Θα κοιταχτούμε σε κανέναν ζόρικο καθρέφτη και να αναρωτηθούμε πως διάολο θέλουμε να ζήσουμε; Πόσα καλοκαίρια σαν το 2023 είμαστε διατεθειμένοι να ζήσουμε; Τι θα λέμε στα παιδιά μας όταν θα ρωτήσουν; Πόση χώρα να θυσιάσουμε μέχρι να καταλάβουμε πως οργανωμένα ΜΟΝΟ βάσει σχεδίου για την κοινωνία, για την κάθε κοινότητα, για την κάθε διοικητική χωρική μονάδα, για την κάθε δραστηριότητα, για τον κάθε συνδυασμό δραστηριοτήτων, την κάθε μείζονα υποδομή, για την ασφάλεια των παραπάνω έναντι κινδύνων, για την επικαιροποίηση της
Της Μαρίας Καλαντζοπούλου*
Ο χωρικός σχεδιασμός (spatial planning όπως λέμε στο χωριό) μεταξύ άλλων, οριοθετεί την εκμετάλλευση της γης (άρα κάποιους δεν τους αφήνει να καλπάσουν στην λεωφόρο της προσωπικής τους “ανάπτυξης” ή να πάνε τη χώρα σε άλλη “επενδυτική βαθμίδα), κάποιες δραστηριότητες ευνοεί, κάποιες περιορίζει. Ο χωρικός σχεδιασμός λαμβάνει υπόψη ανάγκες και ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά συνόλου, χαρακτηριστικά κοινότητας, παραγωγικού μοντέλου, διαθέσιμων πόρων, περιβαλλοντικές ποιότητες, περιβαλλοντικούς ή άλλους (υγιειονομικούς λ.χ.) κινδύνους, λαμβάνει υπόψη τάσεις και προβλέψεις, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και το Σύνταγμα, καθώς και “επιθυμίες” ιδιωτών μικρών ή μεγάλων συμφερόντων. Ο χωρικός σχεδιασμός (που ακόμα, με βάση το ισχύον Σύνταγμα, συνιστά υ π ο χ ρ έ ω σ η του κράτους) σταθμίζει αντικρουόμενα συμφέροντα, τα διαιτητεύει σε κάποιο βαθμό (διαδικασία διαβούλευσης λέγεται αυτό, εάν έχετε ακουστά), παίρνει θέση (όχι, δεν υπάρχει πολιτικά με την έννοια του policy “ουδέτερος” σχεδιασμός) και συνιστά την εγγύηση του κράτους στην προάσπιση της ευημερίας του τόπου, το κοινωνικό συμβόλαιο βάσει του οποίου προχωρά μια κοινωνία προς τα εκεί που θέλει. Θέλει πραγματικά η κοινωνία σχολεία, νοσοκομεία, πλατείες, πράσινο, δημόσια συγκοινωνία, έργα αντιπλημμυρικά, κανόνες αντισεισμικής προστασίας και γενικά διασφάλισης των οικοδομών και των υποδομών γενικά, θέλει αγροτική παραγωγή, βιομηχανία, μεταποίηση, θέλει τουρισμό, θέλει τομείς υψηλής εξειδίκευσης, και που τα θέλει όλα αυτά; και πόσο; Ξέρει πόσο απ’ το κάθε τι μπορεί να αποτελεί όφελος ή ζημιά για τον τόπο βραχυ- μεσο- ή μακρο-πρόθεσμα; Πως φαντάζεται η κοινωνία τον εαυτό της, την “ανάπτυξη” σε ένα χρόνο ή σε πέντε, δέκα ή είκοσι-τριάντα χρόνια;
Αυτά οφείλουν να αντανακλώνται και στον χωρικό σχεδιασμό κάθε επιπέδου (εθνικό, περιφερειακό, δημοτικό/τοπικό).
Θέλει πραγματικά η κοινωνία ο σχεδιασμός αυτός να είναι και δικό της κοινωνικό συμβόλαιο;
Τότε παρατά τον καναπέ, τον τζάμπαν αντικρατισμό, την δι’ αντιπροσώπων “συμμετοχή” κλπ και συμμετέχει. Κι όπου δεν της το επιτρέπουν, το διεκδικεί. Το κάνουν σε μεγάλο βαθμό τα κινήματα, το κάνουν εκόντες/άκοντες οι “φορείς” της κοινωνίας των πολιτών, δεν το κάνουν όμως οι πολίτες στην πλειοψηφία τους, παρά μόνο δια αντιπροσώπων που επιλέγουν κάθε τέσσερα χρόνια. Τους οποίους, ως φαίνεται, εντελώς αδικαιολόγητα, εμπιστεύονται/εμπιστευόμαστε τόσο τραγικά πολύ.
