Στην δημοσιότητα δόθηκε την Παρασκευή (28/7) το περιεχόμενο της επιστολής της Επιτρόπου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Ντούνια Μιγιάτοβιτς, προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αναφορικά με το ναυάγιο της Πύλου, στο οποίο τονίζεται ότι “είναι υψίστης σημασίας η διεξαγωγή ερευνών ικανών να ρίξουν φως στις συνθήκες του συμβάντος και να οδηγήσουν στη διαπίστωση των γεγονότων και, όπου χρειάζεται, στην τιμωρία των υπευθύνων”. Σε απάντηση, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Δημήτρης Καιρίδης, εκ μέρους του πρωθυπουργού, περιέγραψε το εύρος των ενεργειών προς τη διερεύνηση των συνθηκών του ναυαγίου, από τη Δικαιοσύνη και τα όργανα της Πολιτείας, αλλά και τις συνθήκες υποδοχής των διασωθέντων και της πρόσβασης τους στις διαδικασίες ασύλου.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή του υπουργού, σχετικά με την Ελληνική Ακτοφυλακή (Ελληνικό Λιμενικό Σώμα), η διάσωση των ζωών είναι “κορυφαία προτεραιότητα”, το οποίο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι την περίοδο 2015-2023 διασώθηκαν 245.000 μετανάστες σε πάνω από 1.800 επιχειρήσεις Έρευνας και Διάσωσης (SAR – Search and Rescue) και ήταν η “επιχειρησιακή κατευθυντήρια γραμμή” στην περίπτωση του ναυαγίου της Πύλου.
Υποχρέωση της Ελλάδας η διεξαγωγή αποτελεσματικών ερευνών
Στην επιστολή της Επιτρόπου, σημειώνεται ιδιαίτερως ότι “η Ελλάδα έχει τη νομική υποχρέωση να διεξάγει αποτελεσματικές έρευνες για το ναυάγιο της Πύλου, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων από 80 ατόμων με πολλές εκατοντάδες να αγνοούνται, για να διαπιστωθούν τα γεγονότα και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να οδηγηθούν στην τιμωρία των υπευθύνων”.
Η Μιγιάτοβιτς αναφέρει εκτενώς το νομικό καθεστώς, από το οποίο πηγάζει η υποχρέωση αυτή όλων των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης, τονίζοντας ότι αφορά μία υποχρέωση που “οι επιζώντες το αξίζουν, όπως και οι συγγενείς των θυμάτων και όλοι εμείς που ζούμε στην Ευρώπη”.
Υπενθύμισε πρώτα ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Στρασβούργο), στην υπόθεση Safi and Others v. Greece, διευκρίνισε τις παραμέτρους μιας αποτελεσματικής έρευνας για ένα παρόμοιο γεγονός και σημείωσε ότι η “ανεξαρτησία είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των συγγενών των θυμάτων, των επιζώντων, του κοινού και των διεθνών εταίρων της Ελλάδας”, ενώ τονίζει ότι “οι έρευνες δεν μπορούν να περιοριστούν στο ρόλο των φερόμενων λαθρεμπόρων”, ζητώντας “διευκρινίσεις για το εύρος των ερευνών που ξεκίνησαν μετά το ναυάγιο”.
Ανησυχία για άσκηση πιέσων στους επιζώντες
Έπειτα, δήλωσε ότι ανησυχεί “για αναφορές για ασκήσεις πιέσεων σε επιζώντες” και “για ισχυρισμούς για παρατυπίες στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών, που μπορεί να οδήγησαν σε ελαχιστοποίηση της εστίασης σε ορισμένους παράγοντες αυτής της τραγωδίας, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού Λιμενικού Σώματος”, αναφερόμενη σε καταγγελίες διασωθέντων και διεθνών μέσων ενημέρωσης είπε ότι “θα ήταν χρήσιμο να δοθούν διευκρινίσεις για το εύρος της έρευνας που ξεκίνησε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και για το εάν, επιπλέον, ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου ερευνά την ενδεχόμενη ευθύνη του Λιμενικού Σώματος”.
Αναφορικά με το δικαίωμα των οικογενειών των αγνοουμένων να μάθουν την αλήθεια, η Μιγιάτοβιτς ζήτησε πληροφορίες, σχετικά με τις προσπάθειες που γίνονται για να “διασφαλιστεί ότι τα λείψανα των αποθανόντων μεταναστών εντοπίζονται, γίνονται σεβαστά, ταυτοποιούνται και θάβονται”, εκφράζοντας την ανησυχία της για τους περιορισμούς στην ελευθερία μετακίνησης των επιζώντων και τον τρόπο με τον οποίο έχουν διεξαχθεί οι συνεντεύξεις για το άσυλο. Ζήτησε πληροφορίες για συγκεκριμένα μέτρα που έχει πάρει η Ελλάδα, για να τηρήσει τις υποχρεώσεις της για τα ανθρώπινα δικαιώματα για τις συνθήκες υποδοχής και την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου.
Γράφει η επίτροπος ότι “κατά την άποψή μου, το ναυάγιο της 14ης Ιουνίου δεν είναι δυστυχώς ένα μεμονωμένο περιστατικό” και αυτό “θα πρέπει να οδηγήσει σε επανεξέταση της προσέγγισης όσον αφορά την άφιξη των προσφύγων και των μεταναστών δια θαλάσσης σε πολιτικό, πολιτικό και πρακτικό επίπεδο”. Προτρέπει τον Μητσοτάκη να διασφαλίσει πως “Ελλάδα τηρεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις σχετικά με την έρευνα και τη διάσωση, τόσο βάσει του ναυτικού δικαίου όσο και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η Μιγιάτοβιτς “επαναλαμβάνει την έκκληση της προς την ελληνική κυβέρνηση να δημιουργήσει και να διατηρήσει ενεργά ένα ευνοϊκό νομικό πλαίσιο και ένα πολιτικό και δημόσιο περιβάλλον που ευνοεί την ύπαρξη και τη λειτουργία των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και το έργο των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ερευνητών δημοσιογράφων” και να λάβει τέλος ” ποινικοποίησή τους και άλλες μορφές παρενόχλησης”.
