Οι πρόσφατες καταστροφικές δασικές πυρκαγιές σε διάφορα μέρη του πλανήτη μας (2017 – Χιλή και Πορτογαλία, 2018 – Καλιφόρνια/ΗΠΑ και Ελλάδα, 2019 – Ινδονησία και Σιβηρία, 2020 – Αυστραλία, 2021 – Καναδάς, ΗΠΑ και Μεσόγειος) υποδεικνύουν την αυγή μίας νέας εποχής δασικών πυρκαγιών με κύριο χαρακτηριστικό τα ακραία συμβάντα.
Θοδωρής Μ. Γιάνναρος
Εντεταλμένος Ερευνητής ΕΑΑ
Πυρομετεωρολόγος
Παρότι έχουμε γίνει και στο παρελθόν μάρτυρες μεγάλων και καταστροφικών δασικών πυρκαγιών (π.χ., η πυρκαγιά το 1910 στα Βόρεια Βραχώδη Όρη των ΗΠΑ, οι πυρκαγιές του 1939 στην Αυστραλία και η πυρκαγιά του 1949 στο νομό του Λαντ της Γαλλίας), η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί, σήμερα, πως οι πρόσφατες ακραίες δασικές πυρκαγιές αποτελούν μία νέα κανονικότητα, καθώς εκδηλώνονται με αυξανόμενη συχνότητα, ένταση, μέγεθος και δριμύτητα σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις τους στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Εξαιρετικά υψηλές ταχύτητες εξάπλωσης, χαοτικές κηλιδώσεις, ισχυρά ανοδικά και καθοδικά ρεύματα αέρα, δημιουργία πυροστροβίλων και πυρονεφών, αποτελούν ορισμένα μόνο από τα κοινά χαρακτηριστικά των ακραίων δασικών πυρκαγιών. Η ακραία συμπεριφορά αυτών των πυρκαγιών καθιστά το έργο της καταστολής εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, αυξάνοντας σημαντικά τη διακινδύνευση πολιτών και πυροσβεστών. Στην πραγματικότητα, οι ακραίες δασικές πυρκαγιές σταματούν το καταστροφικό τους έργο μόνο όταν δεν έχουν πια τίποτε άλλο να κάψουν ή όταν οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες το επιτρέψουν. Θα λέγαμε πως απέναντι τους μοιάζουμε με τους κατοίκους της Λιλιπούπολης, οι οποίοι κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τον γίγαντα (την πυρκαγιά) μόνο όταν αυτός αποκοιμήθηκε.
Υπάρχει λοιπόν τρόπος να αντιμετωπίσουμε τον γίγαντα χωρίς να περιμένουμε να αποκοιμηθεί;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε αρχικά τους λεγόμενους τέσσερις περιβαλλοντικούς «διακόπτες» που ελέγχουν την εκδήλωση μεγάλων και καταστροφικών δασικών πυρκαγιών (Εικόνα 1). Αρχικά, θα πρέπει να υπάρχει διαθεσιμότητα καύσιμης ύλης σε ποσότητα που να επιτρέπει την διάδοση της φωτιάς (Διακόπτης 1). Στη συνέχεια, θα πρέπει η καύσιμη ύλη να είναι αρκούντως ξηρή ώστε να επιτρέπει την έναρξη της φωτιάς και τη διατήρηση της καύσης (Διακόπτης 2). Από τη στιγμή που υπάρχει αφθονία ξηρής καύσιμης ύλης, οποιαδήποτε πηγή ανάφλεξης (π.χ., κεραυνός, εμπρησμός) θα οδηγήσει στην έναρξη πυρκαγιάς (Διακόπτης 3). Εάν, τέλος, οι πυρομετεωρολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκές, η πυρκαγιά δύναται να λάβει διαστάσεις και να εξελιχθεί σε ακραίο συμβάν (Διακόπτης 4).
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η χάραξη μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής αντιμετώπισης θα πρέπει να εδράζεται στη θεωρία των τεσσάρων παραπάνω «διακοπτών». Ξεκινώντας από την πρόληψη, η διαχείριση των δασικών καυσίμων αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο μείωσης της πιθανότητας μία πυρκαγιά που θα ξεκινήσει να λάβει τέτοιες διαστάσεις που να την καταστήσουν ανεξέλεγκτη και δυνητικά καταστροφική. Συνάδελφοι μου Δασολόγοι μπορούν να αναφέρουν περισσότερα σχετικά με την διαχείριση των δασικών καυσίμων, ωστόσο, ένα μέτρο που έχει δοκιμαστεί στο εξωτερικό με ικανοποιητικά αποτελέσματα είναι αυτό της προδιαγεγραμμένης καύσης κατά τη διάρκεια του χειμώνα, στοχεύοντας στην απομάκρυνση βιομάζας που θα μπορούσε να υποστηρίξει μία ακραία δασική πυρκαγιά.
