«Κάθε χαζός μπορεί να μάθει. Το θέμα είναι να κατανοεί» έλεγε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως αδυνατούν να κατανοήσουν.
Του Γιώργου Πράτανου
Παλιά, στα χρόνια που δεν υπήρχαν κινητά, ο ηγέτης φαινόταν στο μπαλκόνι. Αυτό ήταν το άτυπο κριτήριο. Ο ηγέτης μετακινούσε πλήθη. Πάνω σε καρότσες, όρθιοι στα λεωφορεία, ο κόσμος έτρεχε να ακούσει τον Ανδρέα και τον Καραμανλή…
Κάποιοι παραμένουν πεισματικά εκεί. Δεν κατανοούν ή απορρίπτουν την ιδέα πως το μπαλκόνι του προηγούμενου αιώνα είναι τα social media του τωρινού. Εκεί βγαίνει ο πολιτικός και συστήνεται. Και ο κόσμος που θα «βάλει την καρδούλα», θέλει να βλέπει και τι πρωινό τρώει. Πώς παίζει με τον σκύλο του. Θέλει να μαθαίνει και τα τέτοια, γιατί αυτή είναι η κουλτούρα της νέας γενιάς.
Αυτό που κάποτε οριζόταν ως ιδιωτικότητα, δεν υπάρχει με τον τρόπο που υπήρχε παλιά, με την ατάκα «τι θα πει η γειτονιά;». Πλέον, υπάρχουν στιγμές που νιώθει κανείς αμηχανία από το πόσα πολλά προσωπικά ζητήματα μοιράζεται κανείς στα social media. Αλλά αυτή είναι η κουλτούρα των νέων γενεών. Πρώτα φωτογραφίζουν το πιάτο και μετά τρώνε.
Ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ ανήκει στην κατηγορία των αρνητών αυτής της πραγματικότητας. Είναι πραγματικότητα γιατί δεν πρόκειται για μια πρόσκαιρη τάση. Οι άνθρωποι πλέον περνούν πάνω από μισή ώρα την ημέρα στα social media. Και μια αρκετά μεγάλη πλειονότητα, φαίνεται πως κρίνει και βγάζει συμπεράσματα βάση των συγκεκριμένων πλατφορμών.
Ο «ουρανοκατέβατος του Instagram» (όπως τον χαρακτήρισε ένα από τα «τοτέμ» του ΣΥΡΙΖΑ, ο Νίκος Φίλης), έφερε μεγάλη αμηχανία, αρχικά κι έπειτα οργή. Κι έπειτα συνειδητοποίηση των όρων με τους οποίους ψηφίζει μια μεγάλη μερίδα του κόσμου. Την ονομάζουν lifestyle.
«Κάθε χαζός μπορεί να μάθει. Το θέμα είναι να κατανοεί» έλεγε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Η μοντέρνα και προοδευτική αριστερά την οποία φέρεται να εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει με εκκωφαντικό τρόπο πως δεν έχει τίποτε το μοντέρνο και προοδευτικό. Τα στελέχη και οι υποστηρικτές άλλων υποψηφιοτήτων βρήκαν την ευκαιρία να στοχοποιήσουν όσους ψήφισαν Κασσελάκη.
Ενώ θα έπρεπε να κάνουν την αυτοκριτική τους, εκείνοι προτίμησαν για άλλη μια φορά να γίνουν «αρνητές της πραγματικότητας».
«Δεν αρέσουμε πια πρόεδρε» είχε πει η Μελίνα στον Ανδρέα, μετά την πρώτη εκλογική ήττα το 1989. Προσέξετε… Χρησιμοποίησε το ρήμα «αρέσουμε». Στις εκλογές, είναι οι αναποφάσιστοι πολίτες που δίνουν τη νίκη στη μία ή την άλλη πλευρά, συνήθως. Οι ιδεολογίες και οι πλατφόρμες είναι πάνω – κάτω δεδομένες. Ο τρόπος που κινείται κάθε πρόσωπο, οι προτεραιότητες που θέτει, τα προσωπικά χαρακτηριστικά που επικοινωνεί για πολλούς ψηφοφόρους παίζουν σημαντικό ρόλο.
Κασσελάκης εναντίον Κουρασμένων
Δεν στηρίζω τον Κασσελάκη, έχουν δίκιο όσοι λένε πως η ιδεολογική του πρόταση είναι θολή. Τι έκαναν όμως οι υπόλοιποι υποψήφιοι για να επικοινωνήσουν τη δική τους κρυστάλλινη πολιτική πρόταση; Και αν την επικοινώνησαν, μήπως δεν βρέθηκαν τα ακροατήρια για να ταυτιστούν;
Αν με κάποιους οργίζομαι είναι με αυτούς: Με την Έφη -που όχι μόνο δεν βούτηξε στα βαθιά, αλλά δεν έβρεξε καν το δαχτυλάκι της. Με τον Ευκλείδη, που βολευόταν να φαντάζει το αντίπαλον δέος και να κρατήσει η Ομπρέλα ένα μερίδιο στο μαγαζί. Στην (όποια) προεκλογική τους καμπάνια, έμοιαζαν με τους κληρονόμους που επιτέλους θα κέρδιζαν αυτά που δικαιωματικά θεωρούσαν πως είναι δικά τους.
Αυτοί κατηγορούν τον κόσμο, αλλά εκείνοι έχουν πάψει να πολιτεύονται. Αυτοί κατηγορούν τον Κασσελάκη ως απολιτίκ, αλλά τι φανερώνει για εκείνους το γεγονός πως δεν κατάφεραν να κερδίσουν έναν νεοσσό τριών μηνών;
Αυτούς κέρδισε ο Κασσελάκης, με την άγνοια κινδύνου που διακατέχει κάθε άπειρο φιλόδοξο άνθρωπο, με την όρεξη να οργώσει και να επικοινωνήσει, με τη διάθεση να κάνει όλα όσα οι άλλοι θεώρησαν περιττά.
Έλιωσε τα ακριβά του loafers, τσαλάκωσε τα sur-mesure κοστούμια του, περιέφερε στην επαρχία το γυμνασμένο του κορμί, έχοντας στο βιογραφικό του επαγγελματικές επιτυχίες και μια πρόσκληση από τον Αλέξη Τσίπρα. Και αυτά αποδείχθηκαν αρκετά! Σκεφτείτε το λίγο…