Η υπόθεση της δολοφονίας του Μιχάλη Κουτσούρη φαίνεται ότι έχει διαστάσεις πέρα από τα προφανή. Μέχρι στιγμής από τα όσα έρχονται στη δημοσιότητα μπορούν να σχολιαστούν τα εξής:
Της Σοφίας Βιδάλη*
1. Δεν πρόκειται για υπόθεση τυπικής οπαδικής βίας και μάλιστα, φαίνεται ότι ο οπαδισμός ακόμα και αυτός των οργανωμένων οπαδών, αποτελεί απλά ένα «κέλυφος» ή ένα πρόσχημα για να εκδηλωθούν άλλες δράσεις και να επιδιωχθούν άλλοι στόχοι.
2. Η ίδια η δολοφονία, τα γεγονότα στο πλαίσιο των οποίων εκτελέστηκε το έγκλημα αυτό και όσα ακολούθησαν (συγκέντρωση πλήθους οργανωμένων οπαδών, οργανωμένη πορεία- διαδρομή έως την τοποθεσία του εγκλήματος, καταδρομική επίθεση εναντίον πλήθους αγνώστων, σοβαρή προσβολή στη δημόσια τάξη, πρόκληση γενικότερου κινδύνου αλλά και βλάβης για το κοινό, εμπλοκή εκ του αποτελέσματος με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας), οδηγούν στη δυνατότητα θεώρησης του εγκλήματος αυτού ως μίας υπόθεσης τρομοκρατικού εγκλήματος με την ποινικοδογματική, αλλά και την εγκληματολογική διάσταση. Ειδικά η τελευταία διάσταση, μας βοηθά να κατανοήσουμε κίνητρα, αιτίες, και σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί και προκάλεσαν ή διευκόλυναν το έγκλημα αυτό. Υπό αυτήν την οπτική, οι αρμόδιες αρχές θα μπορούσαν να προσανατολίσουν ενδεχομένως την έρευνα (εφόσον προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία) και προς την κατεύθυνση του τρομοκρατικού εγκλήματος, αξιοποιώντας χρήσιμες εγκληματολογικές όψεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (πέρα από τον ατομικό καταλογισμό των πράξεων σε πρόσωπα).
3. Είναι πλέον σαφές με βάση δημόσιες δηλώσεις και έγκυρα δημοσιεύματα ότι οι ομάδες δραστών δεν εντάσσονται απλά σε οργανώσεις βίαιων οπαδών, αλλά έχουν και πολιτικές ιδεολογικές αναφορές και πρακτικές στο νέο-ναζισμό. Έγινε επίσης ευρέως γνωστό, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εμπλέκονται αυτές οι ομαδώσεις – οργανώσεις σε βίαια επεισόδια τέτοιου τύπου, με αιχμή του δόρατος νεοναζιστικές θέσεις. Έτσι, εκτός από τη δικαστική- ανακριτική έρευνα, η δολοφονία μας οδηγεί και σε μια άλλη εκτίμηση και ένα ερώτημα: μπορούμε μετά από τόσα περιστατικά τυφλής βίας, δολοφονίες, συστηματικούς εκφοβισμούς και επιθέσεις σε βάρος ανθρώπων που ανήκουν σε διακριτές ομάδες (φυλετικές, κοινωνικές, θρησκευτικές κλπ) να χαρακτηρίζουμε τη νεοφασιστική / νεοναζιστική βία αυτού του είδους, απλά με τον πολιτικό της προσδιορισμό; Αυτές οι επιθέσεις δεν έχουν τρομοκρατικό χαρακτήρα; Είναι ένα ερώτημα λοιπόν για ποιο λόγο φαινόμενα τρομοκρατίας εξακολουθούν να μην χαρακτηρίζονται ως τέτοια, ενώ η τρομοκρατία γενικά εξακολουθεί να ταυτίζεται με άλλες μορφές βίας, αλλά όχι με τον νεοναζισμό και το νεοφασισμό και τις ποικίλες πτυχές τους.
