Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχουν καεί ήδη πάνω από 164.000 στρέμματα γης και δεκάδες σπίτια σε Αττική και Κορινθία και το πύρινο μέτωπο στη Ρόδο μαίνεται ανεξέλεγκτο, έχοντας μετατρέψει σε στάχτη χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης, σπίτια και ξενοδοχειακές μονάδες.
Του Γιάννη Ταφύλλη
Πρώην Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας
Η νέα αυτή οικολογική καταστροφή στην Αττική, προστίθεται δυστυχώς στον αντίστοιχο τραγικό απολογισμό των προηγούμενων ετών, με αποτέλεσμα, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, να είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος περιβαλλοντικής κατάρρευσης του λεκανοπεδίου, όπου ζει ο μισός και πλέον πληθυσμός της χώρας. Οι επιπτώσεις της τρομακτικής καταστροφής στη Ρόδο απομένει να αποτιμηθούν.
Στις τραγικές αυτές συνθήκες, ένα ερώτημα που αναπόφευκτα έρχεται στο μυαλό καθενός και καθεμιάς, είναι αν όντως έγινε και γίνεται ότι ήταν και είναι ανθρωπίνως δυνατό για να μετριαστούν οι επιπτώσεις των καταστροφών. Και το ερώτημα αυτό αφορά κατά κύριο λόγο το μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας (Π.Π) της χώρας. Άλλαξε κάτι σε σχέση με πέρσι, με πρόπερσι, με τα προηγούμενα χρόνια γενικά σε ότι αφορά την ικανότητά του να διαχειρίζεται αποτελεσματικά καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή σε γενικές γραμμές βρισκόμαστε στα ίδια;
Η κλιματική αλλαγή όντως είναι εδώ και απ’ ότι προβλέπεται θα μείνει. Τι σημαίνει όμως αυτό για τους επιχειρησιακούς μηχανισμούς της χώρας; Άβουλοι και μοιραίοι αναμένουμε τις συνέπειες ή προετοιμαζόμαστε; Αυτό που έχουμε και θα συνεχίσουμε να έχουμε, είναι φαινόμενα σχετιζόμενα με το κλίμα μεγαλύτερης έντασης και συχνότητας. Έχουν ληφθεί τα μέτρα εκείνα που προβλέπονται στη στρατηγική της ΕΕ για το μετριασμό της επικινδυνότητας των καταστροφών (EU Disaster RiskReduction Strategy*) – η οποία συνδέεται με τη στρατηγική προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (EU Strategy on Adaptation to Climate Change); Tα μέτρα αυτά αφορούν την ενίσχυση της ικανότητας του συστήματος Π.Π της χώρας να μετριάζει τις επιπτώσεις γενικά των καταστροφών -ανεξάρτητα του κινδύνου που τις προκαλεί- και ειδικότερα καταστροφών που συνδέονται με το κλίμα.
Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση είναι αρνητική. Δεν υπάρχει ένδειξη ότι έχουν ληφθεί τα ειδικά εκείνα μέτρα που σχετίζονται με την προσαρμογή στη κλιματική αλλαγή, Και στο πρώτο ερώτημα, σχετικά με το αν άλλαξε κάτι επί της ουσίας στην Πολιτική Προστασία, δυστυχώς η απάντηση είναι αρνητική. Σε γενικές γραμμές έχουμε αυτό που είχαμε πάντα, Αυτό που είχαμε στις καταστροφικές πυρκαγιές της Ηλείας του 2007, της Ανατολικής Αττικής (Μάτι) του 2018 και της Αττικής και πάλι του 2021 και ειδικότερα: Έχουμε ένα σύστημα Π.Π, το οποίο σε επίπεδο οργάνωσης και επιχειρησιακής λειτουργίας αντιστοιχεί σε αντιλήψεις παρελθόντων δεκαετιών με αποτέλεσμα η ικανότητά του να περιορίζεται σημαντικά σε πολύπλοκα και παράλληλα συμβάντα υψηλού ρίσκου. Οι όποιες αλλαγές έγιναν στο μεταξύ, είτε έμειναν στα χαρτιά είτε δεν αφορούσαν την επιχειρησιακή του λειτουργία. Με άλλα λόγια, κάνουμε ακριβώς τα ίδια πράγματα για δεκαετίες και περιμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα. Για την κατανόηση της στάσης αυτής, δυστυχώς ούτε η λογική αλλά ούτε και η επιστήμη μπορούν να δώσουν κάποια εξήγηση.
Στις γραμμές που ακολουθούν γίνεται προσπάθεια να αναλυθούν τα σημαντικότερα από τα δομικά προβλήματα και τις παθογένειες του συστήματος Π.Π της χώρας, τα οποία σε πείσμα των κατά καιρούς φιλόδοξων κυβερνητικών διακηρύξεων, παραμένουν στη θέση τους. Ειδικότερα:
1. Υπάρχει μείζον ζήτημα με το θεσμικό πλαίσιο της Π.Π. Ο νέος νόμος για την Π.Π του Φεβ. 2020 (ν. 4662/2020: “Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων, αναδιάρθρωση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας…”), παραβλέποντας το γεγονός ότι είχε σοβαρά προβλήματα (και αντισυνταγματικότητας), αντικαθιστούσε προγενέστερο νόμο (ν. 4249/2014) ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του παρέμενε ανεφάρμοστος για την Π.Π. Τελικά, ο νέος νόμος «πάγωσε» αμέσως μετά την ψήφισή του με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλήξει κανείς με βεβαιότητα στο τι πραγματικά ισχύει, από πλευράς θεσμικού πλαισίου, για την Π.Π, με ότι αυτό συνεπάγεται.
2. Στο επίπεδο του Εθνικού Συντονιστικού Κέντρου Διαχείρισης Κρίσεων καθώς και στο επίπεδο των Περιφερειακών Συντονιστικών Κέντρων Πολιτικής Προστασίας, δεν προβλέπονται και κατά συνέπεια δεν επιτελούνται θεμελιώδεις επιχειρησιακές λειτουργίες – εκτίμηση κατάστασης, σχεδίαση, ανάθεση έργου, παρακολούθηση της υλοποίησης, αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, επανεκτίμηση της κατάστασης κ.ο.κ – οι οποίες αποτελούν τη βάση για τη διαχείριση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης διεθνώς. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για τα επιχειρησιακά κέντρα του Π.Σ. Η εμπειρική αντιμετώπιση αποτελεί τον κανόνα, πλην όμως, όπως είναι αναμενόμενο, εξαντλεί γρήγορα τα όριά της και αδυνατεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε πολύπλοκα συμβάντα και ιδιαίτερα σε παράλληλα συμβάντα υψηλής επικινδυνότητας.
3. Δεν προβλέπεται σύστημα οργάνωσης και συντονισμού όλων των εμπλεκόμενων φορέων στο πεδίο του συμβάντος, όπως είναι το «Σύστημα Διοίκησης Συμβάντος» το οποίο χαρακτηρίζει προηγμένα συστήματα και αποτελεί ήδη διεθνές πρότυπο ISO. Το αποτέλεσμα είναι, ο κάθε εμπλεκόμενος φορέας (Αστυνομία, Δήμοι, Λιμενικό, ΕΚΑΒ κ.λπ) να ενεργεί από μόνος του όπως αντιλαμβάνεται την κατάσταση, με τραγικές πολλές φορές συνέπειες. Σε ότι αφορά τη Δασική Υπηρεσία, αντί να συμμετέχει από κοινού με το Π.Σ στο σχεδιασμό της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών, στις περισσότερες περιπτώσεις καλείται ως παρατηρητής.
4. Η διασύνδεση με την επιστημονική κοινότητα από το επίπεδο του σχεδιασμού έως και το επίπεδο της επιχειρησιακής πρακτικής είναι υποτυπώδης.
5. Η Π.Π, ως επιχειρησιακή αντίληψη και πρακτική, ταυτίζεται με το Πυροσβεστικό Σώμα (Π.Σ). Το γεγονός αυτό, προδίδει επιφανειακή αντίληψη των ζητημάτων της Π.Π (της οποίας ο ρόλος είναι κατά πολύ ευρύτερος από τον αντίστοιχο του Π.Σ) και επιπλέον προκαλεί σημαντικές παρενέργειες όπως είναι η σύγχυση αρμοδιοτήτων, που στον κρίσιμο χρόνο του συμβάντος συνήθως οδηγεί στην αδράνεια, καθώς και η αδυναμία εξέλιξης τόσο της ίδιας της ΠΠ όσο και του Π.Σ . Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το Π.Σ, υπάρχει σοβαρή ανάγκη εκσυγχρονισμού και προσαρμογής των επιχειρησιακών του δομών και πρακτικών στα νέα δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα και την ανάγκη ανάπτυξης συνεργειών στο πεδίο με άλλους φορείς, όπως είναι η Δασική Υπηρεσία.