Εδώ, στη χώρα αυτή, κάτι έχει πάει πολύ στραβά με τον χωρικό σχεδιασμό, όπως και με το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τον χώρο. Εχει διασυρθεί ως αντιαναπτυξιακός (από αυτούς των οποίων τα ιδιοτελή συμφέροντα περιορίζει), έχει αφεθεί να θεωρείται πάντα ανεπίκαιρος (αφού ποτέ δεν επικαιροποιείται). Mολονότι το planning συνιστά το απαύγασμα ενός φιλελεύθερου new deal μιας άλλης εποχής στην οποία το κράτος αποτελούσε εγγυητή σε Ανατολή και Δύση, σήμερα, σε καθεστώς νεο-φιλελεύθερης ηγεμονίας, επικρίνεται από δεξιά (κυρίως) αλλά και από αριστερά (οι μεν τον συκοφαντούν ως απομεινάρι “σοβιετίας” και οι δε ως στρατηγική υποχώρηση σε μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης ή που δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τοπικότητες, ιδιαιτερότητες, κλπ). Παρ’ ημίν, που δεν είχαμε και σπουδαία παράδοση ένεκα ταραχώδης η ιστορία μας και πολύ πρόσφατο το παρελθόν μας ως οργανωμένο κράτος, έχει, απομείνει πια, ένα τυπικό πρόσχημα. Ενα devoir, μια μελέτη-υποχρέωση που πρέπει να υπάρχει σε κάθε φάκελο για να εγκριθεί ένα έργο, και, κυρίως, μια χρηματοδότηση. Ο διασυρμός δεν γίνεται απλά με τα λόγια, αλλά και από-τα-πάνω, θεσμικά, θεσμικότατα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι λ.χ. το να καλούνται να περιγράψουν/προδιαγράψουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων ή σχεδίων οι ίδιοι μελετητές που μελετούν τα έργα, ή τα σχέδια (πληρωμένοι από τους εργοδότες που ενδιαφέρονται να τα πραγματοποιήσουν), το να βρίθουν τα κείμενα αυτά από κοινοτοπίες και γενικολογίες χωρίς επιχειρησιακή ωριμότητα ή σοβαρή αιτιολογική έκθεση, το να εκπονούνται χωρικά σχέδια που αφορούν μείζονες παρεμβάσεις αποσπασματικά ακόμα και σε αντίθεση με ότι προβλέπει ο σχεδιασμός για την ευρύτερη περιοχή ή η υπέρτερη νομοθεσία ((βλ. ΕΣΧΑΣΕ, ΕΣΧΑΔΑ και τα συναφή), το να καλούνται οι ενδιαφερόμενοι για την ανάπτυξη μιας δραστηριότητας σε έναν τόπο να “εγγυηθούν” ότι εμπίπτει στην “φέρουσα ικανότητα” του τόπου (ασχέτως της επάρκειας ή σοβαρότητας ή μη του σχετικού θεωρητικού εργαλείου) κλπ κλπ
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια στιγμή κολοσσιαίας κρίσης των υποδομών έναντι ακραίων φαινομένων. Ακραίων όχι στο εξής, αλλά σε σχέση με το μέγεθος των φαινομένων βάσει των οποίων διαστασιολογούνταν κάποτε (και σωστά) τα έργα, οι υποδομές. Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εικόνα μαύρης τρύπας στον σχεδιασμό, ακόμα και σε επίπεδο πολιτικής προστασίας, διασφάλισης ανθρώπων, παραγωγής, περιβάλλοντος. Με τον ίδιο τρόπο που αντικρίσαμε ή νιώσαμε στο πετσί μας το δραματικό κενό σχεδίου, πόρων, συντονισμού, “περιφερειακά” στην Εύβοια, στον Εβρο, στη Ρόδο, στη Θεσσαλία, με την ίδια βεβαιότητα μπορούμε να το περιμένουμε και “στο κέντρο”. Και αυτό κάνουμε, το περιμένουμε, απλά. Μόνο τι μέρα και ώρα θα σκάσει δεν ξέρουμε.
Μεγαλώνουμε, μας μένουν, ίσως, χρόνια να ζήσουμε, έχουμε ίσως, και παιδιά, έχουμε, ίσως, και τσίπα.
