Έχουμε δει τόσες φορές στην ιστορία «πληροφορίες» οι οποίες είχαν κινητοποιήσει τους πολεμοχαρείς να διαψεύδονται στη συνέχεια χωρίς αυτό να αλλάζει κάτι, ώστε καταλήγουμε πράγματι να αναρωτηθούμε αν η αλήθεια έχει καμία σημασία.
Της Άνν Μορελλί
Όταν, το 1999-2000, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών μού ανέθεσε να διδάξω «Ιστορική Κριτική», ο καθηγητής Στένγκερς, που υπήρξε δάσκαλός μου, μου συνέστησε ενθέρμως δύο βιβλία ως πυλώνες του μαθήματός μου.
Το ένα ήταν ένα πολύ αποσταθεροποιητικό έργο του Άρθουρ Πόνσονμπυ, δημοσιευμένο το 1928 στο Λονδίνο με τον τίτλο Falsehood in Wartime [Ψεύδη σε καιρό πολέμου].
Ο συγγραφέας υπήρξε ο ίδιος αξιοσημείωτη προσωπικότητα: υψηλής καταγωγής (ήταν βαρόνος, γεννημένος στο Ουίνδσορ και ο πατέρας του ήταν ιδιαίτερος γραμματέας της βασίλισσας Βικτωρίας), με σπουδές στο Ήτον και την Οξφόρδη, διετέλεσε διπλωμάτης και, στη συνέχεια, εξελέγη στη Βουλή των Κοινοτήτων με το φιλελεύθερο κόμμα –πράγμα ήδη ασυνήθιστο για έναν ευγενή. Επειδή ήταν αντίθετος στην είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας στον πόλεμο του 1914, μεταπήδησε στο εργατικό κόμμα και, όταν και αυτό προσχώρησε στο πολεμικό μέτωπο, αποχώρησε και απ’ αυτό λόγω των ειρηνιστικών πεποιθήσεών του και ίδρυσε, μαζί με μερικούς ακόμα άγγλους φιλελεύθερους, την Union of Democratic Control. Μέσα από το έντυπο της Ένωσης, το Foreign Affairs, ασκούσε δριμεία κριτική στην εξωτερική πολιτική της χώρας του, πράγμα που του στοίχισε πολλές διώξεις.
Στο έργο του αυτό συγκέντρωσε και ανέλυσε διάφορα ψεύδη που επινοήθηκαν και διαδόθηκαν κατά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία και, κυρίως, στη Βρετανία. Έτσι, περιέγραψε κάποιους ουσιώδεις μηχανισμούς πολεμικής προπαγάνδας, τους οποίους μπορούμε να συνοψίσουμε σε δέκα «εντολές». Εγώ συστηματοποίησα αυτές τις «εντολές» σε δέκα κεφάλαια, που αποτελούν το βασικό νήμα του ανά χείρας βιβλίου. Για την κάθε μια από αυτές τις αρχές, επιδίωξα να αποδείξω ότι αυτές δεν λειτούργησαν βεβαίως μόνο κατά τον α΄ π.π. και ότι, έκτοτε, χρησιμοποιήθηκαν τακτικά από τα εμπλεκόμενα μέρη και σε άλλες συγκρούσεις, μέχρι και τις πιο πρόσφατες.
Οι αρχές αυτές είναι:
1. Εμείς δεν θέλουμε τον πόλεμο.
2. Μόνο υπεύθυνο για τον πόλεμο είναι το αντίπαλο στρατόπεδο.
3. Ο ηγέτης του αντίπαλου στρατοπέδου έχει το πρόσωπο του διαβόλου (ή: «Το τέρας υπηρεσίας»)
4. Εμείς υπερασπιζόμαστε έναν ευγενή σκοπό, όχι, ιδιαίτερα συμφέροντα
5. Ο εχθρός διαπράττει συνειδητά αγριότητες· εμείς, αν μας ξεφεύγει κάποια γκάφα, είναι αθέλητη
6. Ο εχθρός χρησιμοποιεί απαγορευμένα όπλα
7. Έχουμε ελάχιστες απώλειες, οι απώλειες του εχθρού είναι τεράστιες
8. Οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι στηρίζουν τον αγώνα μας
9. Ο αγώνας μας έχει ιερό χαρακτήρα
10. Όποιος αμφιβάλλει για την προπαγάνδα μας είναι προδότης.