6. Στο επίπεδο της εφαρμογής, η διαχείριση των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης περιορίζεται δυστυχώς αποκλειστικά στη φάση της αντιμετώπισης, παραβλέποντας το γεγονός ότι αυτή περιλαμβάνει τέσσερις αλληλοτροφοδοτούμενους κύκλους (πρόληψη, ετοιμότητα, αντιμετώπιση και αποκατάσταση). Η αποτελεσματικότητα της πρόληψης, για παράδειγμα, όπως και η επιλογή λύσεων στη φάση της αποκατάστασης που μετριάζουν τις επιπτώσεις των κινδύνων (όπως η προσέγγιση «Build Back Better», που περιλαμβάνεται στον άξονα προτεραιότητας 4b της στρατηγικής της ΕΕ για το μετριασμό της επικινδυνότητας των καταστροφών) , καθορίζουν και το βαθμό δυσκολίας αλλά και την αποτελεσματικότητα στη φάση της αντιμετώπισης. Το συμπέρασμα είναι, ότι για να ενισχυθούν σημαντικά οι προοπτικές αποτελεσματικής διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, είναι αναγκαίο να ανασυγκροτηθεί και ενισχυθεί η Δασική Υπηρεσία προκειμένου να δρομολογηθούν οι απαιτούμενες δράσεις αντιπυρικής προστασίας. Εάν δεν περιοριστεί η πλεονάζουσα καύσιμη ύλη, ανεξάρτητα από τον αριθμό των εναερίων μέσων, οι μεγάλες πυρκαγιές θα σβήνουν στη θάλασσα.
7. Αποτέλεσμα της παγιωμένης αντίληψης και πρακτικής για την πρωτοκαθεδρία της φάσης τηςαντιμετώπισης, είναι και η εκτόξευση των δαπανών εκμίσθωσης μέσων αεροπυρόσβεσης χωρίς ανάλυση της σχέσης κόστους-οφέλους, συνεκτίμηση του ρίσκου καθήλωσής τους σε κρίσιμες φάσεις εξέλιξης των πυρκαγιών (επιχειρησιακοί περιορισμοί λόγω έντασης ανέμου και νύχτας) καθώς και του γεγονότος ότι η αποτελεσματικότητά τους περιορίζεται σημαντικά όσο αυξάνεται η χρονική απόσταση από τη φάσηεκδήλωσης της πυρκαγιάς αλλά και από τη μορφολογία του εδάφους. Σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος των εναερίων μέσων στη δασοπυρόσβεση. Αναζητείται η ισορροπία η οποία έχει χαθεί. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σύνθετου πάζλ της αντιμετώπισης, αλλά από μόνα τους δεν σβήνουν τις πυρκαγιές, αν δεν υπάρξει συνδυασμένη και συντονισμένη δράση με τις επίγειες δυνάμεις. Από την άποψη αυτή, είναι επιχειρησιακά ασυμβίβαστο και ακατανόητο, από τη μια μεριά οι δαπάνες εκμίσθωσης εναερίων μέσων να έχουν εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα ύψη (και για τον επιπλέον λόγο ότι τα εναέρια μέσα «γράφουν» στις οθόνες των τηλεοράσεων) και από την άλλη, το Π.Σ να αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα έλλειψης προσωπικού καθώς και πρόβλημα γήρανσης σημαντικού μέρους του στόλου των πυροσβεστικών οχημάτων του, παράγοντες που περιορίζουνσημαντικά την ικανότητά του να επιχειρεί στο πεδίο.
