Αμερικανίδα πολιτειολόγος και φιλόσοφος, γερμανοεβραϊκής καταγωγής. Στο έργο της πραγματεύεται τη φύση της εξουσίας και τις έννοιες της άμεσης δημοκρατίας και του ολοκληρωτισμού.
Η Γιοχάνα «Χάνα» Άρεντ (Johanna «Hannah» Arendt) γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου1906 στο Ανόβερο της Γερμανίας και μεγάλωσε στο Κένιχσμπεργκ (νυν Καλίνινγκραντ Ρωσίας). Ήταν μοναχοκόρη δύο εύπορων Γερμανοεβραίων, του Πολ Άρεντ και της Μάρτα Κον. Σε ηλικία επτά ετών έχασε τον πατέρα της από πάρεση, ενώ το 1920 η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε και η 14χρονη Χάνα απέκτησε δύο ετεροθαλείς αδελφές, την Εύα και την Κλάρα, από προηγούμενο γάμο του πατριού της.
Στα 16 της επιδόθηκε στη μελέτη των έργων του Καντ, του Γκαίτε και του Κίρκενγκαρντ και μετά την αποφοίτησή της από το γυμνάσιο του Κένιχσμπεργκ, άρχισε σπουδές θεολογίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου. Εκεί γνώρισε τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ – παντρεμένο, πατέρα δύο παιδιών και κατά 17 έτη μεγαλύτερό της- με τον οποίο είχαν ένα σύντομο ειδύλλιο (ο Χάιντεγκερ ασπάστηκε αργότερα τον ναζισμό και συνεργάστηκε με το χιτλερικό καθεστώς). Στη συνέχεια μετακόμισε για σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, στο πλάι του ψυχιάτρου και φιλοσόφου Καρλ Γιάσπερς, ο οποίος έγινε φίλος και μέντοράς της.
Το 1929, η Άρεντ παντρεύτηκε τον εβραίο φιλόσοφο Γκίντερ Στερν, ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα την ιδέα της αγάπης στη σκέψη του Αγίου Αυγουστίνου και μετακόμισε στο Βερολίνο. Η άνοδος των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία και η κορύφωση του αντισημιτισμού στη Γερμανία την έστρεψαν στον πολιτικό ακτιβισμό και από τότε και στο εξής η σκέψη της επικεντρώθηκε στη μελέτη της ανόδου των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Ως μέλος του Γερμανικού Σιωνιστικού Οργανισμού, βοήθησε να αποκαλυφθούν οι δοκιμασίες των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς, ενώ το 1933 συνελήφθη από την Γκεστάπο, στην προσπάθειά της να συλλέξει στοιχεία που αποδείκνυαν την αντισημιτική προπαγάνδα του γερμανικού κράτους. Μετά την απελευθέρωσή της απέδρασε και βρήκε καταφύγιο στο Παρίσι, όπου εργάστηκε για τη σωτηρία των Εβραιόπουλων από το Γ’ Ράιχ και την ασφαλή μεταφορά τους στην Παλαιστίνη.
Το 1940, αφού εξασφάλισε το διαζύγιο από τον πρώτο της σύζυγο, παντρεύτηκε τον μαρξιστή Χάινριχ Μπλίχερ. Όταν λίγο αργότερα η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Γαλλία, η Άρεντ βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην πόλη Γκουρς, από όπου απέδρασε, και το 1941, μαζί με τον σύζυγό της, κατάφεραν να φτάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. για να ακολουθήσει μήνες μετά η μητέρα της.
Μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Άρεντ ανέλαβε δράση σε αρκετούς εβραϊκούς οργανισμούς και παράλληλα αρθρογραφούσε συχνά σε εβραϊκά έντυπα, όπου, μεταξύ άλλων, εκφράστηκε υπέρ μιας ειρηνικής συμβίωσης Αράβων και Εβραίων σε ένα μεταπολεμικό παλαιστινιακό κράτος, ενώ διετέλεσε και επιμελήτρια στον εκδοτικό οίκο Schoken Books από το 1946 ως το 1948.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Νέα Υόρκη η Άρεντ εμπνεύστηκε και συνέγραψε το πρώτο μείζον έργο της με τίτλο « Το Ολοκληρωτικό Σύστημα», το οποίο εκδόθηκε το 1951, το ίδιο έτος που της δόθηκε η αμερικανική υπηκοότητα. Το βιβλίο, που ανιχνεύει τις ρίζες του Σταλινισμού και του Ναζισμού, τόσο στον αντισημιτισμό, όσο και στον ιμπεριαλισμό, καταγγέλθηκε από την Αριστερά, επειδή ταύτιζε τα δύο πολιτικά συστήματα. Την ίδια περίοδο έγραφε τακτικά στη γερμανόφωνη εφημερίδα «Aufblau», ενώ συντόνιζε και την έρευνα στην Επιτροπή για την Εβραϊκή Πολιτιστική Αποκατάσταση από το 1949 ως το 1952.
Ακολούθησαν τα βιβλία «Η ανθρώπινη κατάσταση» (1958), «Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος» (1961), «Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς» (1968) και «Περί βίας» (1970). Αρθρογραφούσε τακτικά στο περιοδικό «New York Review of Books», όπου ασκούσε σκληρή κριτική στην επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ.
Κορυφαία στιγμή στην καριέρα της αποτέλεσε η έκδοση του βιβλίου «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ: η κοινοτοπία του κακού» (1963), με θέμα τη δίκη του λοχαγού των Ες – Ες, Άντολφ Άιχμαν στο Ισραήλ, την οποία κάλυψε ως ανταποκρίτρια του περιοδικού «The New Yorker». Η Άρεντ είδε μία άλλη εικόνα του Άιχμαν. Στο πρόσωπό του δεν διέκρινε έναν φανατικό διψασμένο για αίμα, αλλά έναν γραφειοκράτη, που ήθελε να ευχαριστήσει τους ανωτέρους του. Απαριθμούσε τρένα που οδηγούσαν ανθρώπους στο θάνατο, λες και μιλούσε για φορτία με πορτοκάλια, Ήταν ασφαλώς ένας άνθρωπος που είχε στείλει εκατομμύρια Εβραίους στους θαλάμους αερίων, αλλά το κίνητρό του δεν ήταν ο αντισημιτισμός. Έγινε Ναζί επειδή του άρεσε να πηγαίνει με το πλήθος. Τα εγκλήματά του ήταν η απόδειξη της «κοινοτοπίας του κακού».
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της για διαλέξεις στο Αμπερντίν της Σκωτίας το διάστημα 1973-74 υπέστη ανακοπή καρδιάς, από την οποία ανέρρωσε προσωρινά. Η καρδιά της την πρόδωσε, τελικά, στις 4 Δεκεμβρίου 1975, στο διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τριλογία της με γενικό τίτλο «The life of the mind» (οι δύο πρώτοι τόμοι εκδόθηκαν το 1978).
Η Χάνα Άρεντ υπήρξε η πρώτη γυναίκα που έλαβε θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον το 1959, ενώ είχε διδάξει και στα πανεπιστήμια του Σικάγου, του Μπέρκλεϊ και της Κολούμπια, καθώς και στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (New School for Social Science) της Νέας Υόρκης.
Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ είναι δυνατή ως πολιτικό φαινόμενο μόνο αν στηριχτεί στην υπόθεση ότι ο κόσμος δεν θα διαρκέσει· αν όμως υποτεθεί αυτό, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι η αδιαφορία για τον κόσμο, με τη μία ή την άλλη μορφή, θ’ αρχίσει να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή. Αυτό συνέβη μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φαίνεται να συμβαίνει πάλι στις μέρες μας, μολονότι για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με πολύ διαφορετικές, ίσως ακόμα πιο δυσάρεστες μορφές.
ΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ένα δημόσιο χώρο, αυτός δεν μπορεί να οικοδομείται μόνο για μια γενεά και να σχεδιάζεται μόνο για τους ζώντες· πρέπει να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα της ζωής των θνητών. Χωρίς αυτή την υπέρβαση σε μια δυνάμει επίγεια αθανασία, καμιά πολιτική, με την αυστηρή έννοια της λέξης, κανένας κοινός κόσμος και κανένας δημόσιος χώρος δεν είναι δυνατός.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ πριν από μας -αλλά όχι τώρα πλέον- εισέρχονταν στο δημόσιο χώρο διότι επιθυμούσαν κάτι τι δικό τους ή κάτι τι που είχαν από κοινού με άλλους να διαρκέσει περισσότερο από τη γήινη ύπαρξή τους. Έτσι η κατάρα της δουλείας δεν ήταν μόνο ότι στερούσε από τους δούλους την ελευθερία και την ορατή ύπαρξη, αλλά και ο φόβος των ίδιων των αφανών εκείνων ανθρώπων «ότι περνώντας από την αφάνεια της ζωής τους στον θάνατο δεν θα άφηναν πίσω τους κανένα σημάδι να μαρτυράει πως κάποτε υπήρξαν».
ΣΕ ΑΝΤΙΔΙΑΣΤΟΛΗ Μ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ «ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ», της οποίας μόνη βάση είναι το χρήμα ως κοινός παρονομαστής για την ικανοποίηση όλων των αναγκών, η πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας στηρίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία αναρίθμητων προοπτικών και όψεων, με τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να επινοηθεί κοινό μέτρο ή κοινός παρονομαστής. Διότι αν και ο κοινός κόσμος αποτελεί το κοινό πεδίο συνάντησης όλων, όμως όσοι είναι παρόντες έχουν διαφορετικές θέσεις μέσα σ’ αυτό, και η θέση του ενός δεν μπορεί να συμπίπτει με τη θέση του άλλου, όπως δεν μπορεί να συμπίπτει η θέση δύο αντικειμένων.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΝΟΣ ΚΟΙΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, την πραγματικότητα δεν την εγγυάται κατά κύριο λόγο η «κοινή φύση» όλων των ανθρώπων που τη συνιστούν, αλλά μάλλον το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές θέσεως και την ποικιλία όψεων που προκύπτει, όλοι ενδιαφέρονται πάντα για το ίδιο αντικείμενο. Αν η ταυτότητα του αντικειμένου δεν είναι πλέον δυνατόν να διακριθεί, καμιά κοινή φύση των ανθρώπων, και λιγότερο απ’ όλα ο αφύσικος κομφορμισμός μιας μαζικής κοινωνίας, δεν μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή του κοινού κόσμου, που συνήθως ακολουθεί την καταστροφή των πολλών όψεων, με τις οποίες εμφανίζεται στο ανθρώπινο πλήθος.
ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ απόλυτης απομόνωσης, όπου κανείς πια δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανέναν άλλον, όπως συμβαίνει συνήθως στις τυραννίες. Αλλά αυτό μπορεί επίσης να συμβεί και κάτω από τις συνθήκες μιας μαζικής κοινωνίας ή μιας μαζικής υστερίας, όπου βλέπουμε όλους τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται ξαφνικά σαν να ήταν μέλη μιας οικογένειας, αποτελώντας καθένας μιαν επέκταση κι ένα αντίγραφο του πλησίον του.
ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ έχουν μεταβληθεί πέρα για πέρα σε ιδιώτες, δηλαδή έχουν στερηθεί το να βλέπουν και να ακούνε τους άλλους ή το να τους βλέπουν και να τους ακούνε οι άλλοι. Βρίσκονται όλοι έγκλειστοι στην υποκειμενικότητα της δικής τους ατομικής εμπειρίας, η οποία δεν παύει να είναι ατομική έστω κι αν πολλαπλασιάζεται απειράριθμες φορές. Το τέλος του κοινού κόσμου έχει επέλθει όταν αυτός αντικρίζεται από μια μόνο πλευρά κι όταν έχει τη δυνατότητα να παρουσιάζεται σε μια μόνο προοπτική.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Χάνα Άρεντ Η Ανθρώπινη Κατάσταση, εκδ. Γνώση.
Πηγή: www.doctv.gr