς και έρευνες και εφαρμογές διαδραστικών πληροφοριακών συστημάτων στην οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, πολιτισμικών εκδηλώσεων, μουσείων και αιθουσών τέχνης.
Οι Κοινωνικές Επιστήμες σήμερα: Δίτομη έκδοση της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Εκδόσεις Θεμέλιο
Τέλος, κρίσιμο σημείο συμβολής του βιβλίου αποτελούν η προσέγγιση και η συζήτηση της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης σε επίπεδο αφενός επίσημων πολιτικών μέτρων και θεσμικών παρεμβάσεων και αφετέρου σε επίπεδο πραγματικών βιωμάτων και εμπειριών των ανθρώπων που έχουν πληγεί και των εμπλεκομένων στην πολυσύνθετη διαχείριση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών αναγκών των πληγέντων. Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι το εν λόγω θέμα συζητήθηκε στην έδρα του Πανεπιστημίου Αιγαίου και της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, στη Λέσβο, το νησί που τόσο πολύ συνδέθηκε με την προσφυγική κρίση και τις ποικίλες παραμέτρους που αφορούν την αντιμετώπισή της. Το νησί που αποτελεί παράλληλα ένα εργαστήρι για τους κοινωνικούς επιστήμονες, που με σεβασμό προς τον ντόπιο πληθυσμό επιχειρούν να διερευνήσουν μια νέα πραγματικότητα που ξεχωρίζει ως προς τις πολιτικές και κοινωνικές επιδράσεις της σε τοπικό, εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Απέναντι σε μια τέτοια σύνθετη πραγματικότητα, αφήνουμε την απόφαση περί εξοβελισμού των μαθημάτων κοινωνικής και πολιτικής παιδείας από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην κρίση του ΣτΕ (1972/2022) που υπογραμμίζει εμφατικά την αναγκαιότητα «…ενίσχυσης της διδασκαλίας μαθημάτων πολιτικής παιδείας, ως μέσο […] για την προβολή των αξιών της Δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής που διέρχονται κρίση…».
*Ο Νίκος Ναγόπουλος είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου, πρώην κοσμήτορας Σχολής Κοινωνικών Επιστημών
**Ο Κώστας Ζώρας είναι Ομότιμος καθηγητής, πρώην αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Αιγαίου
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών