Σαν σήμερα οι δρόμοι της ελληνικής πρωτεύουσας γέμισαν από εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά που πανηγύριζαν την αποχώρηση των γερμανικών, ναζιστικών στρατευμάτων.
12 Οκτωβρίου 1944, η πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα κατακλύζεται από χιλιάδες κόσμου.
Λίγο νωρίτερα στρατιώτες των Ναζί έχουν κατεβάσει την σβάστικα από τον ιστό της Ακρόπολης.
Τα πρόσωπα των ανθρώπων, ισχνά στην πλειοψηφία τους, λόγω των κακουχιών της γερμανικής κατοχής, φωτίζονται από λαμπερά χαμόγελα…
Οι γερμανοί Ναζί κατακτητές εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα.
Η Αθήνα και σε λίγες μέρες ολόκληρη η Ελλάδα, είναι ελεύθερη και πάλι.
Τι προηγήθηκε
Στις 9 Οκτωβρίου, οι αγγλοσοβιετικές συζητήσεις στη Μόσχα, είχαν με τρόπο κυνικό διευθετήσει το μοίρασμα των βαλκανικών λαών στις σφαίρες επιρροής των ισχυρών. Η Ελλάδα ανήκε στους Δυτικούς κατά 90% και στους Σοβιετικούς μόλις κατά 10%.
Από τις 7 Οκτωβρίου είχε ξεκινήσει η απόβαση των βρετανικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.
Το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το στρατιωτικό του σκέλος, ο ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), που είχαν ιδρυθεί με πρωτοβουλία του ΚΚΕ ήταν αδιαμφισβήτητα η ισχυρότερη δύναμη στην Ελλάδα, γεγονός που είχε προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία στον ίδιο τον βρετανό πρωθυπουργό, Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Μονάδα ιππικού του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ το 1944
Ως προς τις ελληνικές ισορροπίες, το Συνέδριο του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, οδήγησε στον σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η Συμφωνία της Καζέρτας, που υπογράφηκε απ’ όλες τις πλευρές, προέβλεπε πως όλα τα αντάρτικα σώματα που δρούσαν στην Ελλάδα θα υπάγονταν στις υπηρεσίες της ελληνικής κυβέρνησης και κατ’ επέκταση στις διαταγές του επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα, στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι.
Κάθε μέρα που περνούσε όμως και οι δύο συμφωνίες αποδεικνύονταν όλο και πιο εύθραυστες.
Αναμνηστική φωτογράφια του Συνεδρίου του Λιβάνου
Ο Γεώργιος Παπανδρέου στην ελεύθερη Αθήνα
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 όμως, όλα αυτά είχαν καλυφθεί πίσω από τις ιαχές, τους πανηγυρισμούς και τις αγκαλιές των ανακουφισμένων και ελεύθερων ξανά Αθηναίων, που γιόρταζαν την απελευθέρωσή τους και που έξι ημέρες μετά, στις 18 Οκτωβρίου του 1944 θα υποδέχονταν τον πρωθυπουργό και πρόεδρο της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, Γεώργιο Παπανδρέου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17. 10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 17ης Οκτωβρίου 1964: «Αι πύλαι της Ελλάδος είχαν ανοιχθή εις την κυβέρνησιν χωρίς αιματοχυσίαν. Ο κ. Παπανδρέου επέβαινε του πρώτου ανοικτού αυτοκινήτου συνοδευόμενος από τον στρατηγόν Σκόμπυ. Αφού ανήλθεν εις την Ακρόπολιν, όπου ύψωσε την Ελληνικήν σημαίαν κατηυθύνθη εις την Μητρόπολιν, όπου εψάλη δοξολογία και κατόπιν ενώπιον μυριάδων λαού εξεφώνησεν από τον εξώστην του Υπουργείου Συγκοινωνίας τον περίφημον λόγον της απελευθερώσεως:
«Ασπαζόμεθα την Ιεράν γην της ελευθέρας Πατρίδος…Οι βάρβαροι αφού εβεβήλωσαν επυρπόλησαν και εδήωσαν επί τρία και ήμισι έτη, πιεζόμενοι πλέον από την συμμαχικήν νίκην και την εθνικήν μας αντίστασιν, τρέπονται εις φυγήν. Και η κυανόλευκος κυματίδζει μόνη εις την Ακρόπολιν».
