Μπορεί να είναι δικαιολογημένη, αλλά θα μπορούσε επίσης να έχει τεράστιο κόστος για τη χώρα.
Του Jack Goldsmith
Το να βλέπουμε τον Ειδικό Εισαγγελέα Τζακ Σμιθ να ενάγει τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για τις κατακριτέες και πιθανώς εγκληματικές ενέργειές του όσον αφορά τις προεδρικές εκλογές του 2020 μπορεί να προσφέρει μια ικανοποίηση. Ωστόσο, η δίωξη, αν και μάλλον δικαιολογημένη, αποτελεί μια τραγική επιλογή που θα βαθύνει τις πληγές που προκάλεσαν στη χώρα οι πολλές ανομίες του κ. Τραμπ.
Το κατηγορητήριο του κ. Σμιθ σκιαγραφεί μια πραγματικά πειστική αλλά κάθε άλλο παρά νομικά στεγανή υπόθεση εναντίον του κ. Τραμπ. Η υπόθεση στηρίζεται στην καινοφανή ερμηνεία τριών ποινικών νόμων και εγείρει δύσκολα ερωτήματα για τις προθέσεις του κ. Τραμπ, την ελευθερία έκφρασης του λόγου του και τα όρια της προεδρικής εξουσίας. Εάν η δίωξη απορριφθεί (ειδικά εάν η δίκη ολοκληρωθεί μετά από μια εκλογική ήττα του κ. Τραμπ), θα πρόκειται για ιστορικών διαστάσεων φιάσκο.
Αλλά ακόμα κι αν η εισαγγελία καταφέρει να καταδικάσει τον κ. Τραμπ, πριν ή και μετά τις εκλογές, το κόστος για το νομικό και πολιτικό σύστημα θα είναι μεγάλο.
Δεν μπορεί δε να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η απαγγελία του κατηγορητηρίου από την κυβέρνηση Μπάιντεν έρχεται σε μια στιγμή που ο κ. Τραμπ, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, προηγείται με μεγάλη διαφορά για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και δίνει μάχη στήθος με στήθος με τον κ. Μπάιντεν, πιθανό υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος.
Αυτή η ιδιαίτερα ατυχής συγκυρία μοιάζει πολιτικά υποκινούμενη και έχει έντονες πολιτικές επιπτώσεις, ακόμη κι αν δεν υποκρύπτει πράγματι κομματικά κίνητρα. Και γι’ αυτό ευθύνεται η κυβέρνηση Μπάιντεν, δεδομένου ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης φέρεται να καθυστέρησε κατά ένα έτος την έρευνα για τον κ. Τραμπ και εν συνεχεία έσπευσε να ασκήσει δίωξη εναντίον του εν μέσω της κούρσας για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Αίσθηση που πιθανότατα θα ενταθεί εάν το επιτελείο του Μπάιντεν ή οι οπαδοί του χρησιμοποιήσουν τη δίωξη ως όπλο κατά του Τραμπ, εφόσον είναι υποψήφιος.
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της αθέμιτης μεροληψίας που επέδειξε το υπουργείο Δικαιοσύνης κατά την προηγούμενη έρευνά του, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, για τις σχέσεις του κ. Τραμπ με τη Ρωσία στις προεδρικές εκλογές του 2016. Ο γενικός επιθεωρητής του υπουργείου Δικαιοσύνης στηρίχθηκε τότε στις αντιτραμπικές εκθέσεις του επικεφαλής ερευνητή του FBI, στην κατάθεση ενός πρώην διευθυντή του FBI που διέβαλε τον κ. Τραμπ μέσω της παράτυπης αποκάλυψης εγγράφων και πληροφοριών του FBI, στις παράνομες ενέργειες αξιωματούχων του FBI και του υπουργείου Δικαιοσύνης προκειμένου να εξασφαλίσουν άδεια παρακολούθησης ενός συνεργάτη του Τραμπ και πολλά ακόμη, παρότι κατά την έρευνα δεν προέκυψαν τεκμηριωμένα στοιχεία για πολιτική υποκίνηση. Ο ατεκμηρίωτος φάκελος Steele, που έπαιξε ρόλο στη μετέπειτα έρευνα για τη Ρωσία και κυρίως στη δημόσια προβολή του θέματος, προέκυψε μετά από έρευνα της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών και του επιτελείου της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι Κλίντον.
