Οι ισολογισμοί που δημοσιεύτηκαν απαντούν πόσο αυξήθηκε το χρέος αυτό, τα κόμματα ωστόσο μάλλον οφείλουν να απαντήσουν στους πολίτες και γιατί αυτό αυξήθηκε.
Δανάη Κολτσίδα*
Δημοσιεύτηκαν, όπως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία, οι ισολογισμοί των πολιτικών κομμάτων για το 2022 και μαζί (ξαν)άνοιξε η συζήτηση για τον υπέρογκο δανεισμό της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία των ισολογισμών τους και τα δύο αυτά κόμματα αύξησαν σημαντικά τα χρέη τους από τραπεζικά δάνεια (κατά πάνω από 40 εκατομμύρια ευρώ ή πάνω από 11% έκαστο) σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά (2021), φτάνοντας αθροιστικά να οφείλουν πάνω από 800 εκατομμύρια ευρώ.
Είτε αυτή η αύξηση οφείλεται σε συσσώρευση οφειλών από τόκους είτε -ακόμα χειρότερα- από νέο δανεισμό, από μόνο του το ύψος και η πορεία του δανεισμού των δύο αυτών κομμάτων, άλλοτε πυλώνων του δικομματισμού στη χώρα, ήταν και παραμένει ένα τεράστιο θέμα. Τα βασικά ερωτήματα είναι τέσσερα.
Πώς και γιατί αυξήθηκε το τραπεζικό χρέος ΝΔ και ΠΑΣΟΚ;
Το πρώτο ερώτημα -που αφορά την πρόσφατη είδηση που προαναφέρθηκε- είναι πώς και γιατί αυξήθηκε, αντί να μειώνεται ως όφειλε, το τραπεζικό χρέος των δύο αυτών κομμάτων.
Οι ισολογισμοί που δημοσιεύτηκαν απαντούν πόσο αυξήθηκε το χρέος αυτό, τα κόμματα ωστόσο μάλλον οφείλουν να απαντήσουν στους πολίτες και γιατί αυτό αυξήθηκε.
Η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα που ως κυβέρνηση ψήφισε το 2019 το «Σχέδιο Ηρακλής» και το 2020 τον νέο «δρακόντειο» πτωχευτικό νόμο, με αποτέλεσμα σήμερα χιλιάδες οφειλέτες να αντιμετωπίζουν μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, ακόμα και για μικρές οφειλές, με τα funds να μην υποχρεούνται να έρθουν σε απόπειρα ρύθμισης και την πρώτη κατοικία να έχει αφεθεί σχεδόν απροστάτευτη. Οφείλει λοιπόν να απαντήσει, όπως και το ΠΑΣΟΚ,με ποιον τρόπο η ίδια συνεχίζει ανενόχλητη να αυξάνει το χρέος της, αν και χρωστάει ήδη εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, έναντι των οποίων δεν υπάρχει καμία εμπράγματη ή άλλη εγγύηση αποπληρωμής.
Πώς δημιουργήθηκε το χρέος αυτό;
Το δεύτερο ερώτημα ανατρέχει μεν στο παρελθόν, καθώς τα δάνεια αυτά συσσωρεύθηκαν σε προηγούμενες περιόδους και πριν την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου το 2014 και κυρίως το 2017, είναι όμως πολιτικά -και όχι μόνο- ιδιαίτερα σημαντικό και οπωσδήποτε εύλογο: πώς δημιουργήθηκε το χρέος αυτό;
Τη στιγμή που -ακόμα και στις εποχές που η ρευστότητα παρέχονταν από τις τράπεζες αφειδώς- και το μικρότερο δάνειο προϋπέθετε έναν έστω υποτυπώδη έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας του ενδιαφερομένου, τη στιγμή που λίγες χιλιάδες ευρώ απαιτούσαν την παροχή εμπράγματης εξασφάλισης (υποθήκης), με ποια κριτήρια οι τράπεζες ενέκριναν τη χορήγηση δανείων πολλών δεκάδων και εκατοντάδων τελικά εκατομμυρίων ευρώ στα (τότε) κυβερνώντα πολιτικά κόμματα, με μοναδική «εγγύηση» τις μελλοντικές απαιτήσεις τους από την κρατική χρηματοδότηση; Ποιος και με ποιο δικαίωμα προεξοφλούσε (και με τη στενή οικονομική έννοια του όρου) τη μελλοντική λαϊκή βούληση;
Αν, όπως μας λένε συχνά όσοι υπεραμύνονται των πλειστηριασμών σε βάρος μικρο-οφειλετών, «οι τράπεζες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα» και άρα λειτουργούν με ορθολογικούς κανόνες που διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους, τι είδους συμφέροντα και τίνος εξυπηρετούσε η χορήγηση των δανείων αυτών, που με αμιγώς οικονομικά κριτήρια δεν βγάζουν απολύτως κανένα νόημα για τα τραπεζικά ιδρύματα που τα χορήγησαν;
Πρόκειται για μια εξόφθαλμη και άνευ προηγουμένου σύγκρουση συμφερόντων. Οι δανειοδοτούμενοι (εν προκειμένω τα δύο αυτά πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονταν στη διακυβέρνηση της χώρας ως το 2015) θέσπισαν οι ίδιοι το νομοθετικό πλαίσιο που επέτρεπε τον άνευ όρων δανεισμό τους. Ενώ, όταν η «φούσκα» αυτή «έσκασε» και η κοινή γνώμη αλλά και η βουλή άρχισε να διερευνά το τι συνέβη, έσπευσαν ήδη από το 2013 με βουλευτική τροπολογία που έγινε αποδεκτή από την τότε κυβέρνηση, να δώσουν αναδρομικά ασυλία στα τραπεζικά στελέχη που χορήγησαν τα εν λόγω δάνεια.