Δεν θα επιχειρήσω να αξιολογήσω την καθαρότητα των προθέσεων του καθενός. Δεν ψάχνω εδώ να βρω ποιος ψεύδεται και ποιος λέει την αλήθεια, ποιος είναι καλόπιστος και ποιος όχι. Μόνος μου σκοπός είναι να εκθέσω τις αρχές της προπαγάνδας, οι οποίες χρησιμοποιούνται ομοθύμως, και να περιγράψω τους μηχανισμούς της.
(…)
Αρχή 3: Ο ηγέτης του αντίπαλου στρατοπέδου έχει το πρόσωπο του διαβόλου
Δεν μπορεί να μισεί κανείς μία ομάδα ανθρώπων στο σύνολό της, έστω και αν αυτή παρουσιάζεται ως ο εχθρός. Είναι λοιπόν πιο αποτελεσματικό να συγκεντρώσουμε αυτό το μίσος στον αντίπαλο ηγέτη. Ο εχθρός έτσι θα έχει ένα πρόσωπο, και το πρόσωπο αυτό θα είναι προφανώς μισητό. Δεν θα πολεμάμε μόνο ενάντια στους «Γερμαναράδες» ή τους Japs, αλλά πιο συγκεκριμένα ενάντια στον Ναπολέοντα, τον Κάιζερ, τον Μουσσολίνι, τον Χίτλερ, τον Νάσερ, τον Καντάφι, τον Χομεϊνί, τον Σαντάμ Χουσεΐν ή τον Μιλόσεβιτς. Αυτό το μισητό σκιάχτρο θα αποκρύπτει την πολυμορφία του πληθυσμού τον οποίο διοικεί, όπου ο απλός πολίτης θα μπορούσε να ξαναβρεί τα alter ego του.
Για να αποδυναμώσουμε τη θέση του αντιπάλου, πρέπει να εμφανίσουμε τουλάχιστον ως ανίκανους τους αρχηγούς του και ως αμφίβολη την αξιοπιστία και την ακεραιότητά τους.
Μία απλή μέθοδος συνίσταται στο να βάζουμε μέσα σε εισαγωγικά τις λέξεις «πρόεδρος» ή «στρατηγός» όταν πρόκειται για εχθρούς, πράγμα που αμέσως υπονομεύει τη νομιμοποίησή τους: ο «πρόεδρος» Κάρατζιτς, ο «στρατηγός» Μλάντιτς …
Αλλά, όσο το δυνατόν περισσότερο, πρέπει να δαιμονοποιήσουμε αυτόν τον αντίπαλο αρχηγό, να τον παρουσιάσουμε σαν το σκουπίδι που πρέπει να απομακρύνουμε, σαν τον τελευταίο των δεινοσαύρων, τρελό, βάρβαρο, διαβολικό εγκληματία, χασάπη, υπονομευτή της ειρήνης, εχθρό της ανθρωπότητας, τέρας … Αυτό το τέρας είναι η ρίζα του κακού. Ο σκοπός του πολέμου επομένως είναι να τον συλλάβουμε, η δε κατανίκησή του θα σημάνει άμεση επάνοδο στην ηθική και τον πολιτισμό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το πορτραίτο αυτό του εχθρού μπορεί να μας φαίνεται δικαιολογημένο, αλλά δεν πρέπει να χάνουμε απ’ τα μάτια μας ότι αυτό το τέρας συχνά είναι αξιόπιστος συνομιλητής πριν τη σύγκρουση, ενίοτε μάλιστα και μετά τη νίκη ή την ήττα.
Έτσι, αμέσως πριν τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, η αυτοκρατορική οικογένεια της Αυστρίας διατηρεί τις καλύτερες των σχέσεων με την βασιλική οικογένεια του Βελγίου, ο δε γερμανός Κάιζερ χαίρει μέγιστης εκτίμησης στη Μεγάλη Βρετανία. Λίγους μήνες πριν ξεσπάσει η σύγκρουση, η εφημερίδα Evening News τον παρουσιάζει ως τέλειο τζέντλεμαν:
Στον Κάιζερ βλέπουμε όλοι έναν τζέντλεμαν ευγενέστατου χαρακτήρα, που ο λόγος του αξίζει περισσότερο από την τυπική δέσμευση πολλών άλλων, έναν επισκέπτη τον οποίο χαιρόμαστε πάντα να καλωσορίζουμε και λυπόμαστε όταν τον βλέπουμε να φεύγει, έναν μονάρχη ο οποίος τρέφει για τον λαό του φιλοδοξίες βασισμένες στα ίδια δίκαια με τις δικές μας.
Όταν όμως ξεσπά η σύγκρουση, οι πιο τρελές επικρίσεις αρχίζουν να διατυπώνονται εις βάρος του Kronprinz [του διαδόχου], για τον οποίο θα γραφεί ότι είναι … πορτοφολάς και ότι χαστούκισε τον πατέρα του, και ιδίως του γέρου Κάιζερ. Ο τελευταίος γρήγορα μετατρέπεται σε τρελό, δολοφόνο και χασάπη, όπως φαίνεται και από την παρακάτω επιστολή του σερ W.B. Richmond η οποία δημοσιεύτηκε στην Ντέιλυ Μέιλ της 22-9-1914 (η έμφαση δική μου)
Ο ψυχοπαθής Γουλιέλμος δεν θα κάνει την Αγγλία να τρέμει, ούτε την πολιτισμένη Ευρώπη, ούτε την Ασία, ακόμη κι αν ο καθεδρικός της Ρενς καταστράφηκε κατά διαταγήν του.
Αυτή η τελευταία πράξη του βάρβαρου ηγέτη το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να μας κάνει να πυκνώσουμε τις γραμμές μας για να απαλλαγούμε από αυτή τη μάστιγα που όμοιά της δε γνώρισε ποτέ ο πολιτισμένος κόσμος.
Ο τρελός, σκάβει μόνος του τον λάκκο του. Το τέρας δεν μας τρομάζει· θα σφίξουμε τα δόντια, ξέροντας καλά ότι, ακόμη κι αν χρειαστεί να πεθάνουμε μέχρις ενός, ο σύγχρονος Ιούδας και το σατανικό σινάφι του θα σαρωθούν τελικά.
Η μεγάλη μας Αγγλία θα χύσει πρόθυμα το αίμα της για να απαλλάξει τον πολιτισμό από έναν εγκληματία μονάρχη και την εγκληματική αυλή του, που κατάφεραν να μεταμορφώσουν έναν πειθήνιο λαό σε ορδή αγρίων. Για τον Κάιζερ, μόνο κρεμάλα· αν τον τουφεκίζαμε, θα του προσφέραμε τον έντιμο θάνατο ενός στρατιώτη.
Ανάλογα γράφτηκαν και στους Τάιμς της 15ης Μαΐου 1915, ενώ το εντιτόριαλ του Ντέιλι Εξπρές εισηγούνταν την αποβολή του Κάιζερ από το Τάγμα της Περικνημίδος.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Γουλιέλμος κατέφυγε στην Ολλανδία.
Το άρθρο 227 της συνθήκης των Βερσαλλιών προέβλεπε σαφώς ότι έπρεπε να δικαστεί για ύψιστη προσβολή της διεθνούς ηθικής και της ιερότητας των συνθηκών. Οι νικητές λοιπόν ζήτησαν επίσημα την έκδοσή του, αλλά οι Ολλανδοί αρνήθηκαν. Οι σύμμαχοι, κρύβοντας μετά δυσκολίας την ανακούφισή τους, οχυρώθηκαν πίσω από αυτή την άρνηση και είχαν τη σύνεση να μην ξεκινήσουν ποτέ αυτή τη δίκη, στην οποία χωρίς αμφιβολία θα αποδεικνυόταν η ισχνότητα των «αποδείξεων» εις βάρος του.
Για παράδειγμα: στον γαλλικό τύπο αναπαραγόταν διαρκώς ως τεκμήριο της προσωπικής ευθύνης του Κάιζερ μία επιστολή που φέρεται να είχε αποστείλει στον αυτοκράτορα της Αυστρίας, με το εξής περιεχόμενο: «Η καρδιά μου σχίζεται, αλλά πρέπει να περάσουμε τα πάντα διά πυρός και σιδήρου, να στραγγαλίσουμε άντρες και παιδιά, γυναίκες και γέροντες, να μην αφήσουμε όρθιο ούτε σπίτι, ούτε δέντρο! Με τέτοιες πράξεις που γεννούν τον τρόμο, τις μόνες που μπορούν να γονατίσουν έναν λαό εκφυλισμένο όπως ο γαλλικός, ο πόλεμος θα τελειώσει πριν περάσουν δυο μήνες, ενώ αν δείξω ανθρωπιστικούς δισταγμούς, μπορεί να κρατήσει χρόνια». Την επιστολή αυτή την παρουσίασαν δύο Γάλλοι καθηγητές διεθνούς δικαίου, αναφέροντας ως πηγή τον καρδινάλιο Σαρμετάν. Κανείς όμως δεν εξήγησε πού βρήκε ο καρδινάλιος την επιστολή και πώς βεβαιώθηκε για τη γνησιότητά της. Πιθανότατα ήταν πλαστή.