Επιπλέον, είναι γνωστή η μεροληπτική στάση του υπουργείου απέναντι στον γιο του κ. Μπάιντεν, Χάντερ, όπου το υπουργείο Δικαιοσύνης για μια ακόμη φορά παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή περί αποφυγής ανάρμοστων ενεργειών κατά τη διάρκεια μιας πολιτικά ευαίσθητης έρευνας. Αξιόπιστες καταγγελίες κάνουν λόγο για αδικήματα και μεροληψίες κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, αν και ο διορισθείς από τον Τραμπ εισαγγελέας αρνείται τις κατηγορίες. Η δε συμφωνία του υπουργείου με τον Χάντερ απορρίφθηκε, εγείροντας υποψίες περί “ευνοϊκής συμφωνίας”, μετά τα ερωτήματα που έθεσε η αρμόδια ομοσπονδιακή δικαστής.
Το θέμα δεν είναι αν πρόκειται για “οφθαλμό αντί οφθαλμού”. Αφορά το πλαίσιο βάσει του οποίου μια μεγάλη μερίδα Αμερικανών θα κρίνει εάν είναι νόμιμη η δίωξη του κ. Τραμπ περί εκλογικής νοθείας από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αφορά τις συνθήκες που για πολλούς θα δείξουν εάν η δίωξη του κ. Τραμπ είναι πολιτικά υποκινούμενη. Κι όλα αυτά προτού οι οπαδοί του Τραμπ διογκώσουν και δυναμιτίσουν αυτές τις συνθήκες και το όλο πλαίσιο, εντείνοντας έτσι και τον αντίκτυπό τους.
Αυτοί είναι ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους το υπουργείο Δικαιοσύνης μετά από αυτήν τη δίωξη, ανεξαρτήτως του πόσο δικαιολογημένα είναι τα κίνητρά του, πιθανότατα θα καταλήξει να θεωρείται από μια μεγάλη μερίδα πολιτών ένας, αμετάκλητα πλέον, πολιτικός θεσμός. Το υπουργείο διολισθαίνει όλο και περισσότερο προς την απαξίωση εξαιτίας των αλλεπάλληλων λαθών του σε υψηλού προφίλ υποθέσεις, που διογκώνουν οι σκαιές πολιτικές επιθέσεις του κ. Τραμπ και άλλων της δεξιάς πτέρυγας. Η εικόνα του θα πληγεί δε ακόμη περισσότερο τώρα, καθώς οι συνέπειες της δίωξης για εκλογική νοθεία είναι ιδιαίτερα σημαντικές, το στίγμα τον προηγούμενων λαθών του πολύ μεγάλο και το πιθανό αποτέλεσμα πολύ ευνοϊκό για τον κ. Μπάιντεν.
Η δίωξη μπορεί κάλλιστα να έχει τραγικές συνέπειες, πέραν του υπουργείου, και στο πολιτικό σύστημα και το κράτος δικαίου. Πιθανότατα θα αποτελέσει το έναυσμα για όλο και πιο επιθετικές, “εκδικητικές” έρευνες για προεδρικές αποφάσεις και ενέργειες, από το Κογκρέσο και αντίπαλες κυβερνήσεις, εις βάρος της υγιούς διακυβέρνησης.
Μπορεί επίσης να επιδεινώσει την ποινικοποίηση της πολιτικής. Το κατηγορητήριο υποστηρίζει ότι ο κ. Τραμπ είπε ψέματα και χειραγώγησε ανθρώπους και θεσμούς στην προσπάθειά του να έχει με το μέρος του το κράτος δικαίου και το πολιτικό σύστημα. Η διόγκωση και η υπόκρυψη της αλήθειας με στόχο την ενίσχυση νομικών επιχειρημάτων προς ίδιον όφελος ή των επιθέσεων κατά προσωπικών αντιπάλων ήταν πάντοτε κάτι σύνηθες στην Ουάσιγκτον. Εφεξής, όμως, αυτές οι πρακτικές πιθανότητα θα αμφισβητούνται μέσω εκκλήσεων για ειδικούς συμβούλους, ποινικές διώξεις και δικαστήρια.
