Και ξαφνικά προέκυψε εμπλοκή στην Κύπρο, με τις απαράδεκτες ενέργειες των κατοχικών αρχών να τα βάλουν, με βίαιο τρόπο, με τις ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ στο νησί, την περασμένη Παρασκευή.
Του Δημήτρη Τριανταφύλλου*
Αναμενόμενη μεν η ένταση (αλλά όχι τόσο η έκτασή της), δεδομένου ότι το Κυπριακό παραμένει άλυτο για σχεδόν μισό αιώνα. Αλλά και μη επιθυμητή ταυτόχρονα, σε μια περίοδο όπου Αθήνα κι Άγκυρα προχωρούν με την υλοποίηση του σχεδίου δράσης περί αναθέρμανσης των διμερών σχέσεών τους, όπως ανακοινώθηκε μετά την συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο στο Βίλνιους, τον Ιούλιο.
Το θέμα πέρασε από πολλά κύματα μέχρι την δήλωση τύπου του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που παρουσιάζει το ζήτημα στην πραγματική του διάσταση. Δηλαδή ως σοβαρή παραβίαση του status quo, την μη επιτρεπτή επίθεση εναντίον τω δυνάμεων του ΟΗΕ στην Πύλα. Μια δήλωση αρκετά θετική, που ξεκάθαρα καταγγέλλει τις πράξεις τις τουρκοκυπριακής πλευράς (χωρίς όμως ρητή αναφορά στην Τουρκία).
Το ερώτημα που συνεχίζει να τίθεται είναι γιατί προέκυψε το συγκεκριμένο θέμα με την ένταση και την βία που χρησιμοποιήθηκε. Είναι εύκολο σπορ να κατηγορεί κανείς την Άγκυρα ότι βρίσκεται πίσω από τα επεισόδια, αλλά το γιατί η Τουρκία ήθελε να προκαλέσει την κρίση είναι ένα πιο σύνθετο ζήτημα.
Το επεισόδιο χρονικά ταυτίζεται με την ανακοίνωση από πλευράς ΗΠΑ της επέκτασης της άρσης του εμπάργκο όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία και για το οικονομικό έτος 2024. Στην συνεχόμενη αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των ΗΠΑ, η Λευκωσία είχε απαγορεύσει τον ελλιμενισμό ρωσικών πολεμικών πλοίων, φέτος τον Μάρτιο, ενώ έχει επιτρέψει τον ελλιμενισμό του αμερικανικού αντιτορπιλικού USS Arleigh Burke τον Μάιο. Επίσης, οι ΗΠΑ και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν αυξήσει την κοινή εκπαίδευση και τις ασκήσεις μεταξύ των ενόπλων δυνάμεών τους, φέτος με την πιο πρόσφατη άσκηση να λαμβάνει χώρα αυτή την εβδομάδα.
Η διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία έχει επιταχύνει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να ενισχύσουν την παρουσία τους στην ανατολική Μεσόγειο και την συνεργασία της με φιλικές όμορες χώρες όπως η Κύπρος και η Ελλάδα, προκαλώντας εκνευρισμό στην Τουρκία που έχει να αντιμετωπίσει, πέραν της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτή έχει καταγραφεί σε μια σειρά συμπερασμάτων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων, και την διαχείριση των όλο και πιο δύσκολων σχέσεων της με τις ΗΠΑ.
Χωρίς να αλλάξει την βασική της θέση αναφορικά με την διεθνή αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου» (δηλαδή τα κατεχόμενα) και μια λύση δύο κρατών, η τουρκική πλευρά, ιδιαίτερα δια στόματος του προέδρου, της είχε στα τέλη Ιουλίου δείξει μια πιο διαλλακτική στάση αναφορικά με την επίλυση του Κυπριακού, έχοντας κάνει και νωρίτερα κάπως σχετικά σχόλια για τον Νίκο Χριστοδουλίδη. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι η τουρκική αντίδραση στην δήλωση Τύπου του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν σχετικά ήπια με τον υπουργό Εξωτερικών της χώρας να θεωρεί ότι ορισμένες πρακτικές των Ενωμένων Εθνών στην Κύπρο δεν συμβαδίζουν με το ιδρυτικό πνεύμα του ΟΗΕ, χωρίς ωστόσο να αμφισβητεί την παρουσία της UNFICYP παρόλο ότι αμφισβητεί την αμεροληψία τους.