Αυτές τις τρομερές κατηγορίες οι σύμμαχοι γρήγορα τις ξέχασαν μετά στη σύγκρουση και επέτρεψαν στον Γουλιέλμο, ο οποίος είχε αποκληθεί «Αττίλας» κατά τον πόλεμο, να συνεχίσει ήσυχα τη ζωή του στην Ολλανδία, όπου και πέθανε μετά από χρόνια. Το τέρας ξαναέγινε το alter ego των άλλων αρχηγών κρατών, λίγο-πολύ όπως και άλλα τέρατα «ορισμένου χρόνου», όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν ή ο Γιάσερ Αραφάτ, που επί μακρόν τα δυτικά ΜΜΕ τον δαιμονοποιούσαν (δολοφόνος, τρομοκράτης …) πριν να γίνει σεβαστός συνομιλητής, άξιος να υψώνει το ποτήρι του με άλλους αρχηγούς κρατών και να τον υποδέχονται ως φίλο ο πρόεδρος των ΗΠΑ και ο Πάπας.
Ο αρχηγός του αντίπαλου στρατοπέδου, όποιες κι αν είναι κατά τα λοιπά οι πραγματικές διαστροφές του, πρέπει να παρουσιαστεί υπό ένα φως απάνθρωπο, τερατώδες, σαν κάποιος ψυχικά διαταραγμένος.
Ο Χίτλερ μπορεί να εμφάνιζε πράγματι ψυχολογικά χαρακτηριστικά μάλλον ανησυχητικά. Όταν όμως οι Σύμμαχοι διένειμαν μία σύντομη ταινία από την υπογραφή της παράδοσης της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940, διέδωσαν την εικόνα ενός ανισόρροπου. Οι λίγες εικόνες στις οποίες ο Χίτλερ, χαμογελώντας ικανοποιημένος, βαράει προσοχές ανυψώνοντας το γόνατο, πολλαπλασιάστηκαν τεχνητά για να δώσουν την ψευδαίσθηση ότι χορεύει επί τόπου από τη χαρά του! Aυτό το «τσάμικο» του Χίτλερ επιβεβαίωσε, στις μη κατειλημμένες σύμμαχες χώρες όπου προβλήθηκε, ότι ο Γερμανός ηγέτης ήταν στην πραγματικότητα τρελός για δέσιμο.
Από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ο Χίτλερ θεωρήθηκε τόσο αρχετυπικό δείγμα του κακού που κάθε αντίπαλος αρχηγός υποχρεωτικά συγκρίνεται μαζί του, γίνεται ο άμεσος κληρονόμος ή ο σωσίας του.
Τουλάχιστο τη στιγμή της σύγκρουσης … διότι η προπαγάνδα δημιουργεί διάφορους Χίτλερ ορισμένου χρόνου. Όπως ήταν φυσικά ο Στάλιν, ο Μάο, ο Κιμ Ιλ Σουνγκ ή ο Τσαουσέσκου –ο οποίος ωστόσο φωτογραφήθηκε πλειστάκις συνοδεία εκλεκτών κυρίων όπως ο βασιλιάς Μπωντουέν του Βελγίου, ο Σαρλ ντε Γκωλ, ο αμερικανός πρόεδρος Νίξον …
Πιο πρόσφατα, ο Σαντάμ, που στο παρελθόν είχε παρουσιαστεί ως ο καλύτερος «κοσμικός» σύμμαχός μας ενάντια στο Ιράν των Αγιατολλάχ, παραλληλίστηκε με τον ναζιστή δικτάτορα ακόμα και εμφανισιακά: με ένα ελαφρό φωτογραφικό ρετουσάρισμα, για να ψαλιδιστεί το μουστάκι του, εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του Νιούζγουικ ως σωσίας του Χίτλερ.
Δεν πήγε πίσω και ο Μιλόσεβιτς: το ιταλικό Εσπρέσσο της 9-4-1999 κυκλοφόρησε με τον τίτλο Χιτλερόσεβιτς στο εξώφυλλο, ενώ η σχετική εικόνα εμφάνιζε ένα κεφάλι που το μισό του πρόσωπο ήταν εκείνο του Χίτλερ και το άλλο μισό του Μιλόσεβιτς. Την ίδια σκηνοθεσία χρησιμοποίησε το Le Vif–L’Express στο τεύχος 2 με 8 Απριλίου, πληροφορώντας μας επίσης ότι εκείνος που τρία χρόνια νωρίτερα τσούγκριζε το ποτήρι του με τον Σιράκ και τον Κλίντον είναι ένας νευρωτικός του οποίου και οι δύο γονείς, ακόμη και ο εκ μητρός θείος του, έχουν αυτοκτονήσει –προφανή συμπτώματα κληρονομικής ψυχικής ανισορροπίας … Το περιοδικό δεν παρέθετε κανέναν λόγο, κανένα γραπτό τού «αφέντη του Βελιγραδίου» αλλά απλώς αναφερόταν στις ανώμαλες αλλαγές της διάθεσής του, στις νοσηρές και απότομες εκρήξεις οργής του: «Όταν οργιζόταν, το πρόσωπό του συστρεφόταν. Μετά, στη στιγμή, ανακτούσε την ψυχραιμία του».