Ανάλογες συνέπειες μπορεί να έχουν υπάρξει και σε άλλες περιπτώσεις, εξαιτίας του πολιτικού διχασμού στη χώρα, των προκλήσεων του κ. Τραμπ, της αμφίβολης αγωγής εναντίον του από την πολιτεία της Νέας Υόρκης και της πρότερης δίωξής του από τον κ. Σμιθ για την υπόθεση των διαβαθμισμένων εγγράφων. Ωστόσο, ο μέγας κίνδυνος που εγκυμονεί στην παρούσα συγκυρία σχετίζεται με τις ενέργειες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της οποίας ηγείται ο πολιτικός αντίπαλος του κ. Τραμπ.
Η υπόθεση των απόρρητων εγγράφων είναι πολύ λιγότερο αμφιλεγόμενη και κυρίως χαμηλότερου πολιτικού προφίλ. Σε αντίθεση με την υπόθεση περί εκλογικής νοθείας, αφορά ενέργειες του κ. Τραμπ μετά την αποχώρησή του από την προεδρία, δεν σχετίζεται με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος (σ.σ. περί της ελευθερίας της έκφρασης) και υπόκειται σε νόμους που αφορούν συνήθως τον λάθος χειρισμό ευαίσθητων κρατικών εγγράφων.
Ο κ. Σμιθ είχε την επιλογή να καθυστερήσει τη διαδικασία και να ασκήσει τη δίωξη μετά τις εκλογές. Αλλά το έπραξε τώρα, πιθανότατα διότι πίστευε ότι η προστασία των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου απέναντι στις ξεδιάντροπες επιθέσεις του κ. Τραμπ έχει μεγαλύτερη σημασία από τις τυχόν αρνητικές επιπτώσεις. Ή ίσως πίστευε ότι οι όποιες συνέπειες είναι άνευ σημασίας – “Απόδοση δικαιοσύνης, κι ας γκρεμιστεί ο κόσμος”.
Αμφότερες είναι απολύτως θεμιτές πεποιθήσεις. Αλλά, ασχέτως του λόγου που ώθησε τον κ. Σμιθ, η απόφασή του θα εκληφθεί λανθασμένη εάν, όπως είναι πολύ πιθανό, το αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Η υπόθεση του Γουότεργκεϊτ έχει δημιουργήσει την αυταπάτη ότι ανεξάρτητοι “δικαστές” μπορούν να υπερασπιστούν το κράτος δικαίου και να βάλουν ένα τέλος στην κατάχρηση εξουσίας από ανώτερους αξιωματούχους. Κάθε σχετική υπόθεση όμως έκτοτε -από την εποχή των ανεξάρτητων αρχών (1978-1999) έως την αμφιλεγόμενη και ανεπαρκή έρευνα Μίλερ- αποδεικνύει το αντίθετο. Και ο εθνικός διχασμός είναι πιο διαβρωτικός σήμερα από ό,τι ήταν τη δεκαετία του 1990, και ακόμη χειρότερος από την εποχή που ακόμη βρισκόταν στις επάλξεις ο Μίλερ.
Δυστυχώς, τον Φεβρουάριο του 2021, η Γερουσία έχασε την ευκαιρία να καταδικάσει τον κ. Τραμπ και να του στερήσει μελλοντικά το δικαίωμα εκλογής, αφού δικαίως η Βουλή των Αντιπροσώπων τον παρέπεμψε για τις προεκλογικές του πονηριές. Αν το είχε κάνει, ο Γενικός Εισαγγελέας Μέρικ Γκάρλαντ μπορεί κάλλιστα να μην είχε αποφασίσει να διορίσει ειδικό σύμβουλο γι’ αυτήν τη δύσκολη υπόθεση.
Αλλά φτάσαμε τελικά εδώ. Καμία από αυτές τις σκέψεις δεν απαλλάσσει τον κ. Τραμπ, ο οποίος είναι εν τέλει υπεύθυνος γι’ αυτό το απίστευτο χάλι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι όμως αν η απόδοση δικαιοσύνης για τις επαίσχυντες πράξεις του μέσω του ποινικού δικαίου αξίζει το τεράστιο κόστος που ενέχει η διαδικασία για τη χώρα. Η πικρή αλήθεια είναι ότι η χώρα πρέπει να επωμιστεί αυτό το κόστος προκειμένου να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα.
*Ο Jack Goldsmith είναι καθηγητής νομικής στο Χάρβαρντ και συνεργάτης του Ινστιτούτου Χούβερ, καθώς και ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου “After Trump: Reconstructing the Presidency.”
Πηγή: ΝΥΤ