Στην τελετή του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου βρίσκεται και πάλι στη θέση του πρωθυπουργού, αυτή τη φορά ως πρόεδρος της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου, και θα θυμηθεί τις ημέρες εκείνες του ’44.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 20. 10.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Συνέβη να είμαι τότε, εις τον καιρόν της Απελευθερώσεως, Πρόεδρος της Κυβερνήσεως της Εθνικής Ενώσεως, εις την οποίαν μετείχον πρόσωπα όλων των οργανώσεων Εθνικής Αντιστάσεως. (…) Την 12ην Οκτωβρίου οι Γερμανοί εγκατέλειψαν τας Αθήνας. Ενωρίτερον είχον εγκαταλείψει την Πελοπόννησον. Βραδύτερον εγκατέλειψαν την άλλην Ελλάδα. Διά τούτο ωρίσαμεν ως ημέραν εορτασμού της Απελευθερώσεως την πρώτην Κυριακήν έπειτα από την 12ην Οκτωβρίου».
»Ένδοξον εις τους αιώνας, θα είναι το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου (…) Αλλά όπως δικαίως επορτάζεται το ανένδοτον «Όχι», ήτο επίσης πρέπον να εορτασθή και το άγιον «Ναι»: Η Νίκη, η Απελευθέρωσις, η επάνοδος της ελευθερίας εις την αρχαίαν πατρίδα μας. Η έπαρσις της Ελληνικής σημαίας εις την Ακρόπολιν, έπειτα από την δουλείαν, συμβολίζει το άγιον «Ναι» της αιωνίας Ελλάδος.
» Ουδείς, ούτε πρόσωπον, ούτε οργάνωσις, έχει το δικαίωμα να σφετερισθή και να μονοπωλήση την εθνικήν αντίστασιν»
Οι τελευταίες ημέρες πριν την Απελευθέρωση
«ΤΑ ΝΕΑ», 29. 10.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Με κείμενο του στα «ΝΕΑ» τον Οκτώβριο 1975, ο πρώην έλληνας πρωθυπουργός Παναγώτης Κανελλόπουλος, αντικρούει τον χαρακτηρισμό «αναίμακτη» που είχε αποδώσει ο Γεώργιος Παπανδρέου για την περίοδο εκείνη της απελευθερώσης.
«Ο Γεώργιος Παπανδρέου μιλούσε πάντοτε ‘περί Αναιμάκτου Απελευθερώσεως’. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι ανακριβής, αν περιορίσουμε τα ιστορικά γεγονότα της ‘Απελευθερώσεως’ σε μερικές στιγμές. Πράγματι, όταν έφθασε ο Γεώργιος Παπανδρέου στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου1944, έξη ημέρες μετά την αποχώρηση των Γερμανών, η παλιννόστηση του ελληνικού Κράτους στην πρωτεύουσα ήταν αναίμακτη. Δεν χύθηκε αίμα ούτε όταν, τρεις εβδομάδες από την άφιξη του πρωθυπουργού, οι πρώτοι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι πατήσαμε ευλαβικά – σε περιοχές, που δεν είχαν ακόμα εκκενωθεί ολόκληρες από τους Γερμανούς – το αγιασμένο χώμα της Πατρίδας.