Ο αδελφός του είναι λαθρέμπορος τσιγάρων, μας πληροφορεί η Μοντ στις 8 Απριλίου 1999, η γυναίκα του είναι μια αρριβίστρια, φιλόδοξη και ανισόρροπη, τα δε ψυχολογικά της προβλήματα ανάγονται στο γεγονός ότι ο πατέρας της την αναγνώρισε καθυστερημένα … Και το Vif διατύπωνε στο συμπέρασμα: ο Σλόμπο και η Μίρα δεν είναι ζευγάρι, είναι εγκληματική οργάνωση.
Η τεχνική της δαιμονοποίησης του αρχηγού των εχθρών είναι δραστική και πιθανότατα θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται για καιρό. Στον αναγνώστη και τον πολίτη χρειάζονται «καλοί» και «κακοί» ορισμένοι ξεκάθαρα, και το απλούστερο μέσο γι’ αυτό είναι να αποκαλούμε τον εκάστοτε κακό «νέο Χίτλερ». Απ’ τη στιγμή που θα γίνει αυτό, όποιος θα ήθελε όχι να τον υπερασπιστεί, αλλά απλώς να εκφράσει αμφιβολίες αν είναι πράγματι η επακριβής ενσάρκωση του κακού, αυτόματα απαξιώνεται.
(…)
Αρχή 10: Όποιος αμφιβάλλει για την προπαγάνδα μας είναι προδότης
Ο λόρδος Πόνσονμπυ είχε ήδη παρατηρήσει ότι κάθε προσπάθεια να εκφράσει κανείς αμφιβολίες για τις αφηγήσεις των υπηρεσιών προπαγάνδας αμέσως θεωρούνταν έλλειψη πατριωτισμού, ή μάλλον προδοσία.
Ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος βρίθει παραδειγμάτων. Στη Γαλλία, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ήταν μια ιστορία για «εκατό παιδιά που οι Γερμανοί τούς έκοψαν τα χέρια». Ένα άρθρο που προέβαλλε τον σχετικό ισχυρισμό υποβλήθηκε για δημοσίευση στη Φιγκαρό, υπογεγραμμένο από δύο διάσημους καθηγητές. Ο τότε υπουργός τύπου Κλοτς θεώρησε το άρθρο ανεπιβεβαίωτο και ζήτησε από το έντυπο να μην το δημοσιεύσει. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την οργισμένη αντίδραση του διευθυντή, πρότεινε στους συγγραφείς να διοργανωθεί ανεξάρτητη έρευνα με την παρουσία του αμερικανού πρεσβευτή και τους ζήτησε να του υποδείξουν τον ακριβή τόπο όπου υποτίθεται ότι διαπράχθηκε αυτό το έγκλημα. Όπως αφηγείται στα απομνημονεύματά του, «ακόμα περιμένω την απάντηση».
Ένας γάλλος δάσκαλος όμως απολύθηκε και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση επειδή αμφισβήτησε τις κατηγορίες εις βάρος των Γερμανών για ωμότητες, ή πάντως υπονόησε δημοσίως ότι και οι Γάλλοι δεν πήγαιναν πίσω. Ένας καθηγητής στο γαλλικό λύκειο του Καΐρου επίσης απολύθηκε από την Mission laïque επειδή «αποσιώπησε» τις αγριότητες του εχθρού. Η Société d’études documentaires et critiques sur la guerre [Εταιρία μελετών τεκμηρίωσης και κριτικής για τον πόλεμο], που είχε ιδρυθεί με σκοπό να διερευνήσει τις ευθύνες που τυχόν είχε κάθε χώρα στη σύγκρουση, υπήρξε αντικείμενο επίμονου «ενδιαφέροντος» εκμέρους της αστυνομίας, και οι χαφιέδες ήταν μόνιμα παρόντες τις συνεδριάσεις της. Το 1917, η λειτουργία της απαγορεύθηκε τελείως με απόφαση υπουργού.