Με άλλα λόγια, η πολιτική «μαστίγιο και καρότο», που έχει υιοθετήσει η Άγκυρα είναι μεν προϊόν εφαρμογής των σχεδίων της στην ευρύτερη ανατολική Μεσόγειο, με την προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεών της με χώρες, όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ιδιαίτερα όσον αφορά στην συμμετοχή της στις προσπάθειες μεταφοράς του ορυκτού πλούτου της περιοχής, δια της Τουρκίας, στην Ευρώπη, και κατ’ επέκταση ενισχύοντας των ηγεμονικό της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα δε, η επιστροφή σε μια πιο ρεαλιστική εξωτερική πολιτική όπου επιδιώκει η Άγκυρα περισσότερη Ευρώπη παρά την απομάκρυνση της από αυτήν, την οδηγεί σε πιο προσεκτικούς χειρισμούς στην επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.
Ως εκ τούτου, επιστρέφοντας στο ερώτημα γιατί τα επεισόδια στην παρούσα συγκυρία, η απάντηση μπορεί να βρίσκεται στα εσωτερικά του κυβερνητικού συνασπισμού στην Τουρκία, όπου ο κύριος εταίρος του κυρίου Ερντογάν, ο κύριος Μπαχτσελί και το κόμμα του είναι κατά την στροφή προς την Δύση και οποιαδήποτε λύση άλλη από την λύση των δυο κρατών στην Κύπρο. Έτσι εξηγείται και το πρόσφατο βίντεο που ανέβασε στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, που τον δείχνει να κυκλοφορεί στο γραφείο του με κουστούμι και μαύρες μπότες με το σύνθημα «Η Κύπρος είναι τουρκική».
Αυτή η διγλωσσία, από πλευράς Τουρκίας, προβλέπεται να συνεχιστεί όσο πλησιάζουμε στους εορτασμούς της ημέρας ανεξαρτησίας της Τουρκίας, στις 29 Οκτωβρίου την εκατονταετηρίδα της. Και όσο έχει ανάγκη ο Πρόεδρος Ερντογάν των πολιτικών του εταίρων για να μπορέσει να κερδίσει τις δημοτικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για τα τέλη Μαρτίου του 2024.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η συνεχιζόμενη ένταση στην Κύπρο ισχυροποιεί τους υποστηριχτές της ακινησίας στο νησί, που προτιμούν την συγκρουσιακή διχοτόμηση, παρά το γεγονός ότι, όπως δείχνει πρόσφατη δικοινοτική έρευνα του Πανεπιστημίου Κύπρου, η πλειοψηφία ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων τάσσονται υπέρ ή μπορούν να ανεχτούν μιας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ). Το ίδιο ισχύει και στην Ελλάδα, όπου όσο προχωράει η κυβέρνηση με το σχέδιο της οικοδόμησης εμπιστοσύνης και περαιτέρω συνεργασία με την Τουρκία, οι αρνητές του διαλόγου με την Άγκυρα ποντάρουν σε επεισόδια κι ένταση τύπου Πύλα να επηρεάσουν την κοινή γνώμη κατά της προσπάθειας προσέγγισης με τον γείτονα.
*Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι, επίσης, συμπαρουσιαστής της εκπομπής «Edo Tourkia» στο YouTube, όπου αναλύονται οι κύριες εξελίξεις στην Τουρκία.
- Τι είναι το Internet των Σωμάτων;
- OpenAI: Τώρα το ChatGPT και μέσω τηλεφώνου
- Φάμελλος: Η ακρίβεια και τα υπερκέρδη, το βασικό πολιτικό επίδικο της εποχής
- Αντόνιο Κόστα: H Διεύρυνση της ΕΕ είναι η πιο σημαντική γεωπολιτική επένδυση για την ειρήνη
- Μητσοτάκης: Η θέση της Σερβίας είναι στην οικογένεια της Ευρώπης