Η απάντηση Καιρίδη
Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης στην επιστολή του εκφράζει “βαθύτατο σεβασμό” για την αποστολή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, καθώς αφορά “αξίες που θεωρούμε, σε μεγάλο βαθμό, δεδομένες στην ευρωπαϊκή ήπειρο», και «που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής”.
Σημειώνει ότι “η πρόσφατη τραγωδία στη Μεσόγειο είναι μια υπενθύμιση του γεγονότος ότι αυτό που εμείς στην Ευρώπη θεωρούμε ως κανόνα, δεν ισχύει για ένα σημαντικό μέρος του κόσμου”, καθώς “απελπισμένοι άνθρωποι αναλαμβάνουν επικίνδυνα ταξίδια παράτυπης μετανάστευσης, πέφτοντας θύματα εγκληματικών συνδικάτων λαθρεμπορίου, που υπερφορτώνουν μη αξιόπλοα πλοία σε ακτές που οι αρχές επιβολής του νόμου δεν έχουν πρόσβαση”.
Η τραγωδία στην Πύλο προκάλεσε μια “φρενίτιδα κριτικής”, η οποία, δηλώνει, ότι σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν πολιτικά κίνητρα από υποστηρικτές μιας ατζέντας “ανοιχτών συνόρων”, που κηρύττουν ότι όλες αυτές οι τραγωδίες μπορούν να αποφευχθούν, αυξάνοντας την ικανότητα Έρευνας και Διάσωσης (SAR). “Αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσο τα εγκληματικά δίκτυα θέτουν ανθρώπινες ζωές σε κίνδυνο, θα χαθούν περισσότερες ζωές” υποστήριξε, υπογραμμίζοντας ότι “για να σώσουμε ζωές, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, να παραβιάσουμε το επιχειρηματικό μοντέλο (business model) των λαθρεμπόρων και να αυξήσουμε τις νόμιμες οδούς”.
Έπειτα τονίζει ότι το Ελληνικό Λιμενικό-Ελληνική Ακτοφυλακή έχει κάνει χιλιάδες επιχειρήσεις Έρευνας και Διάσωσης (SAR), καταφέρνοντας να σώσει εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, κάτι που “δυστυχώς, σημειώνω ότι αυτό το γεγονός συχνά παραβλέπεται”. Δήλωσε ότι “η διάσωση ζωών σε κίνδυνο είναι η κορυφαία προτεραιότητα του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, κάτι που επιβεβαιώνεται από τους 245.000 μετανάστες που διασώθηκαν την περίοδο 2015-2023 σε περισσότερες από 1800 επιχειρήσεις SAR”.
Και η διάσωση ζωών σε κίνδυνο ήταν η επιχειρησιακή κατευθυντήρια γραμμή της Ελληνικής Ακτοφυλακής, η οποία ξεκίνησε την επιχείρηση SAR που πραγματοποιήθηκε στα διεθνή ύδατα στα ανοικτά των ακτών της Πύλου, κατά τη θητεία της μεταβατικής κυβέρνησης, όπως αναφέρεται στην επιστολή.
Τονίζει, επιπλέον ότι οι επιζώντες οδηγήθηκαν στο κέντρο υποδοχής της Μαλακάσας, όπου έλαβαν όλα τα προνόμια ενός αιτούντος άσυλο και επωφελήθηκαν από ταχείες διαδικασίες ασύλου. Επιπλέον, η Ελληνική Μονάδα του Δουβλίνου ξεκίνησε τη διεκπεραίωση αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης, αποστέλλοντας τα στις αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών της ΕΕ. “Τέτοια αιτήματα εκκρεμούν ακόμη”, όπως σημειώνει στην επιστολή του ο Καιρίδης.
Η κριτική των ΜΜΕ και ο ρόλος των ΜΚΟ
Σχετικά με αναφορές στα διεθνή ΜΜΕ, υποστήριξε πως “ως ελεύθερη κοινωνία, τρέφουμε τον μεγαλύτερο σεβασμό για τον ρόλο του Τύπου και παίρνουμε πολύ σοβαρά την εποικοδομητική κριτική” και “ως εκ τούτου, έχει ξεκινήσει ανεξάρτητη δικαστική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας εκκρεμούν επί του παρόντος”, ενώ περαιτέρω, έχει δοθεί εντολή από τον εισαγγελέα του ΑΠ προς τους αρμόδιους δικαστικούς (εισαγγελέας Ναυτοδικείου) να διερευνηθεί η συμπεριφορά του Λιμενικού Σώματος κατά την εν λόγω επιχείρηση Έρευνας και Διάσωσης (SAR).
Τέλος, χαιρετίζει τον σημαντικό ρόλο της κοινωνίας των πολιτών, υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση “συνεργάζεται εκτενώς με σημαντικό αριθμό ΜΚΟ που παρέχουν πολύτιμη τεχνογνωσία και γνώση”, κυρίως αναφορικά με την ένταξη. “Περιθάλπουμε αυτή τη διευρυνόμενη συνεργασία. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με όλα τα νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι ΜΚΟ και τα μέλη τους πρέπει να συμμορφώνονται με τη νομοθεσία”, καταλήγει στην επιστολή, αναφέροντας ότι παραμένει στη διάθεσή της.