Στη συγκεκριμένη πρακτική, εξάλλου, η Νέα Δημοκρατία εμμένει μέχρι και σήμερα, διευρύνοντας το πεδίο της εν λόγω ασυλίας με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα του 2019, που απασχόλησαν την επικαιρότητα και πρόσφατα, κατά τις προγραμματικές δηλώσεις…
Πού χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα που αντλήθηκαν μέσα από τον θηριώδη τραπεζικό δανεισμό;
Το τρίτο ερώτημα αφορά ένα θέμα που συνήθως περνάει «στα ψιλά» της συζήτησης για τον τραπεζικό δανεισμό των κομμάτων, παρ’ όλο που στην πραγματικότητα έχει πολύ σημαντικότερες πολιτικές προεκτάσεις από αυτό καθεαυτό το ζήτημα του χρέους.
Ο τραπεζικός δανεισμός των δύο πυλώνων του πάλαι ποτέ δικομματισμού διογκώθηκε και συσσωρεύθηκε την ίδια περίοδο που η κρατική χρηματοδότηση -η οποία κατευθύνονταν, βάσει εκλογικών ποσοστών, επίσης στα ίδια δύο μεγάλα τότε κόμματα- αυξήθηκε κατακόρυφα. Συγκεκριμένα, από το 2002 και μετά -με διακυμάνσεις ανάλογα με τον εκλογικό κύκλο- η κρατική χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων ακολουθεί ανοδική πορεία, φτάνοντας τα 85 εκατομμύρια ευρώ το 2009, τη στιγμή που το 2002 ήταν λίγο πάνω από 40 εκατομμύρια. Με άλλα λόγια, την ίδια περίοδο αυξήθηκε τόσο η κρατική όσο και η ιδιωτική (μέσω τραπεζικού δανεισμού) χρηματοδότηση που εισέρρεε άφθονη στα ταμεία των τότε δύο μεγάλων κομμάτων.
Τι έγιναν λοιπόν όλα αυτά τα χρήματα;
Η προφανής υπόθεση που μπορεί να κάνει κάποιος είναι ότι, προϊούσης της κρίσης αντιπροσώπευσης, όσο μειωνόταν τα κοινωνικά ερείσματα και η πολιτική νομιμοποίηση του τότε δικομματισμού, τόσο αυξάνονταν τα ποσά που ξοδεύονταν από τα κόμματα αυτά σε διαφήμιση, επικοινωνιακή προβολή, δημόσιες σχέσεις κ.λπ., προκειμένου να εξασφαλίζουν την κοινωνική στήριξη ή ανοχή. Και όλα αυτά, σε μία περίοδο που παράλληλα είχαν πρόσβαση στους (τότε άφθονους) κρατικούς πόρους, λόγω της συμμετοχής τους στη διακυβέρνηση.
Παρ’ όλα αυτά, η ερώτηση εύλογα παραμένει εύλογη και απαιτεί επίσης συγκεκριμένες απαντήσεις: Πού ξοδεύτηκαν τόσες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ;
Πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά τον πυρήνα της δημοκρατίας. Αφ’ ενός, γιατί ένα τόσο μεγάλο οικονομικό πλεονέκτημα de facto νόθευε τον κομματικό ανταγωνισμό, αφού η πρόσβαση των μικρότερων κομμάτων τόσο στην κρατική χρηματοδότηση όσο και, κυρίως, σε τραπεζικό δανεισμό ήταν σαφώς πιο περιορισμένη έως ανύπαρκτη και πάντως με πολύ δυσμενέστερους όρους, με ό,τι αυτό συνεπάγονταν για τις δυνατότητές τους να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Αφ’ ετέρου, γιατί μια τέτοιων οικονομικών διαστάσεων επένδυση σε καμπάνιες και άλλου είδους προβολή άλλαξε τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο γίνεται πολιτική: έπαψε να είναι πια υπόθεση των πολλών και έγινε υπόθεση των (καλοπληρωμένων) «ειδικών» και διαφημιστών.