»Το γεγονός ότι το ‘νόμιμο’ Κράτος ξαναγύρισε στη χώρα του χωρίς τη βία των όπλων, χωρίς αιματοχυσία ήταν ιστορικά σημαντικό. Αλλά όταν έφτασα στην Καλαμάτα (οι Γερμανοί βρίσκονταν ακόμα στην Πάτρα και στην βορειοανατολική Πελοπόννησο), άχνιζε ο τόπος από ζεστό, ακόμα, αίμα, χιλιάδων Ελλήνων, αμαρτωλών και αθώων, που είχαν προστεθεί στα αναρίθμητα θύματα των Γερμανών.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (στο κέντρο αριστερά) και ο Άρης Βελουχιώτης (στο κένρο δεξιά) στην Πάτρα, Οκτώβριος 1944
«Η ‘απελευθέρωση’ -αν πούμε (και πρέπει να πούμε), ότι άρχισε να σημειώνεται, όταν και όπου άδειαζε ο τόπος από τους Γερμανούς – δεν ήταν, ειδικώτερα στην Πελοπόννησο, διόλου ‘αναίμακτη’. Ο χαρακτηρισμός, λοιπόν, του Γεωργίου Παπανδρέου, ήταν ακριβής, αν περιορίσουμε την ‘Απελευθέρωση’ σε μερικές ‘στιγμές’ αλλά ήταν ατυχής, αν σκεφθούμε τις αιματηρές ώρες, που προηγήθηκαν καθώς και εκείνες της μεγάλης τραγωδίας του Δεκεμβρίου που δεν άργησαν να φανούν»
Πειραιάς: Η τελευταία πράξη του δράματος
Ο Πειραιάς, για παράδειγμα, βίωσε με τρόπο αιματηρό την αποχώρηση των Γερμανών. Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ», της 13ης Οκτωβρίου του 1983.
«Πολλές μάχες έδωσαν τμήματα του 4ου τάγματος του ΕΛΑΣ, από τη νύχτα της 12ης μέχρι τα ξημερώματα της 13ης Οκτώβρη 1944, σε πολλά σημεία του Πειραιά. Τα ξημερώματα της 13ης Οκτώβρη, όλα τα τμήματα του τάγματος έκαναν γενική επίθεση κατά των Γερμανών τους οποίους είχεν εξουδετερώσει μέχρι το πρωί. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να ανατινάξουν, παρά μόνο το Τελωνείο. Σώθηκαν όμως οι μύλοι Αγ. Γεωργίου οι εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ και πολλά εργοστάσια».
Το σχέδιο των Γερμανών προέβλεπε την καταστροφή του Πειραιά και μέσω αυτής της, την επιβολή ενός ισχυρότατου πλήγματος στις υποδομές ηλεκτρισμού, βιομηχανίες και σιδηροδρομικών μεταφορών της πρωτεύουσας. Πάνω από 25 ήταν οι νεκροί για τους αποχωρούντες Γερμανούς, ενώ από την ελληνική πλευρά υπήρξαν 11 νεκροί.
Τον Οκτώβριο του 2017, «TO BΗΜΑ» δημοσίευσε απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση με τίτλο «Ο Δεκέμβρης του ’44», που αναφερόταν και στη λεγόμενη Μάχη της Ηλεκτρικής:
«Ξημερώνει 13 του Οκτώβρη του 1944. Είχε αρχίσει να χαράζει. Οι καμπάνες των εκκλησιών από τον Πειραιά άρχισαν να χτυπούν με τον πιο χαρμόσυνο και πανηγυρικό τρόπο…
»…Οι Γερμανοί γύρισαν από το Πέραμα. Κι αφού ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ εκεί, πήραν δρόμο για το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δυνάμεις μας, όπως είχαμε διατάξει, δεν εκδηλώθηκαν. Αφησαν το γερμανικό φορτηγό μ’ ένα ρυμουλκούμενο να προχωρήσει μέσα στη λαβίδα της διάταξής μας. Οι Γερμανοί φάνηκε πως δεν είχαν αντιληφθεί τίποτε και προχωρούσαν ανυποψίαστοι για αυτό που τους περίμενε.
»Ξεπέζεψαν και προχώρησαν προς τον μαντρότοιχο και την είσοδο του εργοστασίου. Και τότε δέχτηκαν τα πυρά μας πρώτα μέσα από το εργοστάσιο κι αμέσως από παντού. Αιφνιδιάστηκαν. Εχασαν την ψυχραιμία τους καθώς βλέπανε να πέφτουν γύρω τους οι συμπολεμιστές τους.
