Είναι γεγονός πως ο πληθωρισμός, είτε μιλάμε για δομικό, είτε για εναρμονισμένο, επιμένει όσον αφορά τις αυξητικές μεταβολές των τιμών σε παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα να έχει ήδη προκαλέσει εδώ και αρκετό καιρό, την αντίδραση των μεγάλων κεντρικών τραπεζών με αύξηση των επιτοκίων.
Του Μελέτη Ρεντούμη*
Οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων τόσο από την ΕΚΤ όσο και από την FED, αλλά και από μεγάλες οικονομίες της Ασίας όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, γίνονται αναλόγως των μακροοικονομικών μεγεθών της κάθε οικονομίας, με στόχο να μειωθεί η ενεργός ζήτηση, να πιεστούν οι λιανικές τιμές καθώς και οι αντίστοιχες τιμές πρώτων υλών, ώστε τελικά να επιστρέψει ο πληθωρισμός στα ανεκτά επίπεδα του 2% που δεν προκαλούν ύφεση και ανεργία στις περισσότερες περιπτώσεις.
Το πρόβλημα όμως επαναφοράς του πληθωρισμού σε λογικά επίπεδα για την παγκόσμια οικονομία, δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται, καθώς οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα που προκάλεσε η πανδημία, η σύρραξη στην Ουκρανία, αλλά και ο εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ με την Κίνα, αποτελούν γεωπολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά της μεταβλητές εξομάλυνσης του πληθωρισμού τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πιο συγκεκριμένα, εδώ και αρκετά χρόνια η Κίνα αγοράζει σχεδόν ετησίως αμερικανικό χρέος μέσω αγοράς ομολόγων, κάτι που όμως φαίνεται ότι αρχίζει να αναιρείται καθώς η συνολική έκθεση της Κίνας έχει μειωθεί στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαπενταετίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αντίστοιχη πρακτική ακολουθεί και η Ιαπωνία μειώνοντας την έκθεσή της σε αμερικανικό χρέος, με αποτέλεσμα και οι δύο χώρες μαζί από ένα αρχικό 25%, πλέον η έκθεσή τους περιορίζεται σε κάτω του 10%.
Οι λόγοι αυτής της αλλαγής στρατηγικής, αντανακλούν περισσότερο τους γεωπολιτικούς κινδύνους, αλλά και τους κινδύνους ρευστότητας που ελλοχεύουν δεδομένων των ελλειμμάτων εμπορικού ισοζυγίου, που αυξάνονται με σημαντικό ρυθμό τα τελευταία χρόνια.
Η Κίνα, από την μία προβαίνει σε αντιστάθμιση κινδύνου (hedging) πουλώντας αμερικανικά ομόλογα, αλλά ανοίγοντας ταυτόχρονα θέσεις σε διαφορετικά ομόλογα εκφρασμένα σε δολάριο, ενώ από την άλλη προσπαθεί να ενισχύσει το δικό της τοπικό νόμισμα (γουάν) καθώς έχει υποστεί σημαντική υποτίμηση κυρίως από την περίοδο της πανδημίας και μετά.
Εκτός αυτού, η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων όπως ομόλογα σε δολάριο, υπονοούν και μία ήδη υφέρπουσα κρίση ρευστότητας της Κίνας, καθώς είναι ακόμη αναγκασμένη σε μεγάλο βαθμό μέσω του παγκόσμιου εμπορίου να πληρώνει για πρώτες ύλες και πετρέλαιο σε δολάριο.
Σε κάθε περίπτωση, η συνολική απεξάρτηση από το δολάριο και οι προσπάθειες δημιουργίας νέων αποθεματικών νομισμάτων δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει άμεσα, καθώς απαιτεί σημαντικές μακροοικονομικές συγκλίσεις των χωρών που θα συμμετέχουν.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως η πορεία εξασθένησης του πληθωρισμού θα κινηθεί παράλληλα με την εξομάλυνση των διαταρακτικών γεωπολιτικών παραγόντων που ισχύουν σήμερα, καθώς και της πορείας σταδιακής αποκλιμάκωσης του παγκόσμιου χρέους, μέσω των φθηνότερων τιμών πρώτων υλών και της αύξησης της προσφοράς.
*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός
- BBC: Οι 20 καλύτερες ταινίες του 2024
- Μητσοτάκης: Δεν εφησυχάζουμε ούτε μέσα στις γιορτές – Η ευθύνη δεν πάει διακοπές
- Reuters/ Το 2024 με τρεις λέξεις: Πληθωρισμός, εκλογές, πόλεμος
- ΔΕΠΑ Εμπορίας: Στρατηγικός Παίκτης στην Ενεργειακή Μετάβαση
- Γεωλόγοι και Ιστορικοί συμπράττουν στο Ημερολόγιο του IMMA για το 2025