Εικόνα 1. Οι 4 περιβαλλοντικοί «διακόπτες» των δασικών πυρκαγιών.
Παραμένοντας στον τομέα της πρόληψης, θα πρέπει να υπάρχει διαρκής (όλο το χρόνο) επιτήρηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα δασικά καύσιμα σε ό,τι αφορά την ευφλεκτότητα τους. Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι επιτακτική ανάγκη η αξιοποίηση δικτύων μετεωρολογικών σταθμών, όπως το πυκνό (500+ σταθμοί σε όλη την Ελλάδα) δίκτυο της μονάδας ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (https://www.meteo.gr/Gmap.cfm), οι μετρήσεις των οποίων επιτρέπουν την εκτίμηση της ευφλεκτότητας των λεπτών νεκρών δασικών καυσίμων (π.χ., φύλλα, βελόνες, χόρτα, μικροί θάμνοι, μικρά κλαδιά), τα οποία είναι εκείνα που θα λειτουργήσουν ως «προσάναμμα» για την έναρξη και την αρχική διάδοση μιας πυρκαγιάς.
Η πρόληψη περιλαμβάνει επίσης την ευαισθητοποίηση των πολιτών μέσα από στοχευμένες εκστρατείες ενημέρωσης, αλλά και μέσα από την αποδοτικότερη επικοινωνία της επικινδυνότητας ώστε να ελαχιστοποιήσουμε σταδιακά τις ενάρξεις πυρκαγιών από αμέλεια.
Πέρα όμως από την πρόληψη, θα πρέπει σημαντικό βάρος να δοθεί και στην ετοιμότητα και απόκριση μας σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς. Η ετοιμότητα προϋποθέτει λεπτομερή γνώση των παρόντων πυρομετεωρολογικών συνθηκών αλλά και έγκυρη γνώση των αναμενόμενων τις επόμενες ώρες και λίγες ημέρες. Σημαντικό εργαλείο θα μπορούσε να αποτελέσει η ανάπτυξη συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης, το οποίο θα επιτρέπει την σε πραγματικό χρόνο παρακολούθηση των πυρομετεωρολογικών συνθηκών, παρέχοντας παράλληλα πρόσβαση σε εξειδικευμένες πυρομετεωρολογικές προγνώσεις για τις επόμενες ώρες και ημέρες. Αυτού του είδους η πληροφορία είναι εξόχως σημαντική σε περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς, επιτρέποντας την επιχειρησιακή υλοποίηση της λεγόμενης «ανάλυσης της φωτιάς» (fire analysis). Η ανάλυση της φωτιάς αποτελεί το πλέον χρήσιμο εργαλείο για τη διαχείριση μιας πυρκαγιάς που βρίσκεται σε εξέλιξη, επιτρέποντας την πρόγνωση της αναμενόμενης εξάπλωσης και συμπεριφοράς της με στόχο την υποστήριξη του σχεδιασμού ασφαλέστερων και αποτελεσματικότερων στρατηγικών αντιμετώπισης στο πεδίο. Μέσα από την ανάλυση της φωτιάς τεκμηριώνονται ο σχεδιασμός αντιπυρικών ζωνών, η διάταξη των δασοπυροσβεστικών δυνάμεων ή και η χρήση του αντιπύρ, όπως επίσης και η αναγκαιότητα για οργανωμένες προληπτικές απομακρύνσεις πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν αριθμητικά μοντέλα, όπως το προγνωστικό σύστημα ταχείας απόκρισης IRIS 2.0, το οποίο αναπτύχθηκε από την μονάδα ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών με στόχο την παροχή προγνώσεων εξάπλωσης και συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.
Ολοκληρώνοντας, τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία εάν δεν σπάσουν τα στεγανά που κρατούν απομονωμένους επιχειρησιακούς και ερευνητικούς/ακαδημαϊκούς φορείς στη χώρα μας. Αυτό προϋποθέτει συμπόρευση και ουσιαστική συνεργασία που δε θα περιορίζεται στη στείρα ανάπτυξη και παροχή ερευνητικών εργαλείων και υπηρεσιών, αλλά στην από κοινού δημιουργία αυτών.