»Ενας, δύο, τρεις… Και ο κλοιός γύρω τους όλο και στένευε και δυνάμωναν το ντουφεκίδι των ελασιτών και οι ριπές των αυτομάτων τους. Ετσι κυκλωμένοι και βαλλόμενοι οι χιτλερικοί άρχισαν να λιποψυχούν. Ενας απ’ αυτούς, τώρα, θέλει να παραδοθεί καθώς ακούει τον τηλεβόα στα γερμανικά να τον καλεί, για να σωθεί. Σηκώνει το άσπρο μαντίλι του. Μα μόλις που πρόλαβε να ξανεμίσει στον αέρα»
»Ενας βαθμοφόρος του τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Τούτο το επεισόδιο είναι μια νέα παρόρμηση για τους ελασίτες. Δυναμώνουν οι ριπές τους κι απανωτές οι χειροβομβίδες πέφτουν πάνω στα γερμανικά οχήματα. Ενα απ’ αυτά κομματιάζεται. Κι άλλοι ακόμη χιτλερικοί πέφτουν νεκροί. Χάνει όμως και ο ΕΛΑΣ άλλον έναν άξιο μαχητή του, τον αξέχαστο συναγωνιστή σ. Γκιόρδα.
»Λίγα λεπτά πιο ύστερα ένας δεκατετράχρονος επονίτης (ένα αετόπουλο) μ’ ένα περίστροφο στο χέρι θα συρθεί με προφύλαξη προς το μέρος του δολοφόνου βαθμοφόρου. Θα σημαδέψει και θα ρίξει με επιτυχία. Ο βαθμοφόρος αυτός ήταν ο ένατος χιτλερικός νεκρός.
Εκείνη την ώρα ο τηλεβόας μας που τον κρατά γερά ένας γερμανομαθής ελασίτης θα πλησιάσει πιο πολύ και θα δυναμώσει τη φωνή του, που χτυπά ίσια στις τρεμάμενες καρδιές των χιτλερικών.
– Παραδοθείτε, όσο ακόμη είναι καιρός!
-Παραδοθείτε για να σώσετε τη ζωή σας!
-Παραδοθείτε! Σας εγγυόμαστε να σεβαστούμε τα δικαιώματά σας, σαν αιχμαλώτων πολέμου!
Και τώρα δεν είναι μόνο ένα το άσπρο μαντίλι. Είναι πολλά. Και δεν ξανεμίζουν δειλά στον αέρα, μα σταθερά… Σα θύελλα ορμάνε οι ελασίτες και ξοπίσω άμαχος λαός. Αφοπλίζουν τους παραδομένους Γερμανούς. Και μέσα στον πυρετό της συγκίνησης αγκαλιάζονται και φιλιούνται μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των χιτλερικών…»
Οι πανηγυρισμοί θα σβήσουν σύντομα
Στις 15 και 15 Οκτωβρίου τα πρώτα τμήματα του βρετανικού στρατού εισέρχονται στην ελεύθερη πλέον ελληνική πρωτεύουσα. Χιλιάδες Αθηναίοι τούς υποδέχονται κρατώντας αγγλικές και ελληνικές σημαίες αλλά και πλακάτ του ΕΑΜ.
Οι ημέρες αυτές της απελευθέρωσης της Ελλάδας είναι γεμάτες χαρά και συγκίνηση είναι γεμάτες όμως και από την αγωνία γι’ αυτό που πολλοί αντιλαμβάνονται ότι δεν θα αργήσει να έρθει.
Τον εμφύλιο σπαραγμό.
Και πράγματι, δύο μήνες περίπου μετά ξεσπούν τα Δεκεμβριανά…
Βρετανικά στρατεύματα στην Αθήνα μάχονται κατά του ΕΛΑΣ, Δεκέμβριος 1944