«Το πλεονέκτημα της Χάγης είναι ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει τα μέρη. Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο σπάνια ικανοποιεί όλους. Μπορεί όμως να φέρει μια νέα τάξη – η δυσαρέσκεια κάποιου μπορεί να έχει επιπτώσεις στα άλλα επίμαχα ζητήματα» αναφέρει σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ ο Μουράτ Ασλάν.
Οικανός αριθμός διαφορών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μάς οδηγεί σε ένα ταξίδι εξέτασης του πολυεπίπεδου και πολύπλοκου πεδίου των εν λόγω μακροχρόνιων ζητημάτων. Κάθε φορά που οι μελετητές είναι αποφασισμένοι να ξεκινήσουν μια πρωτοβουλία σε δεύτερο επίπεδο, η φύση των προβλημάτων και οι αντιλήψεις των μερών καθυστερούν τις αποστολές καλής θέλησης.
Μετά από πολλά χρόνια ανταγωνισμού και ενίοτε τριβών, η πιθανότητα να οδηγηθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές ενώπιον του Δικαστηρίου έχει συζητηθεί κατά καιρούς από αναλυτές και πολιτικούς. Πρέπει όμως να διερευνήσουμε αν είναι εφικτή ή όχι η επίλυση των διαφορών.
Το πλεονέκτημα της Χάγης είναι ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει τα μέρη. Από την άλλη πλευρά, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο σπάνια ικανοποιεί όλους. Μπορεί όμως να φέρει μια νέα τάξη – η δυσαρέσκεια κάποιου μπορεί να έχει επιπτώσεις στα άλλα επίμαχα ζητήματα.
Η προσφυγή στο Δικαστήριο απαιτεί σαφείς διαδικασίες. Σε περίπτωση που η Τουρκία και η Ελλάδα συμφωνήσουν να προσφύγουν στο Δικαστήριο για οποιοδήποτε ζήτημα, πρέπει να ετοιμάσουν κοινό φάκελο. Υπό αυτή την έννοια, πρέπει να υπάρχει σαφής κατανόηση του «ποιο είναι το πρόβλημα» ή «σε ποιες ρυθμίσεις πρέπει να αναφερθούν». Λοιπόν, αυτό δεν είναι εύκολο. Η ελληνική πλευρά θα απορρίψει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία για τα νησιά, τις βραχονησίδες και τους βράχους στο Αιγαίο, ενώ η Τουρκία θα επιμείνει.
Οι σημερινές «διερευνητικές» συνομιλίες βρίσκονται σε αρχικό στάδιο, στο οποίο η Ελλάδα και η Τουρκία απέχουν πολύ από το να έχουν κοινή αντίληψη για το ποια είναι τα προβλήματα. Ως εκ τούτου, είναι ασαφές αν μπορεί να υπάρξει αμοιβαία συμφωνία για τη σύναψη κοινού συνυποσχετικού προς τα μέλη του Δικαστηρίου.
Επιπλέον, το ιστορικό περί της προσφυγής στο Δικαστήριο αποδεικνύει περίτρανα ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές θεωρούνται συνήθως ως αυτές που πρέπει να επιλυθούν με διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο. Από τη στιγμή που αφορά την προηγούμενη ελληνική παρέκκλιση από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, δεν είναι σαφές αν το Δικαστήριο θα δεχθεί το συνυποσχετικό των δύο χωρών.
Ενα άλλο πρόβλημα είναι η αντίφαση μεταξύ της σύγχρονης και της παλιάς εποχής. Οι πολιτικοί και των δύο χωρών αξιολογούν την υπάρχουσα εικόνα των διαφορών. Ομως, μια δίκαιη και βιώσιμη λύση των προβλημάτων απαιτεί μια εξέταση με βάση τη διαχρονικότητα και τον χώρο. Η χρονικότητα υποδηλώνει την εποχή κατά την οποία συνήφθησαν οι συμφωνίες, ενώ ο χώρος φέρνει τις αξίες στην περιοχή. Ως εκ τούτου, θα υπάρξει μεγάλη διαφωνία σχετικά με το αν οι κανόνες των αρχών του 1900 ή του 2020 θα αποτελέσουν τη βάση για την προετοιμασία και την υποβολή φακέλου στο Δικαστήριο.
Είναι γεγονός ότι είτε οι πολιτικοί είτε το κοινό σπάνια αναλογίζονται τη διάθεση του παρελθόντος, αλλά επικεντρώνονται στα υφιστάμενα ζητήματα. Το Δικαστήριο, από την άλλη πλευρά, εστιάζει μηχανικά στα πραγματικά περιστατικά. Υπό αυτή την έννοια, τα ελληνοτουρκικά προβλήματα εξακολουθούν να είναι πρόωρο για να παραπεμφθούν στο Δικαστήριο, αν ληφθούν υπόψη η πολυπλοκότητα των προβλημάτων, η (σχεδόν) αδυναμία σύνταξης συνυποσχετικού (φάκελος κοινής αίτησης) και η στάση του Δικαστηρίου.
Είναι προφανές ότι και οι δύο χώρες δεν μπορούν να συμφωνήσουν για το ποια από τα εν λόγω ζητήματα θα μπορούσαν να υποβληθούν στο Δικαστήριο. Οι διερευνητικές συνομιλίες δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν καλά ούτε καν να προσδιορίσουν ποια είναι τα προβλήματα. Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει σημαντική πρόοδος, πρώτα για τον τρόπο διαχείρισης των υπαρχουσών διαφορών και, στη συνέχεια, διαπραγμάτευση με καλή πίστη.
Ο κ. Μουράτ Ασλάν είναι αναπληρωτής καθηγητής, μέλος ΔΕΠ στο Πανεπιστήμιο Hasan Kalyoncu και ανώτερος ερευνητής στο Ινστιτούτο SETA.