Στη Μεγάλη Βρετανία, η θέση όσων αντιτάχθηκαν στην πολεμική προπαγάνδα επίσης δεν ήταν αξιοζήλευτη. Η Union of Democratic Control υφίστατο ασταμάτητη παρακολούθηση της αλληλογραφίας, του τηλεφώνου και των συνεδριάσεών της από την Σκότλαντ Γυαρντ. Προβοκάτορες διέκοπταν τις εκδηλώσεις της, κατέστρεφαν τα πανώ και χειροδικούσαν κατά των ομιλητών και των ακροατών. Σύντομα, κανείς δεν ήθελε να της νοικιάσει αίθουσα. Η αστυνομία εισέβαλλε τακτικά στο γραφείο και στην οικία του Μορέλ, ενός από τα ιδρυτικά μέλη, τα έγγραφά του κατασχέθηκαν, ενώ ο τύπος τον κατηγορούσε τακτικά ότι ήταν στην υπηρεσία του εχθρού και ζητούσε να συλληφθεί –όπως και έγινε τελικά, για να καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα.
Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Θήοντορ Ρούζβελτ κατά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο είχε γράψει: «όποιος στις Ηνωμένες Πολιτείες εκφράσει άμεσα ή έμμεσα συμπάθεια για τη Γερμανία, πρέπει να συλληφθεί, να τουφεκισθεί, να απαγχονισθεί ή να φυλακισθεί για την υπόλοιπη ζωή του». Και πράγματι, ύποπτοι για αντίθεση στην είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο στάλθηκαν στη φυλακή, ή διαπομπεύθηκαν με πίσσα και πούπουλα!
Αντιστοίχως, στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο ο Φ.Ντ. Ρούζβελτ, μιλώντας για τους απομονωτιστές, έλεγε ότι «αυτοαποκαλούνται Αμερικανοί αλλά θέλουν να καταστρέψουν την Αμερική, να αποδυναμώσουν τη δημοκρατία και να καταστρέψουν την πίστη του ελεύθερου ανθρώπου στα ιδανικά του» και χαρακτήριζε τη στάση τους «αντεθνική» [unpatriotic].
Κατά τον ψυχρό πόλεμο, επίσης, όσοι δεν συμμετείχαν ενεργά στον αντικομμουνιστικό αγώνα στιγματίζονταν ως προδότες.
Ακόμα σήμερα, στη Βόρεια Ιρλανδία, στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, ή στην Κύπρο[1], όσοι κηρύσσουν τη συμφιλίωση ή μετέχουν σε μικτές ομάδες συχνά κατηγορούνται για προδοσία.
Ο πόλεμος κατά της Γιουγκοσλαβίας δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι αναπαρήγαγαν υπάκουα όσα ανακοίνωνε κάθε μέρα ο εκπρόσωπος τύπου του ΝΑΤΟ Τζέιμι Σέι στα «μπρήφινγκ» του. Ωστόσο, κάποιοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Renaud, ο Ζορζ Μουστακί ή ο φλαμανδός τραγουδιστής Άρνο, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην γενική ευφορία και εξέφρασαν επιφυλάξεις. Αμέσως κατηγορήθηκαν ότι είναι αντι-δυτικοί, αντιδημοκράτες, με δυο λόγια «υποστηρικτές του Μιλόσεβιτς». Τα ΜΜΕ λύσσαξαν εναντίον τους και αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν τις απόψεις τους. Θύματα βίαιων εκστρατειών δυσφήμισης υπήρξαν ο Ρεζίς Ντεμπραί και ο αυστριακός θεατρικός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε.
(…)
Η αμφιβολία κάνει καλό
Συνοψίζοντας:
η περιγραφή αυτών των αρχών προπαγάνδας θέτει ορισμένα ερωτήματα, όπως:
- Έχει τελικά σημασία η αλήθεια;
- Μήπως η συστηματική αμφιβολία φέρνει κάποιους κινδύνους;
(…)
Έχουμε δει τόσες φορές στην ιστορία «πληροφορίες» οι οποίες είχαν κινητοποιήσει τους πολεμοχαρείς να διαψεύδονται στη συνέχεια χωρίς αυτό να αλλάζει κάτι, ώστε καταλήγουμε πράγματι να αναρωτηθούμε αν η αλήθεια έχει καμία σημασία.
