Αν επιδιώξουμε να αναλύσουμε το φαινόμενο της διατροφής του σύγχρονου Έλληνα και ειδικότερα των παιδιών, θα βρεθούμε μπροστά σε εκπλήξεις και ΠΙΘΑΝΟΝ να χρειαστεί να αναθεωρήσουμε το πρόγραμμα της διατροφής της ελληνικής οικογένειας.
Δρ. Σπύρος Μαζάνης
Παιδίατρος – Ταμίας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ελευθεροεπαγγελματιών παιδιάτρων
Το τελευταίο διάστημα η λέξη «ακρίβεια» τρομάζει και σπέρνει τον πανικό στην ελληνική οικογένεια για το αν θα τα καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα.
Το πρώτο θέμα που τους απασχολεί είναι η διατροφή. Τώρα που όλα ακριβαίνουν θα μπορούν να προμηθεύονται τα προς το ζην; Θα χρειαστεί να κάνουν περικοπές σε ποσότητα και ποιότητα σε βάρος της υγείας τους; Και φυσικά προτεραιότητα έχουν τα παιδιά τους.
Αν επιδιώξουμε να αναλύσουμε το φαινόμενο της διατροφής του σύγχρονου Έλληνα και ειδικότερα των παιδιών, θα βρεθούμε μπροστά σε εκπλήξεις και ΠΙΘΑΝΟΝ να χρειαστεί να αναθεωρήσουμε το πρόγραμμα της διατροφής της ελληνικής οικογένειας. Δηλαδή ΜΠΟΡΕΙ η οικονομική διατροφική κρίση να είναι η ευκαιρία αναπροσαρμογής και επαναπροσδιορισμού της διαιτητικής εκπαίδευσης;
Ας δούμε , λοιπόν, τα θετικά και τα αρνητικά δεδομένα που έχουμε αυτή την στιγμή.
• η αύξηση της τιμής των τροφίμων θα οδηγήσει προφανώς τους περισσότερους στην ανεύρεση πιο φθηνών προϊόντων.
•δεν είναι σίγουρο όμως ότι θα οδηγήσει και σε μείωση της ποσότητας της κατανάλωσης.
• τα φθηνότερα προϊόντα είναι πάντοτε κατώτερης ποιότητας ή πρόκειται για ένα μύθο; Μήπως είναι θέμα γνώσεων για σωστή επιλογή;
Τα παγκόσμια στατιστικά στοιχεία καταδεικνύουν ότι τα ελληνόπουλα βρίσκονται στην 1η θέση παχυσαρκίας στην Ευρώπη. Επίσης, βρίσκονται στην 3η θέση παγκοσμίως για την παχυσαρκία του κοιλιακού λίπους.
Αυτό το αρνητικό ρεκόρ, αφενός δεν κολακεύει την Ελλάδα η οποία φημιζόταν για την μεσογειακή διατροφή της και αφετέρου δείχνει ότι κάτι δεν γίνεται καλά με την διατροφή του Έλληνα και των παιδιών.
Στην πράξη, οι παιδίατροι, καθημερινά αντιμετωπίζουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά και φαίνεται ότι η παχυσαρκίας αποτελεί την υγειονομική μάστιγα της χώρας μας, διότι αποτελεί την παραγωγό ποικίλων νοσημάτων στην ενήλικη ζωή. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία της χώρας μας επιβαρύνεται από νωρίς και σε δια βίου έξοδα νοσηλείας και φάρμακα θεραπείας των ατόμων που τα παραπανίσια κιλά τους προκαλούν ασθένειες που έχουν χρόνιο χαρακτήρα.
Στην πράξη, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι η διατροφή των παιδιών χαρακτηρίζεται από κακές διατροφικές συνήθειες, καθώς καταναλώνουν πολλή ζάχαρη, λίπη, άμυλο και αποφεύγουν τα φρούτα, χορταρικά, ψάρια και κρέας. Επίσης, τρώνε μεγάλες ποσότητες, οι οποίες είναι περιττές και αυξάνουν τις βλαβερές συνέπειες.
Σήμερα , λοιπόν, η ακρίβεια των τροφίμων θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία για μια πιο ορθολογιστική διατροφή προς όφελος του οικονομικού προϋπολογισμού της οικογένειας, αλλά και της υγείας της.
Για παράδειγμα, το λάδι μπορεί να ακριβαίνει, αλλά υπάρχουν οικογένειες που δεν το χρησιμοποιούν διότι προτιμούν τα βούτυρα και από την άλλη υπάρχουν οικογένειες που κάνουν σπατάλη στη χρήση του.
Υπάρχουν οικογένειες που τρώνε ελάχιστο κρέας και άλλες που το υπέρ καταναλώνουν. Επίσης υπάρχουν οικογένειες που υπερκαταναλώνουν ζυμαρικά , άμυλο, ζάχαρη, αλάτι.
Με το μάτι, λοιπόν, του υγειονομικού αναλυτή, θεωρώ ότι με βάσει τα ελληνικά δεδομένα θα μπορούσε η κρίση της ακρίβειας των τροφίμων να αποτελέσει μια ευκαιρία εκμάθησης και διαιτητικής εκπαίδευσης:
• μείωση των ποσοτήτων των τροφών εκεί που ορίζει η επιστήμη ανάλογα με την ηλικία.
•προσανατολισμός σε τροφές φθηνότερες μεν αλλά μεγάλης βιολογικής αξίας όπως τα μικρά ψάρια ( σαρδέλες, κολιοί), όσπρια, ξηροί καρποί κλπ.
•γαλακτοκομικά , γιαούρτι, τυριά.
• τρία φρούτα την ημέρα και έγχρωμη διατροφή με χορταρικά και λαχανικά.
Προφανώς οι πολιτικοί και οι συναφείς θεσμοί είναι και αρμόδιοι και υπεύθυνοι να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, όμως από επιστημονικής άποψης η χώρα μας έχει μεγάλη ανάγκη να αλλάξει την νοοτροπία των διατροφικών συνηθειών της προς όφελος και της οικονομίας αλλά και της υγείας.