Πως θα προχωρήσουμε;
Θα εγκαλέσουμε κανέναν για αυτό το μεγαλειώδες κενό προετοιμασίας; Για αυτή την παταγώδη αποτυχία του μοντέλου “πάμε κι όπου βγει” κι ο σώζων εαυτόν (εφόσον ηχήσει έγκαιρα το 112);
Θα κοιταχτούμε σε κανέναν ζόρικο καθρέφτη και να αναρωτηθούμε πως διάολο θέλουμε να ζήσουμε; Πόσα καλοκαίρια σαν το 2023 είμαστε διατεθειμένοι να ζήσουμε; Τι θα λέμε στα παιδιά μας όταν θα ρωτήσουν;
Πόση χώρα να θυσιάσουμε μέχρι να καταλάβουμε πως οργανωμένα ΜΟΝΟ βάσει σχεδίου για την κοινωνία, για την κάθε κοινότητα, για την κάθε διοικητική χωρική μονάδα, για την κάθε δραστηριότητα, για τον κάθε συνδυασμό δραστηριοτήτων, την κάθε μείζονα υποδομή, για την ασφάλεια των παραπάνω έναντι κινδύνων, για την επικαιροποίηση της διαστασιολόγησης των υποδομών, των προτεραιοτήτων της ανάπτυξης με γνώμονα τα νέα φαινόμενα που χρωστάμε στην κλιματική αλλαγή και που πια δεν θα είναι ακραία, αλλά τακτικά, μόνο έτσι μπορούμε να επιβιώσουμε κατ’ αρχήν και μετά να δημιουργήσουμε; Πόση χώρα να θυσιάσουμε μέχρι να καταλάβουμε ότι ο καθένας μας δεν είναι βραχονησίδα, αλλά μόνο μέσα από σχεδιασμό που μας αφορά και καλύπτει τις ανάγκες μας ως κοινότητα μπορούμε να σταθούμε με ασφάλεια και να πάμε και κάπου παραπέρα;
Και κάτι ακόμα. Ο ρημάδης ο χωρικός σχεδιασμός, δεν παράγει άμεσα ΑΕΠ. Κάτι ψωροχιλιάρικα μελετών μόνο ξοδεύονται, που, βέβαια, μπορούν να ανοίξουν δρόμο σε έργα ή να κλείσουν τον δρόμο σε άλλα.
Η αποκατάσταση των καταστροφών εξαιτίας της έλλειψής του όμως, να δείτε τι ωραίο ΑΕΠ που θα αθροίσει … (και όχι θα απομειώσει όπως θα’ πρεπε)
Τα επόμενα χρόνια θα πέσουν απέραντα λεφτά από ΕΕ και ΠΔΕ, σε νέα έργα υποδομής διαφόρων ειδών*. Να το θυμόμαστε λοιπόν. Πως όταν θα ξανανέβουμε “επενδυτική βαθμίδα”, θα το’ χουμε (ξανα)πληρώσει με πάρα μα πάρα πολύ δικό μας αίμα.
*Μεγάλη συζήτηση: Ποιος θα αποφασίσει ποιά θα είναι αυτά; Ποιός θα σκεφτεί αν και πότε και με ποιόν τρόπο πρέπει να ξανακατοικηθεί ή ξαναδουλευτεί ο κάμπος; Πως θα σωθούν οι περιοχές από τις νέες πλημμύρες, πως θα περιχαρακωθούν οι εναπομείναντες πυρήνες ή οι αναδασωμένες εκτάσεις από νέα ανάφλεξη, κλπ κλπ) Πως θα αποκατασταθούν με τον καλύτερο τρόπο οι νέοι “πρόσφυγες” (ναι, πρόσφυγες, και όχι μόνο “κλιματικοί, αλλά και ελέω εκκωφαντικής διοικητικής / επιχειρησιακής ανετοιμότητας) ; Και χίλια άλλα …
Πηγή για την εικόνα: https://flight.com.gr/the-flooded-thessalian-plain-from…/
* Πολιτικός μηχανικός-συγκοινωνιολόγος (ΕΜΠ) και πολεοδόμος-χωροτάκτρια (ΕΜΠ και LSE). Εργάζεταιαπό το 1997, ερευνώντας και διδάσκοντας θέματα ιστορίας και μεταλλαγών του χώρου και του σχεδιασμού, αλλά και σε προτάσεις αστικών και συγκοινωνιακών παρεμβάσεων, με κύριο πεδίο την Αθήνα. Είναι μέλος του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ και υποψήφια διδάκτορας ΕΜΠ, καθώς και της συλλογικότητας encounter Athens για τη διατύπωση κριτικού λόγου στα θέματα της πόλης.
(Πρώτη δημοσίευση στο Facebook)