Το να μην είσαι εύπιστος δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην αλήθεια. Υπάρχουν, ασφαλώς, αλήθειες που είναι «απρόσιτες», λόγω της φύσεως των γεγονότων ή λόγω των μέσων διερεύνησης που τώρα διαθέτουμε. Αλλά προφανώς η αλήθεια δεν παύει να υπάρχει επειδή εμείς δεν την γνωρίζουμε. Ήταν άραγε 200.000 ή 20.000 οι νεκροί στη Βοσνία; 1.500 ή 45.000 τα θύματα της σφαγής στο Σετίφ της Αλγερίας από τον γαλλικό στρατό;
Αν η εκτίμηση του αριθμού των θυμάτων των Σέρβων στο Κόσοβο κυμαίνεται μεταξύ 500.000 και 2.500, αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι ο αριθμός αυτός δεν είναι ένα πραγματικό και αντικειμενικό δεδομένο. Παραδόξως, ωστόσο, όσοι διαλαλούσαν με βεβαιότητα τον αριθμό των θυμάτων όταν ήταν αδύνατο να τον γνωρίζουμε, αποφασίζουν ξαφνικά ότι ο αριθμός αυτός τελικά είναι άνευ σημασίας και ενδιαφέροντος όταν αποκτήσουμε σοβαρά δεδομένα για να τον εκτιμήσουμε …
Εξάλλου, θα ήταν ιδιαίτερα αφελές να φανταστούμε ότι αρκεί να φέρουμε αντιμέτωπες τις δύο εκδοχές για να ανακαλύψουμε την αλήθεια στη μέση. To in medio stat veritas (η αρετή βρίσκεται στη μέση) δεν είναι ένα απόφθεγμα που ταιριάζει στην ιστορική αλήθεια. Διότι, πράγματι, είναι δυνατό να ψεύδεται μόνο το ένα από τα δύο στρατόπεδα, ή μόνο το ένα να δέχεται πραγματική επίθεση χωρίς να έχει θελήσει τον πόλεμο. Αλλά η κρίση για το ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος είναι ιδιαιτέρως λεπτή.
Αυτό αλλάζει άραγε στ’ αλήθεια τα πράγματα; Τα ψεύδη, ακόμη και τα ενάρετα, παραμένουν ψεύδη και φυσικά μεταβάλλουν τη γνώση της αλήθειας. Και αν νομίζουμε ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί άραγε επινοήθηκαν όλες αυτές οι πλαστογραφίες εάν δεν ήταν κρίσιμες για τη δημιουργία της συναίνεσης που ήταν απαραίτητη για την κήρυξη και τη συνέχιση του πολέμου.
Το άλλο ερώτημα μας παραπέμπει στους κινδύνους του σχετικισμού. Αφού όλοι λένε το ίδιο πράγμα και χρησιμοποιούν τα ίδια επιχειρήματα, μήπως πρέπει να τους βάλουμε όλους στο ίδιο τσουβάλι;
Έχουμε καταλάβει ότι οι περισσότεροι υπεύθυνοι επικοινωνίας ψεύδονται, αλλά αν μη τι άλλο ελπίζουμε ότι εμείς διαφέρουμε. Εμείς που είμαστε δημοκράτες, αλτρουιστές (σε αντίθεση με τους άλλους που λένε ότι είναι αλτρουιστές, χωρίς να είναι), υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εμείς –κατ’ εξαίρεση- θα είμαστε διαφορετικοί, δεν θα μας πουν ψέματα αυτή τη φορά, Δεν θα πούμε ψέματα, θα κάνουμε πόλεμο για σωστούς λόγους …
Στην πραγματικότητα, αν οι εγκληματίες, για να πείσουν τους καλόπιστους ανθρώπους, χρησιμοποιούν τη γλώσσα που αυτοί οι τελευταίοι θέλουν να ακούσουν, ίσως αυτό σημαίνει ότι αυτά τα αλτρουιστικά επιχειρήματα αντιστοιχούν σε οικουμενικές αξίες ηθικής. Ακόμα και τα πιο απεχθή εγχειρήματα τυλίγονται έτσι μέσα σε ευγενείς αιτιολογήσεις ηθικού ιδεαλισμού τις οποίες αναμένει το κοινό προκειμένου να πειστεί για το βάσιμο αυτών των εγχειρημάτων.
Αλλά ταυτόσημες φράσεις («σπεύδουμε προς σωτηρία ενός διωκόμενου πληθυσμού») μπορούν να κρύβουν διαφορετικές πραγματικότητες. Το να χρησιμοποιεί κανείς πραγματικούς διωγμούς προς ίδϊους σκοπούς δεν είναι προφανώς το ίδιο πράγμα με το να τους επινοεί τεχνητά ως άλλοθι. Η εργαλειοποίηση των σφαγών δεν σημαίνει ότι αυτές δεν υπήρξαν· αλλά δεν είναι ευχερές να εξακριβώσουμε την πραγματικότητα κάτω από τις λέξεις.
