Ανεβασμένος, στο ιδιωτικό μου άβατο χαράματα Δευτέρας:
Κατερίνα Γώγου ( 1.6.1940 – 3.10.1993) in memoriam
…γυρίζω σπίτι “ανεβαίνοντας την Πειραιώς”
ξαφνικά ακούω τη φωνή σου
από το απέναντι νεοκλασικό της Ασωμάτων
“κάθε μέρα καθαρίζω πατάτες”
στέκομαι ταραγμένος ανάμεσα σε μελαψούς μετανάστες
ιερωμένους, φορτωμένους σταυρουδάκια
ανθρώπους με μάσκες αφίλητους για χρόνια
προσπαθώ να σε διακρίνω
30 χρόνια είναι πολλά Κατερίνα
τα πιο πολλά μείναν χωρίς ιστορίες
με έρωτες που αφησα να με λεηλατήσουν γιατι δεν σ΄αγουγα όταν μου έλεγες:
” πρόσεχε μη σπαταλιέσαι για μια εφήμερη γκάβλα”
Η μνήμη μου θέλει χρόνο να σε επαναφέρει
έχω στ’ αυτιά μου τη φωνή σου καθαρή
μα δε διακρίνω τη μορφή σου…
Σκεπάστηκες Κατερίνα μου από τη σιωπή της εποχής των πληκτρολογίων
από προεκλογικές αφίσες
από υποσχέσεις για “καλύτερα χρόνια”
Χάθηκες στη πολλή συνάφεια των διαπλοκών
και μεις και γω σ΄αυτη την άθλια αποσιώπηση
ή στον κλεφτοπόλεμο ιδεών από τα ιστολόγια
κι όλοι ξεπουληθήκαμε όπως το πρόβλεψες
30 χρόνια πριν
σε κείνο το τραπέζι στο Defacto της Παύλου Μελά…
όλοι μας λιώμα τότε
Χρόνια άλλα
της περιπέτειας και της λήθης πια
κι εκεί στην Πειραιώς γαμότη μου Κατερίνα
ήρθαν όλες οι τύψεις γι’ αυτή τη ρημάδα τη σιωπή μου
και τα βράδια στην παραλία που συναγωνιζόμασταν
ποιος θα πέσει πρώτος στο νερό
ή στης Άνω Πόλης τις κρασοκατανύξεις στη “Δόμνα”
ή ακόμη πιο αγριευτικές τώρα για μένα αναμνήσεις
που ξέρεις πως δεν μπορώ ούτε να μολογήσω…
αλλά θυμήθηκα
εκεί στην Πειραιώς
κατι όνειρα
κατι όνειρα που τα κάναμε εφιάλτες
και κάτι σχέδια
που τα τσακίσαμε από τζάμπα μαγκιά
και πήρα να θυμώνω για την τόση απόσταση μου
κι άρχισα να κλωτσάω τα πεταμένα αποτσίγαρα
κι ίσως και να έκλαψα κρυφά
αλλά ποτέ δε θα το ομολογήσω
Ξέρω, ξέρω θα μας θυμηθούν όταν ξανά ‘χουν εκλογές
-τι τσίρκο-
μα θα ‘σαι και πάλι χαμένη κάπου στη μνήμη μου
Για το αύριο λέω
αλλά έτσι ξεροκέφαλη πάντα
δεν μ ακούς
μ ακούς?
Γέρασα τόσο που δε θυμάμαι πως αφησα τα χρόνια
να με παρασύρουν
αυτή η ανηφόρα η σημερινή
μου θύμισε
πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος
και πως δεν εχω περιθώρια για αλλες
τζαμπα μαγκιές
και το χειρότερο
τίποτε δεν άλλαξε
κι ούτε το βλέπω να αλλάζει
Μονάχα κάτι μεμονωμένες
αναπνοές
κι αυτές σχολιασμένες γρήγορα κι ανέξοδα
τίποτε άλλο…
Ενας βάλτος που κυκλοφορούμε
με ψευδαισθήσεις ελευθερίας
εμβολιασμένοι, φοβισμένοι με τα κεφαλια σκυφτά
μαύρα γιαλιά, τόσο να φοβόμαστε το “κατάματα”
Ενας βάλτος
που μας καταπίνει όλους
ανεξέλεγκτα
Γερνάμε χωρίς να ωριμάζουμε
σαν άρρωστοι
ηδη νεκροί
κι εμείς και τα παιδιά μας
και δε μας καίγεται καρφί
μόνο μια θεσούλα
εναν διορισμό
μιά λαμογιά
αυτό
πίκρα σου λέω
Κι ολούθε μια “Νύχτα, νύχτα πολύ…”
κι εμεις δίχως αναπτηρες, ούτε σπίρτα ,
ούτε μια ελάχιστη σπίθα στην καρδιά
μακάρι “κάθε μέρα να καθαρίζαμε πατάτες”..
Τέλλος Φίλης Tellos Filis