Πώς θα αποπληρωθούν τα δάνεια αυτά;
Κι επειδή η συζήτηση για το παρελθόν έχει τεράστια πολιτική σημασία , αλλά δεν πρέπει να επισκιάζει το παρόν και το μέλλον, το τέταρτο ερώτημα είναι πώς σκοπεύουνη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να απομειώσουν και τελικά να εξοφλήσουν αυτό το τεράστιο χρέος.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα κόμματα δεν είναι επιχειρήσεις και δεν νοείται σε μια δημοκρατική πολιτεία να πτωχεύουν και να βάζουν «λουκέτο» για οικονομικούς λόγους -ειδικά όταν μιλάμε για κόμματα που εκπροσωπούν μια σεβαστή μερίδα του εκλογικού σώματος σήμερα. Όμως, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί επίσης να γίνει ανεκτό το ενδεχόμενο το χρέος αυτό απλώς να διαιωνίζεται και άρα de factoνα χαριστεί έμμεσα και σιωπηρά.
Υπενθυμίζεται ότι αμέσως μετά την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί την εξυγίανση των οικονομικών του κόμματος και την αποπληρωμή του χρέους. Λίγο καιρό μετά, το κόμμα ανακοίνωσε διθυραμβικά τη δραστική μείωση του λειτουργικού του κόστους. Στη συνοπτική έκθεση οικονομικών πεπραγμένων για το 2017, που είναι αναρτημένη στη σελίδα του κόμματος, αναφέρεται: «Εξετάζοντας το λειτουργικό αποτέλεσµα για το 2017 φαίνεται καθαρά ότι ο στόχος του προγράµµατος λειτουργικής εξυγίανσης του κόµµατος έχει επιτυχώς ολοκληρωθεί. […] Το συνολικό ποσό που έλαβε το κόµµα κατά το 2017 ως κρατική επιχορήγηση χρησιµοποιήθηκε για αποπληρωµή των δανείων και οφειλών παρελθουσών χρήσεων. […] Ο στόχος της λειτουργικής αυτοτέλειας του κόµµατος από την κρατική επιχορήγηση έχει επιτευχθεί και µε τη χρονική ολοκλήρωση των εκχωρηµένων κρατικών επιχορηγήσεων θα ακολουθήσει η αναγκαία συµφωνία µε τις τράπεζες για τις συνολικές δανειακές απαιτήσεις». Τι συνέβη έκτοτε και ο δανεισμός αυξήθηκε; Σταμάτησε η εξυγίανση και αυξήθηκε εκ νέου το λειτουργικό κόστος του κόμματος; Ανακατευθύνθηκε η κρατική χρηματοδότηση στην εξυπηρέτηση του λειτουργικού κόστους, αντί της αποπληρωμής των δανείων, όπως είχε εξαγγελθεί ότι θα γίνει;
Σε κάθε περίπτωση, η εξυπηρέτηση του συγκεκριμένου χρέους -παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο και μη θεμιτό με δημοκρατικούς όρους να διασφαλιστεί με νομικά μέσα, οδηγώντας δηλαδή ένα πολιτικό κόμμα σε «πτώχευση»- αποτελεί, ή θα έπρεπε να αποτελεί, μείζον ζήτημα πολιτικής και ηθικής τάξης για τα κόμματα αυτά κυρίως απέναντι στους πολίτες. Στους πολίτες με τα χρήματα των οποίων αναχρηματοδοτήθηκαν οι τράπεζες που δημιούργησαν μια τρύπα πολλών εκατοντάδων ευρώ μόνο από τον δανεισμό δύο κομμάτων. Στους πολίτες που δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό ή αντιμετωπίζουν πλειστηριασμούς σε βάρος τους, ακόμα και για οφειλές λίγων εκατοντάδων ή λίγων χιλιάδων ευρώ. Στους πολίτες που εύλογα δικαιούνται να αναρωτηθούν πόσο χρηστά διαχειρίζεται τα οικονομικά της χώρας ένα κόμμα που δεν φαίνεται να μπορεί να βάλει σε τάξη τα του οίκου του.
Το Σύνταγμά μας αντιμετωπίζει τα πολιτικά κόμματα (άρθρο 29) ως έναν από τους πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και με την έννοια αυτή, η χρηστή οικονομική τους διαχείριση, η διαφάνεια στη λειτουργία τους και, κυρίως, η με όρους νομιμότητας και ισότητας πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση είναι υπόθεση όλων μας.
*Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός και πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ
πηγή: ieidiseis.gr