Όσο για το ερώτημα ποιους κινδύνους έχει η υπερβολική κριτική, μπορούμε ασφαλώς να επισημάνουμε ότι η υπερβολική επιφυλακτικότητα μπορεί να παραλύσει κάθε δράση τη στιγμή ακριβώς που χρειάζεται δράση. Επ’ αυτού, κάποιοι εκτιμούν ότι οι Αγγλο-αμερικανοί, κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, υπήρξαν πολύ σκεπτικιστές απέναντι στις πληροφορίες για τα εγκλήματα των Ναζί στα στρατόπεδα, επειδή ήταν «κουμπωμένοι» από τα ψέματα της βρετανικής προπαγάνδας για τα γερμανικά εγκλήματα της περιόδου 1914-18.
Γενικώς, βρίσκουμε πάντοτε πολύ ωραίο να υπάρχουν σκεπτικιστές ανάμεσα στις τάξεις των εχθρών μας, αλλά όχι στις δικές μας. Ωστόσο, η υπερβολική κριτική –ακόμη και όταν μπορεί να απολήγει σε αποκαρδιωτικές ανοησίες όπως ο αρνητισμός- δεν προκάλεσε ποτέ νεκρούς, και ο σκεπτικισμός μού φαίνεται ότι επιφέρει λιγότερο τραγικές συνέπειες απ’ ό,τι η τυφλή ευπιστία. Η συστηματική αμφιβολία μού φαίνεται ακόμα ότι αποτελεί το καλύτερο αντίδοτο στο δηλητήριο της πλύσης εγκεφάλου κατ’ οίκον που μας ενσταλάζουν καθημερινά τα ΜΜΕ, είτε πρόκειται για διεθνείς, για ιδεολογικές ή για κοινωνικές συγκρούσεις.
Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, επίσης, επιχειρούν να μας πείσουν, με όλα τα μέσα που περιγράφονται στην τρίτη αρχή του Πόνσονμπυ, ότι οι συνδικαλιστές, όταν βρίσκονται επικεφαλής μιας κίνησης ρήξης με τον διαχειριστικό συνδικαλισμό, είναι οι χείριστοι των αιμοσταγών τεράτων. Τα ΜΜΕ μας τους περιγράφουν τότε ως προβοκάτορες, χειραγωγητές, δημαγωγούς, τυχοδιώκτες, «γκουρού», μαφιόζους, συνωμότες, τρομοκράτες … Και τους κολλάνε χαρακτηρισμούς κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτους: μικρόνους, δεσποτικός, βίαιος, τυρρανικός, ανεύθυνος …
Δική μας δουλειά είναι να αμφιβάλλουμε. Σε ό,τι είδους πόλεμο και να βρισκόμαστε: θερμό, ψυχρό ή χλιαρό …
[1] Τετρακόσιοι Έλληνες και Τούρκοι του νησιού υποβλήθηκαν σε αιμοληψία για να βρεθεί κάποιος δότης μυελού των οστών που θα μπορούσε να σώσει δύο παιδιά από τη λευχαιμία. Οι αρχές, τόσο οι ελληνικές όσο και οι τουρκικές, δεν είδαν με καλό μάτι την πρωτοβουλία, που οφειλόταν σε «μικτές» ομάδες. Ο τύπος κατηγόρησε για προδοσία όσους μετείχαν σε αυτές τις διακοινοτικές ομάδες (Le Vif-L’Express, 14 Απριλίου 2000).
Η Anne Morelli (γεν. 1948) είναι βελγίδα ιστορικός ιταλικής καταγωγής με πολλές δημοσιεύσεις –κυρίως στα γαλλικά- για την ιστορία των θρησκειών, του εθνικισμού, της μετανάστευσης και του εργατικού κινήματος. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί συρραφή επιλεγμένων αποσπασμάτων από το βιβλίο της Principes élémentaires de propagande de guerre (utilisables en cas de guerre froide, chaude ou tiède…), Labor, Βρυξέλλες 2001.
(Πηγή: nomadicuniversality)
- Τι είναι το Internet των Σωμάτων;
- OpenAI: Τώρα το ChatGPT και μέσω τηλεφώνου
- Φάμελλος: Η ακρίβεια και τα υπερκέρδη, το βασικό πολιτικό επίδικο της εποχής
- Αντόνιο Κόστα: H Διεύρυνση της ΕΕ είναι η πιο σημαντική γεωπολιτική επένδυση για την ειρήνη
- Μητσοτάκης: Η θέση της Σερβίας είναι στην οικογένεια της Ευρώπης