3. Επιπλέον προκύπτει, από τα όσα μέχρι τώρα έχουν γίνει γνωστά, ότι οι αδελφοποιήσεις μεταξύ ομάδων οργανωμένων οπαδών έχουν περαιτέρω διαστάσεις, που δεν σταματούν απλά στην «συνεργασία» οπαδών με επίκεντρο την υποστήριξη κάποιων ομάδων, αλλά αποκτούν και ιδεολογικές διαστάσεις, μέσω των οποίων διαπαιδαγωγείται κάθε νέος οπαδός μέλος των οργανώσεων αυτών και επίσης, σχεδιάζονται δράσεις με αποκλειστικά εγκληματικό χαρακτήρα: δικαίως επομένως, οι αρχές διερευνούν την περίπτωση στοιχειοθέτησης εγκληματικής οργάνωσης. Όμως εδώ θα άξιζε ένα επιπλέον σχόλιο. Θα πρέπει κάποτε να συνειδητοποιήσουμε, ότι το φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος στην πραγματική ζωή είναι πολύ ευρύτερο της τυποποίησής του ως εγκληματικής οργάνωσης στον ποινικό κώδικα. Είναι ένα πλέγμα σχέσεων (ένα σύστημα) με συγκεκριμένες παράνομες επιδιώξεις, πολιτικές και οικονομικές κατά περίπτωση, που διατρέχει όλο το φάσμα των κοινωνικών τάξεων και έχει απολήξεις στα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα, όσο και στα υποσυστήματα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αλλά και στους θεσμούς και γενικά αντανακλάται σε κοινωνικές σχέσεις. Τέτοιου τύπου συστήματα τροφοδοτούνται μεταξύ άλλων και από χαμηλών προσόντων «εργατικό δυναμικό», που σε πολλές περιπτώσεις αποκτά ένα ρόλο στη ζωή μέσα από την ένταξή του σε τέτοιες ομάδες, οι οποίες δεν είναι εμφανές ότι σχετίζονται με τον κλασσικό υπόκοσμο. Αυτός αναπαράγεται στη δημόσια ζωή με χολυγουντιανού τύπου στερεότυπα και έτσι δεν είναι εύκολες οι συνειδητοποιήσεις της οργανωμένης παρανομίας.
4. Η επικέντρωση λοιπόν μόνον στην καταστολή των εγκληματικών οργανώσεων απλά αναπαράγει το φαινόμενο και συσκοτίζει τις κοινωνικές αιτίες και τις κοινωνικές σχέσεις και τις συνθήκες που το παράγουν και το εμπεδώνουν στην κοινωνία. Στην περίπτωση που συζητάμε εδώ, κατ΄ αναλογία, βασικό ζητούμενο δεν είναι μόνον να εντοπιστούν οι δράστες- αυτουργοί, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις που καλλιέργησαν αυτές τις πρακτικές, όπως και το όφελος που αποκομίζεται από τέτοια γεγονότα για ένα ευρύτερο κύκλο σχέσεων. Και αυτό δεν εναπόκειται μόνον και αποκλειστικά στους αρμόδιους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν αναλάβει την υπόθεση: εμπλέκει και την κυβέρνηση (που θα πρέπει να στηρίξει τη δικαιοσύνη) και τους άλλους θεσμούς που έχουν θεσπιστεί για τη διευκόλυνση της έρευνας εντός και εκτός ποινικοκατασταλτικού συστήματος, αλλά και το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του, που καλείται να κατανοήσει το κοινωνικό φαινόμενο του οργανωμένου εγκλήματος.
Έτσι αν θέλουμε κάπως να αρχίσει να ρίχνεται κάποιο φως στην υπόθεση οι ευθύνες της αστυνομίας είναι μόνον η μία πλευρά του νομίσματος. Και εδώ η σοβαρή ερευνητική δημοσιογραφία ίσως έχει να επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο.
*Καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής,
Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.