8. Το δίπτυχο με το οποίο εγκαινιάζεται η επιχειρησιακή δράση έχει παγιωθεί πλέον και είναι το «112 – προληπτική απομάκρυνση του πληθυσμού». Η κατάχρησή του, η οποία είναι πλέον περισσότερο από εμφανής, προδίδει το γεγονός ότι οι ανάγκες επικοινωνίας βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα. Θα πρέπει να τονιστεί για πολλοστή φορά, ότι είναι θέμα καθαρά τύχης που δεν θρηνήσαμε μέχρι τώρα θύματα εξαιτίας της πρακτικής αυτής. Η απομάκρυνση του πληθυσμού, είναι από τα πλέον ευαίσθητα και πολύπλοκα ζητήματα της ΠΠ και για το λόγο αυτό αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας διεθνώς. Όταν υλοποιείται στον κατάλληλο χρόνο και στη βάση σχεδίου το οποίο έχει εκπονηθεί εκ των προτέρων, λαμβάνοντας υπόψη πλήθος παραμέτρων και όταν το σχέδιο αυτό έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό σε ασκήσεις, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την προστασία της ζωής όταν πλησιάζει ο κίνδυνος. Δυστυχώς, στην περίπτωση της χώρας μας δεν προβλέπονται και κατά συνέπεια δεν εκπονούνται από τους Δήμους σχέδια οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης του πληθυσμού. Άρα αυτό που γίνεται στην πράξη είναι εκκενώσεις πληθυσμού χωρίς σχέδιο, που με βάση τη διεθνή αλλά και τη δική μας εμπειρία, εγκυμονούν σοβαρότατο κίνδυνο απωλειών ανθρώπινης ζωής για τους εξής λόγους:
α. Οδηγούν σε χαοτικές καταστάσεις, καθώς οι κάτοικοι δεν γνωρίζουν πώς να αντιδράσουν ή πού ακριβώς να πάνε. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε κυκλοφοριακή συμφόρηση, καθυστερήσεις στην έξοδο από την πληγείσα περιοχή και αυξημένο κίνδυνο παγίδευσης στη διαδρομή της πυρκαγιάς. Στις πυρκαγιές του 2018 στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, οι κάτοικοι αντιμετώπισαν χαοτικές εκκενώσεις, που οδήγησαν σε 85 θανάτους. Στις πυρκαγιές της Ηλείας του 2007 χάθηκαν πυροσβέστες και κάτοικοι, για το λόγο ότι στη φάση της απομάκρυνσης οδηγήθηκαν σε περιοχή όπου παγιδεύτηκαν από την πυρκαγιά.
β. Έχουν σοβαρό αντίκτυπο στους ευάλωτους πληθυσμούς, επηρεάζοντας δυσανάλογα ηλικιωμένους, άτομα με αναπηρία και άτομα με περιορισμένη κινητικότητα, για τα οποία απαιτείται να είναι γνωστό εκ των προτέρων το είδος της υποστήριξης που απαιτείται για να απομακρυνθούν με ασφάλεια. Στις πυρκαγιές της Βικτώριας το 2009 (Αυστραλία), υπήρξαν τραγικές απώλειες ηλικιωμένων και κατοίκων με αναπηρία λόγω ανεπαρκούς υποστήριξης στη φάση της εκκένωσης.
γ. Επιβαρύνουν δυσανάλογα τους πρώτους ανταποκριτές εκτρέποντας πολύτιμους πόρους από τις προσπάθειες πυρόσβεσης.
δ. Δεν είναι γνωστές, χωρίς προηγούμενη λεπτομερή μελέτη, οι περιοχές υψηλού κινδύνου με αποτέλεσμα η φάση της εκκένωσης να βρίσκει τον τοπικό πληθυσμό απροετοίμαστο και ευάλωτο. Στις πυρκαγιές Pedrógão Grande και Góis της Πορτογαλίας το 2017, η αποτυχία εντοπισμού περιοχών υψηλού κινδύνου είχε ως αποτέλεσμα 66 θανάτους.
Κλείνοντας, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η παρέμβαση αυτή γίνεται με την ελπίδα ότι δεν θα αποκτήσει «επετειακό» χαρακτήρα – να την επαναφέρουμε δηλαδή έπειτα από κάθε μεγάλη καταστροφή για να ξεχαστεί λίγες μέρες αργότερα – αλλά θα συμβάλλει σ’ ένα ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για τα σοβαρά αυτά ζητήματα, ο οποίος επιτέλους θα πρέπει να ανοίξει όταν κοπάσει η τρικυμία.
* Ως εξειδίκευση σε επίπεδο ΕΕ του πλαισίου Σεντάϊ του ΟΗΕ.